Σκοτεινό ψυγείο | Χριστίνα Καράμπελα | Εκδόσεις Ιωλκός, 2022
Εισαγωγή
Σκοτεινά, μαύρα, κατάμαυρα, μαύρα σαν το κατράμι παραμύθια, παραμύθια αλλιώς, όχι από το στόμα της γιαγιάς, αλλά από τη μήτρα της αρχαιολογίας του παρόντος μας, ενός παρόντος που βιώνεται ως τόπος άγονος και χρόνος σκληρός.
Ένα σύμπαν αλλόκοτων μικροϊστοριών, σκοτεινών και ταυτόχρονα λαμπερών, που όλες μαζί θυμίζουν έναστρο ουρανό. Τις συνδέει η πεποίθηση πως η συγγραφή είναι μαζί κατάρα και ευλογία, είναι μια πράξη που ενώνει, όχι γραμμικά αλλά οργανικά, το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, μια πράξη μαγική που συγχωνεύει τους ζωντανούς με τους πεθαμένους, το λαϊκό παραμύθι με τους αστικούς μύθους των μεγαλουπόλεων και τέλος τον έρωτα με το θάνατο.
ΜΑΥΡΟ ΣΑΝ ΤΟ ΚΑΤΡΑΜΙ
Σκηνή πρώτη
— Η Πόπη;
— Ποιος ρωτάει;
— Εγώ.
— Εσύ ποια;
— Να μη σε κόφτει.
— Τι θες, κυρά μου;
— Σε γνώρισα από την μπόχα. Βρομάς, έχεις την μπόχα που κουβαλάει επάνω του τα βράδια.
— Για ποιον μιλάς;
— Για ποιον λες;
— Πού θες να ξέρω;
— Το μουνί σου ρώτα, αυτό θα ξέρει.
— Βούλωσ’ το, δουλεύω εδώ.
— Ξέχνα τον, το καλό που σου θέλω, σβήσ’ τον.
— Με φοβερίζεις;
— Γρήγορα το ’πιασες, έτσι είναι οι πουτάνες, σβέλτες.
— Δίνε του, αλλιώς φωνάζω το αφεντικό.
— Εχτές κρυφάκουγα όταν σου μίλαγε ο προκομμένος μου. Στο τηλέφωνο. Όλα τα άκουσα, και τα σαλιαρίσματα για τα μάτια σου τα πράσινα άκουσα. Νόμιζε πως κοιμόμουνα. Πάνω από τέσσερις μήνες έχω να κλείσω μάτι. Δε με αφήνει η μπόχα του μουνιού σου που μου την κουβαλάει κάθε βράδυ στο κρεβάτι.
— Και συ τι του είσαι;
— Εσύ τι λες;
— Δεν ξέρω.
— Τι δεν ξέρεις, μωρή, δεν ήξερες πως με έχει σπιτωμένη;
— Δεν ξέρω, ούτε ήξερα.
— Ξεράδια, τώρα που έμαθες ορκίσου μου, στη ζωή ή στη μνήμη της μάνας σου αν είναι πεθαμένη, ορκίσου μου, αλλιώς σε χαρακώνω.
— Θα του μιλήσω, θα εξηγηθώ.
— Πάρ’ τον τηλέφωνο, τώρα, να είμαι μπροστά.
— Μετά, τώρα δουλεύω.
— Τώρα.
— Δεν μπορώ, με κοιτάει το αφεντικό.
— Χέστηκα, πες του να μου διαλέξει ένα κεφαλάκι, για σούπα, με το μάτι ζωντανό, τώρα πες του.
— Κυρ Αντώνη, ένα κεφαλάκι, για σούπα.
— Και για το μάτι πες του.
— Με μάτι ζωντανό, κυρ Αντώνη.
— Έφτασε…
— Πάρ’ τον τώρα.
— Πήγαινε πιο κει δε θέλω να ακούς.
— Σκάσε και πάρ’ τον.
— Δεν απαντά.
— Πόσες φορές το άφησες να χτυπήσει;
— Δέκα, μπορεί και παραπάνω.
— Ξαναπάρε, είναι αργός.
— Δεν το σηκώνει, λέω.
— Καρφί δε μου καίγεται για το τι λες, ξαναπάρε.
— Έτοιμο το κεφαλάκι σας μαντάμ, και μάτι… το πιο γουρλωτό ξεδιάλεξα.
— Ένα μαχαίρι, μυτερό, σου βρίσκεται;
— Ορίστε, το δικό μου.
— Χάρισμά σου, Πόπη μου, το μάτι του αρνιού, είδες πόσο εύκολα το ξερίζωσα… μπήγεις βαθιά, κόβεις το νεύρο, λίγο σκάβεις, αυτό είναι όλο. Ευχαριστώ κυρ Αντώνη, Πόπη μου και εσένα σε ευχαριστώ, θα περάσω όταν σχολνάς, μη σε απασχολώ άλλο και σε κατσαδιάσει το αφεντικό, ε κυρ Αντώνη;
— Δεν πειράζει, πείτε τα, εγώ πετάγομαι να πάρω καφεδάκο.
— Πάρε ξανά.
— Δεν απαντά.
— Πάρε ξανά.
— Δεν είναι εκεί.
— Πάρε ξανά.
— Λείπει, σου λέω.
— Πάρε ξανά.
— Δεν είναι χριστιανή μου, λείπει.
— Πάρε ξανά.
— Σε λίγο.
— Τώρα.
— Θα τον πάρω, σ’ το ορκίζομαι.
— Δε μου φτάνει.
— Φύγε, σ’ το ορκίζομαι στη μάνα μου τη ζωντανή και στον πατέρα μου τον πεθαμένο, θα τον πάρω και θα εξηγηθώ.
— Να φύγω με χέρια αδειανά;
— Τι άλλο θες;
— Το παίρνω και μόνη μου αυτό που θέλω, μη χολοσκάς. Από σένα θα το πάρω, από τη μούρη σου. Μπήγω βαθιά, κόβω το νεύρο, λίγο σκάβω, αυτό είναι όλο…να βιαστώ, να προλάβω να το μαγειρέψω μαζί με το κεφαλάκι, ζουμερό, να φάει ο κύρης μου ο γαμιάς, να ρουφήξει τη σούπα του να ευφρανθεί.
Σκηνή δεύτερη
— Δεν τους ξανάδες;
— Όσο κι αν έψαξαν, δύο χρόνια παιδευόταν η αστυνομία και με παίδευε και μένα, τζίφος, άνοιξε η γη και τους κατάπιε.
— Μετά;
— Γύρισα στο χασάπικο, στην αρχή δε με ήθελε ο κυρ Αντώνης, φοβόταν τις φασαρίες, μετά με λυπήθηκε.
— Πόσα χρόνια από τότε;
— Πέντε, το συνήθισα πια, τόσο που νομίζω ότι βλέπω, και από την τρύπα και από το καλό το μάτι το ίδιο νομίζω ότι βλέπω.
— Και ο κυρ Αντώνης;
— Και αυτόν τον συνήθισα και που αδειάζει μέσα μου, μια φορά την εβδομάδα, συνήθισα. Γέρνω στον πάγκο και… ξέρεις, από πίσω, δεν μπορεί, λέει, να βλέπει το μούτρο μου, του κόβεται η όρεξη, η τρύπα τον τρομάζει και γίνεται μαλακός εκεί κάτω. Από πίσω είναι αλλιώς, ο κώλος μου τον ανάβει, λέει. Για να σκληρύνει για καλά, όμως, χρειάζεται να με βαρέσει στα καπούλια καμιά δεκαριά φορές. Και αυτό το συνήθισα, στην αρχή πόναγα, τώρα σκλήρυνε η πέτσα μου, δε με νοιάζει. Είναι, όμως και κάτι άλλο…
— Να ψάξω να σου βρω αλλού δουλειά;
— Συνήθισα, σου λέω, δε με πειράζει.
— Τότε τι;
— Ήμουν τεσσάρων μηνών έγκυος όταν μου ξερίζωσε αυτή το μάτι. Το έχασα το μωρό, το ίδιο βράδυ στο νοσοκομείο. Από τότε μόλις με παίρνει ο ύπνος, μου ξεριζώνουν ένα μωρό από την κοιλιά και μετά άυπνη μένω όλη τη νύχτα.
— Πόσες φορές το είδες το όνειρο;
— Δε μέτρησα. Αμέτρητες οι φορές. Όλα τα μωρά μονόφθαλμα, άγουρα κυκλωπάκια και το μάτι τους πράσινο.
— Πράσινα δεν είναι τα δικά σου μάτια;
— Το ξεριζωμένο, ναι.
— Και το γερό;
— Δε βλέπεις; Μαύρο, κατάμαυρο, κατράμι.
— Μπορώ κάτι να κάνω;
— Μπορείς.
— Σαν τι;
— Βρες μου τον τρόπο να τον κάνω να με πάρει από μπρος, κανονικά. Μόνο αν πιάσω παιδί θα σταματήσει το όνειρο και θα μπορέσω πια να κοιμηθώ.