Αν η ποίηση οριοθετείται από τις γέφυρες που ο χείμαρρος της –ατομικής ή συλλογικής– καταστροφής γκρέμισε, τότε σίγουρα αυτή αποτελεί μία προσπάθεια με συλλογική συνείδηση εκ μέρους του δημιουργού να βοηθήσει ώστε να χτιστεί μία καινούρια γέφυρα. Εξάλλου, ο ποιητής δεν μένει κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, αλλά συμμετέχει και συμπάσχει με την κοινότητα στο ίδιο δράμα. Και αν προσανατολιστούμε στην κυπριακή ποίηση, οφείλουμε να την εξετάσουμε στο σύγχρονο πλαίσιο ποιητικής παραγωγής μα και σε συνάρτηση με τα βαθιά χνάρια που άφησε η γενιά του ’74 ή νεότεροι δημιουργοί (πχ Φροσούλα Κολοσιάτου[i]).
Και δεν αποτελεί υπερβολή η θέση ότι μεγάλο μέρος της κυπριακής λογοτεχνίας σφραγίζεται από τις μακρόχρονες πολιτικές περιπέτειες της Μεγαλονήσου με έναν πολιτικό κι εθνικό χαρακτήρα. Αναμφίβολα, η ειρήνευση που ακολούθησε το δράμα και η είσοδος του ΚΑ΄ αιώνα με την οικονομική ευημερία μα και την οικονομική κρίση στη νήσο, επέτρεψαν την καλλιέργεια μιας ποίησης μακριά τα συγκλονιστικά/μαρτυρικά γεγονότα του παρελθόντος (χωρίς όμως να ξεχνιούνται) επέτρεψαν το συγχρωτισμό με την εθνική ελληνική ποίηση και την ανάδειξη νέων χαρακτηριστικών, υπαρξιακών και κοινωνικών. Σε ένα τέτοιο κλίμα εντάσσουμε και την Αγγέλα Καϊμακλιώτη με τις τρεις τελευταίες ποιητικές της συλλογές, «εκ του σύνεγγυς», «αειθαλής θάλασσα» και την πρόσφατα εκδοθείσα «οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα» (βακχικόν, 2020).
Η ποίηση της Αγγέλας Καϊμακλιώτη είναι ήπιων τόνων. Η δημιουργός συνεχίζει την παράδοση των Κύπριων ποιητών που διαπραγματεύονται την Εισβολή και τον ξεριζωμό στη Μεγαλόνησο. Μολονότι όμως οι επιδράσεις από την ποιητική της διχοτόμησης είναι έντονες, η Καϊμακλιώτη ακολουθεί τη δική της διαδρομή συνδέοντας το βίωμα με την μυθοπλασία με μία λυρική διάθεση που την απομακρύνει από την κυπριακή παράδοση, αφήνοντας την ποίησή της ανοιχτή. Εισάγοντας στοιχεία ειρωνείας και ισχυρές δόσεις σαρκασμού («εκ του σύνεγγυς») εντείνει το κλίμα –και ταυτόχρονα– κλιμακώνει τη συναισθηματική ένταση . Και τούτη η ειρωνεία εκφράζεται άλλοτε με αρνήσεις και άλλες φορές με εσωτερικές αντιθέσεις («εκ του σύνεγγυς»). Η ποιητική ειρωνεία ως εκφραστική οδός ενισχύει το συναίσθημα του πόνου και της οργής. Ο ακροατής/αναγνώστης συμμετέχει ενεργά καλύπτοντας τα κενά που αφήνουν οι –σύντομες ειδικά– συνθέσεις (οιωνός). Οι ρωγμές στον ποιητικό κείμενο μεγαλώνουν με τις αντιθέσεις (μεγέθη, βρέχει, γριά στο Ριζοκάρπασο) και τα υπονοούμενα (συκοφαντίες, οιωνός, μεγέθη) και αφήνουν ελεύθερη την αναγνωστική πρόσληψη να ακολουθήσει τις αγωνίες της ποιήτριας και να στοχαστεί για το κυπριακό δράμα. Το κοινό είναι εκ των προτέρων σε κατάσταση πόνου και θλίψης για τη Διχοτόμηση (κι ό,τι αυτό σημαίνει).
Τόσο η συλλογή «εκ του σύνεγγυς» όσο και το πρώτο μέρος από τις «πικροδάφνες» είναι αφιερωμένα στο κυπριακό δράμα. Χαμηλόφωνα και με οικονομία στίχου η δημιουργός ακολουθεί τις διαδρομές της σύγχρονης κυπριακής ποίησης με επίκεντρο το κυπριακό δράμα και με κριτική ματιά στις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Η μνήμη καθίσταται ο βασικός μοχλός της στιχουργίας της συνδέοντας το δραματικό παρελθόν με το διχοτομημένο παρόν που ακόμα αναζητά λύση. Η μνήμη συνδέεται με το κοινωνικό παρελθόν και το κοινό βίωμα. Η ατομική εμπειρία του ποιητικού “εγώ” συναντά τη συλλογική. Η ποιητική της φωνή γίνεται η φωνή του τόπου της.Παρά το γεγονός ότι πραγματεύεται ένα τέτοιο ζήτημα, δεν υποπίπτει σε εθνικιστικές εξάρσεις. Κυριαρχεί το συναίσθημα του προσφυγικού πόνου (οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα, συκοφαντίες, ημερολόγιο οδοφράγματος, επίσκεψη, οιωνός, ρεπορτάζ), χωρίς να γίνεται μελοδραματικό, και η αναζήτηση ηρώων (δελτίο ειδήσεων, αργεί). Το κυπριακό βίωμα στην ποίησή της αποκτά μια υπαρξιακή διάσταση μέσα στην εντοπιότητά του.
Η έκφρασή της, κοφτή με ισχυρό δεσμό εσωτερικού στιχουργικό ρυθμού, διακρίνεται από τη χρήση ήπιων συμβολισμών και αλληγοριών. Πειραματίζεται με τον στίχο τόσο με ήπιες μεταφορές όσο και με παρηχήσεις και επαναλήψεις ή δημιουργεί δικές της λέξεις (βλ. «εκ του σύνεγγυς», «αειθαλής θάλασσα»). Μα οι πειραματισμοί αυτοί εντάσσονται ομαλά στη στιχουργική της χωρίς να διαταράσσουν το ρυθμό ή τη συναισθηματική ένταση μα υπακούοντάς τα. Η συνειρμική κίνηση του στίχου –ως αποτέλεσμα ποιητικής ωρίμανσης– συνδέει τις θρυμματισμένες εικόνες στο ποιητικό βιτρό και ταυτόχρονα επεκτείνει τη στοχαστική υφή τους. Ο μετωνυμικός λόγος υποστηρίζει τη συναισθηματική ένταση και την εικαστική αποτύπωση. Ειδικά στην «αειθαλή θάλασσα» ο μεταφορικός λόγος εμπλουτίζει τον ποιητικό προβληματισμό με παράλληλα επίπεδα ανάγνωσης, κάτι που υιοθετείται και στις «πικροδάφνες».
Την ποιητική της διανθίζει το φυσιολατρικό στοιχείο με πλήθος εικόνων από τη φύση που εισάγονται αβίαστα στη στιχουργική, προσδίδοντας έντονες λυρικές νότες μέσα στη χαμηλόφωνη ποιητική. Το φως στις τελευταίες συλλογές είναι διαρκώς παρών, περιορίζοντας δραστικά το σκοτάδι που σκέπαζε τη συλλογή «εκ του σύνεγγυς», μολονότι στις «πικροδάφνες» η απογοήτευση για το αμετάκλητο του κυπριακού δράματος είναι διάχυτη. Το φυσικό στοιχείο συμπλέκεται με το κυπριακό βίωμα (νοτιοδυτικά του παραδείσου, στις αλυκές, η ζωή εν τάφω, συκοφαντίες) ορίζοντας μία ποιητική ανοιχτών οριζόντων. Τα πουλιά, η βροχή, οι γάτες και η χλωρίδα συνδέουν το βίωμα με τον τόπο σε μια ποιητική εν-τόπια, στην οποία η ιθαγένεια λειτουργεί ως θεμέλιο προβληματισμού και πόνου (κρινάκια του γιαλού). Η εικαστική της ενισχύεται με ένα πεζό λόγο, συχνά αντιποιητικό (οι γάτες του Τεκκέ, το νέο τέλος).
Η θάλασσα κυριαρχεί σε όλες τις συλλογές της. Την αξιοποιεί συμβολικά και την εκθέτει ως πυρήνα της προβληματικής της. Με τούτη ως θεματικό θεμέλιο, η Καϊμακλιώτη οικοδομεί την ποιητική της υπαρξιακή, κοινωνική, ερωτική όλη χτίζεται πάνω στο αιώνιο σύμβολο της θάλασσας (χερσόνησος, ουτοπία, εμβόλιμη, απόγευμα στον ερωδιό). Η συλλογή «αειθαλής θάλασσα» αποκτά χαρακτήρα ενιαίας ποιητικής σύνθεσης, με θέμα τους μεταφορικούς μετασχηματισμούς που η θάλασσα –κυρίαρχο στοιχείο στην κυπριακή ποίηση– απέκτησε στη λαϊκή κουλτούρα. Γίνεται γυναίκα, αποκτά ερωτική διάσταση ή συνδέεται με την Αφροδίτηκαι την θαλασσοκυπριακή καταγωγή της και ενίοτε με τα ναυτικά δράματα και την ποιητική («αειθαλής θάλασσα»). Άλλοτε κοινωνικές και πολιτικές αλληγορίες αναδύονται από τους στιχουργικούς κυματισμούς με ευαισθησία και συγκίνηση για το δράμα των σύγχρονων προσφύγων και μεταναστών.
Η Καϊμακλιώτη εντάσσει στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος με απόλυτη αρμονία στην ποιητική της παράλληλα με κοινωνικά στιγμιότυπα. Ξεχωρίζει η ευαισθησία με την οποία βλέπει τα παιδιά (σύνορα, παιδιά στη Σούδα, να το κοιτάξεις, αθανασία). Διακρίνεται μία οικειότητα με πρόσωπα και χώρους προσωποποιεί τοπωνύμια ή έννοιες, ενώ συχνά τα τοπωνύμια παρελαύνουν, παράλληλα με τον θρήνο των προσφύγων και των εγκλωβισμένων. Έτσι προσδίδει μία υφή λυρισμού ή μοιρολογιού με στοχαστικές ενίοτε επεκτάσεις («εκ του σύνεγγυς»).
Αυτό που ξεχωρίζει την Καϊμακλιώτη από ομοτέχνους της που επικεντρώνονται γύρω από τη θεματική της Εισβολής, είναι η υπαρξιακή υφή με την οποία εκθέτει τον πόνο για το παρελθόν, διαμορφώνοντας μία ποιητική έκφραση η οποία μέσα από τον βιωματικό της χαρακτήρα αγγίζει το κοινό με θέρμη.
Το αμετάκλητο και η μνήμη κυριαρχούν, ορίζοντας τον υπαρξιακό τόνο μπροστά στο αναπόφευκτο και προσδίδοντας συχνά μία τάση ελεγειακού θρήνου για τον τόπο. Παρά την τάση που διακρίνεται στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση να αφήνει πίσω της τα τραγικά γεγονότα της διχοτόμησης, η Καϊμακλιώτη επιμένει να τα επαναφέρει, συνδέοντας τον χωροχρόνο της κυπριακής γης (ενότητα ημερολόγιο οδοφράγματος). Σε μια εποχή που διαρκώς ακούγονται φωνές συμβιβασμού με το πολιτικό παρασκήνιο και τις διαρκείς εντάσεις, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη θυμάται και αρνείται ποιητικά να αποδεχτεί το σκιαγραφούμενο μέλλον, ακόμα κι αν αυτό αμετάκλητα δεν αλλάζει.
[i] βλ. σχετ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Με τα αντιπολεμικά μάτια της Φροσούλας Κολοσιάτου (κριτικό δοκίμιο), Μανδραγόρας, 57.