Scroll Top

“Ο γιακάς και άλλες τσαλακωμένες ιστορίες”, Σωτήρης Σαμπάνης – Παρουσίαση από την Διώνη Δημητριάδου

                Ο γιακάς

και άλλες τσαλακωμένες ιστορίες

       Σωτήρης Σαμπάνης

                    ΑΩ εκδόσεις

 

Χαρακτήρες μοναδικοί και ασυμβίβαστοι

Ένα από τα στοιχεία που αξιολογούν με θετικό πρόσημο τις μικρές αφηγήσεις είναι και η δομή των χαρακτήρων· και μιλώ για τη δομή ακριβώς γιατί το περίγραμμα των μορφών με την ευστοχία του είναι ικανό να οδηγήσει τη γραφή στο χτίσιμο περίοπτων χαρακτήρων, με διακριτά εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και με ενδιαφέροντα εσωτερικά γνωρίσματα, τον τρόπο σκέψης, την οπτική γωνία από την οποία θεώνται τον κόσμο, άρα και τη συμπεριφορά τους εν τέλει – όλα αυτά τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στις μικρές αφηγήσεις και κάνουν τους χαρακτήρες θελκτικούς στην ανάγνωση και αλησμόνητους (μακάρι) κατόπιν.
Ο Σωτήρης Σαμπάνης στις οκτώ ιστορίες της πρόσφατης συλλογής του εστίασε αποτελεσματικά στην «κατασκευή» των χαρακτήρων. Απρόσμενος (προκειμένου για λογοτεχνία) ο όρος «κατασκευή», ωστόσο το έχει πει καλύτερα η Ρέα Γαλανάκη: «[…]η τέχνη του γραπτού λόγου, άλλως και ‘ποιητική’, έχει κάποιες λειτουργίες όχι όμοιες, συγγενείς ωστόσο με τις λειτουργίες μιας μαστορικής κατασκευής».[1] Οι χαρακτήρες, αν και διαφορετικοί ο καθένας τους, έχουν κοινό σημείο αναφοράς την ιδιαίτερη τοποθέτησή τους μέσα στον κόσμο που τους περιβάλλει. Ως δομικό στοιχείο της όλης αφηγηματικής κατασκευής, βρίσκονται λίγο πιο έξω από τις κοινότοπες συντεταγμένες του χώρου. Άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο ασυμβίβαστοι με τη θέση που τους έχει προοικονομηθεί από συχνά αντίξοες συνθήκες ζωής, εκφέρουν ένα λόγο αιρετικό ή έστω λιγότερο συμβατό με αυτές τις συνθήκες, προκειμένου να διεκδικήσουν τον προσωπικό τους χώρο με τις δικές τους προϋποθέσεις, ει δυνατόν. Ακριβώς επειδή το αποτέλεσμα δεν αποβαίνει πάντα σύμφωνο με τις επιθυμίες τους, αποτυγχάνουν ή αποδέχονται ως θετική απόληξη το γεγονός ότι προσπάθησαν να οριοθετήσουν λιγότερο ασφυκτικά τα στενά πλαίσια που τους εγκλωβίζουν σε μια μη επιθυμητή πραγματικότητα.
Ξεχωριστή αναφορά σε τρεις από τις ιστορίες, όχι γιατί οι άλλες υπολείπονται σε αξία αλλά για την ευρηματικότητά τους στο χτίσιμο των χαρακτήρων και της ατμόσφαιρας:
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Άλκη, του «μικρού» στο διήγημα «Ο γιακάς», οδηγεί βήμα βήμα στο χτίσιμο της προσωπικότητας του Μάνου, του κεντρικού ήρωα, και παράλληλα δίπλα σ’ αυτόν στο περίγραμμα της δικής του περσόνας, άρρηκτα δεμένης μαζί του. Έτσι ακούμε ταυτόχρονα τις δύο ιστορίες σε μια αφήγηση που πρωτοτυπεί για τα δεδομένα των διηγημάτων, καθώς στηρίζει σε δύο, και όχι κατά το σύνηθες σε μία, δομικές κολώνες (τους δύο ήρωες) όλο το χτίσιμο του οικοδομήματος. Χαρακτήρες ξεκάθαροι και οι δύο, στη γλαφυρή πένα του Σαμπάνη αποκτούν μορφή και περιεχόμενο. Είναι αυτή η γερή κατασκευή των χαρακτήρων που πείθει για την «ευστάθεια» όλου του κτίσματος. Ιδιαίτερη μνεία εδώ να γίνει για τη χρήση της γλώσσας, η οποία απολύτως αποδίδει τον κόσμο των ηρώων, περιθωριακή αλλά και γεμάτη ευαισθησία που αποκαλύπτει αθέατες γωνίες του χαρακτήρα τους. Ο γλωσσικός κώδικας της ιστορίας δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συναριθμηθεί η γραφή του Σαμπάνη στη λογοτεχνική παράδοση του Ταχτσή, του Μάτεσι, και πιο πρόσφατα του Τσίτα σε ιστορίες που είχαν ως θεματικό τους κέντρο τον μονόλογο των αδικημένων και βασανισμένων από τη ζωή χαρακτήρων.
    Θυμάμαι τον Μάνο να νταραβερίζεται με τα αρσενικά της περιοχής. Να μιλάει μαζί τους, να χασκογελάει πονηρά, να δέχεται χειρονομίες και να ανταποδίδει. Να χάνεται στα σκοτάδια και να επιστρέφει αλλιώτικος. Ξαλαφρωμένος και πιο λαμπερός. Κάποιες φορές κάτι δεν πήγαινε καλά. Επέστρεφε αγριεμένος, φοβισμένος. Άλλοτε απογοητευμένος και μετανιωμένος με αμυχές και κοκκινάδες στο πρόσωπό του και μια αγριάδα αφύσικη. (σελ. 53)
Τη γυναίκα μου την είχα διασύρει. Κάθε τρεις και λίγο έτρεχε στην αστυνομία να με μαζέψει. […] Μια φορά στενοχωρήθηκε πολύ. Σαν με είδε στην Ασφάλεια έκλαψε με την ψυχή της. Χίλια δίκια είχε. Την άφησα να ξεθυμάνει. Όταν συνήλθε κάπως, έπεσε στην αγκαλιά μου και μου είπε. Το πουκάμισό σου είναι χάλια, αλλά δεν με πειράζει. Ο γιακάς σου όμως, βρε Άλκη μου… είναι τσαλακωμένος! Αυτό δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ. Έμεινα άναυδος. Μέσα σ’ όλα αυτό βρήκε να πει… για τον γιακά, φίλε μου. Για να μη με προσβάλει. (σελ. 64-65)
Σε άλλο ύφος χτίζεται ο χαρακτήρας του Κλήμη (ήρωα της ιστορίας «Μια πουτάνα για πέταμα») επικεντρώνοντας στην ερωτική του μύηση από τη Βίκα. Με μικρότερη έκταση το διήγημα αυτό, δίνει τα ικανά στοιχεία για να φανεί μέσα από την προϊούσα ωρίμαση του νεαρού το πλαίσιο της ιστορίας, οι συνθήκες που διαμορφώνουν το πάθος, τον εθισμό και τελικά τη διάψευση, την κατάρρευση της πλαστής πραγματικότητας.
    Έμειναν μερικά λεπτά κολλημένοι. Η Βίκα έμοιαζε χαμένη. Ο Κλήμης λουφαγμένος στα στήθη της σαν φοβισμένο κουτάβι, περίμενε την επόμενη εντολή. Με ένα βαθύ και μακρόσυρτο αναστεναγμό δήλωσε την ανακούφισή της και επανήλθε στην πραγματικότητα. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε καλά. Το πρόσωπό της έλαμπε αλλιώτικα. «Καταλαβαίνεις τώρα; Αυτά τα παιχνίδια τα παίζεις; Αμ δεν τα παίζεις! Αυτά θα σου τα μάθω εγώ. Είναι παιχνίδια ζωής αυτά και όχι κρυφτούλι και κολοκύθια.». (σελ. 116)
Σε μια από τις καλύτερες ιστορίες του βιβλίου με τον εύστοχο τίτλο «Κρανγκ κρανγκ!» συναντάμε την Ευανθία, καθιερωμένη στον περίγυρό της ως αξιόπιστο «κέντρο» συλλογής, επεξεργασίας και διακίνησης πληροφοριών,η οποία θα λάβει μέρος ερήμην της σε ένα ευφυές σχέδιο κλοπής. Εδώ η δεινότητα της περιγραφής οδηγεί απρόσκοπτα στην πλοκή καθιστώντας «ήρωα» του διηγήματος πλάι στην Ευανθία τον ήχο «κρανγκ κρανγκ» της αρμαθιάς των κλειδιών, που παίζουν τον βασικό ρόλο. Άψογο χτίσιμο της πλοκής, έξοχη η διαγραφή των χαρακτήρων.
    Ο Περικλής δεν τόλμησε να κατηγορήσει κάποιον, αφού το μπαούλο βρέθηκε κλειδωμένο. Άφραγκος και πικραμένος, έσπαζε για καιρό το κεφάλι του να βρει εξήγηση. Υποψιάστηκε μεν τη γυναίκα του, αλλά ποτέ δεν είπε κάτι στα ίσια. Το ίδιο και η Ευανθία. Αυτή είχε ένα λόγο παραπάνω. […] Πού και πού έφερνε στο μυαλό της κι εκείνη την ημέρα. Θυμόταν τον Στελάκη να ζητάει τα κλειδιά της. Έλα όμως που δεν έφυγε από τη θέση του ο κοντοπούτανος. Άσε που εκείνο το κρανγκ κρανγκ της είχε τσακίσει τα νεύρα. (σελ. 136-137)
Στις «τσαλακωμένες» ιστορίες του Σαμπάνη οι ήρωες απέχουν πολύ από τον άψογο καθωσπρεπισμό, είναι πιο οικείες στα πραγματικά μεγέθη της ζωής, σε μια λογοτεχνική γραφή που δεν φοβάται να μιλήσει κατευθείαν στο θυμικό του αναγνώστη, μακριά από τη λογική μιας ευπρέπειας, που προσέχει πολύ το περιτύλιγμα αγνοώντας το βαθύ υπόστρωμα. Οι ιστορίες εδώ έχουν τσαλακωμένο τον γιακά τους και δεν σκοτίζονται και πολύ για τις σταγόνες αίματος που τον λεκιάζουν. Αυτή είναι και η ιδιαίτερη αξία τους. Από τις ΑΩ εκδόσεις με περισσή όπως πάντα φροντίδα αισθητικής και περιεχομένου.

[1] Ρέα Γαλανάκη, «Βασιλεύς ή στρατιώτης»; (Σκέψεις για τη μαστορική των κειμένων), κείμενο πρωτοδημοσιευμένο στο περιοδικό γραφή του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Λάρισας, Άνοιξη 1995, τ. 30, σελ. 5-10. Στον τόμο Ρέα Γαλανάκη, Βασιλεύς ή στρατιώτης – Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία, Άγρα 1997.