Άνθρωποι και τόποι
Από όλα τα κείμενα που προλογίζουν τα διηγήματα της Δέσποινας ξεχωρίζω ένα, αυτό που προλογίζει το διήγημα «Άντε να τα ενώσεις». Οι στίχοι της Γιλά Μοσσάεντ: Της εξορίας η γη/είναι ραγισμένο έδαφος./Μην το πατάς/μην πηδάς πάνω του/ψάξε μόνο τη μνήμη σου./Διαφορετικά γκρεμίζεται/και βυθίζεσαι.[1] Έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό το απόσπασμα, μεταφρασμένο από τα σουηδικά από τη Δέσποινα, γιατί η Μοσσάεντ δεν είναι Σουηδή, είναι Ιρανή και βρέθηκε στη Σουηδία ως πρόσφυγας η ίδια το 1986. Ξέρει, επομένως, πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάει. Θαρρώ πως αυτοί οι στίχοι θα μπορούσαν να προλογίζουν όλο το βιβλίο. Όχι τόσο γιατί μιλούν για το προφανές, τον ξεριζωμό, αλλά γιατί εστιάζουν στη σχέση του πλάνητα/ξεριζωμένου με τον ξένο τόπο, αυτόν που θα πρέπει να θεωρεί στο εξής νέα πατρίδα του. Τα 50 αφηγήματα της Δέσποινας ακριβώς σ’ αυτή τη θεματική ανήκουν. Αν και διαφέρουν μεταξύ τους στις προσωπικές ιστορίες που αφηγούνται, με τις δυσκολίες προσαρμογής, με την αναγκαστική εξοικείωση, με τις απώλειες αλλά και τους έρωτες των ηρώων τους, συναντώνται όλα σε έναν κοινό τόπο – πάλι ο όρος «τόπος» εδώ, λες και δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Όλα αφορούν τον τρόπο που ο άνθρωπος όχι μόνον ενσωματώνεται στον ξένο τόπο αλλά κυρίως στο πώς φέρει μέσα του σαν μια νέα πατρίδα το αρχικό ανοίκειο περιβάλλον. Κι αν μπερδεύονται στη συνείδησή του οι τόποι είναι γιατί ισχύει αυτό που λέει ένας από τους ήρωες (στο διήγημα «Πήραν μαζί τους και τη γάτα»): Τελικά, άνω κάτω ο τόπος μέσα μας, φράση από την οποία πήρε τον τίτλο και ολόκληρη η συλλογή.
Πώς μετριέται, λοιπόν, ο τόπος; Πώς εξοικειώνεσαι μαζί του, αν φυσικά γίνει κατορθωτό; Και πώς τον κουβαλάς πλέον μέσα σου; Εδώ, έρχεται αρωγός η ποίηση της Δέσποινας· κυρίως έτσι την γνωρίζουμε. Στην πρόσφατη ποιητική της συλλογή «Λιγοστεύουν οι λέξεις», με παρόμοια θεματική με τα πεζά της, συνδέει ευφυώς τον ξεριζωμό ως έννοια και ως εικόνα με τα δέντρα. Απέναντι στον πλάνητα κατατρεγμένο κι αποδιωγμένο από τον τόπο του βάζει αντίβαρο τις πλέον γερές ρίζες, τις βαθιές των δέντρων. Θα εξομοιώσει τους ανθρώπους με τους τόπους για να πει πως έναν κοινό ξεριζωμό κραυγάζουν, απελπισμένοι φυγάδες, οι άνθρωποι, η φύση, τα πράγματα, οι έννοιες που όλα αυτά τα συγκροτούν και τα ενώνουν σε μιαν αδιάσπαστη συνέχεια. Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας/Πρόσφυγες οι γονείς/μετανάστες εσωτερικοί μετά/άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες/Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς/ας ριζώθηκαν στο έρμα μας πατρίδες/Και τώρα των παιδιών μας η σειρά/ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται/Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας [2]
Έτσι τα δέντρα μπορεί να είναι αυτά που δεν έφυγαν, δεν ξεριζώθηκαν από τους ερημωμένους πια τόπους, κι έμειναν εκεί σημάδια τραγικά να βιώνουν την απουσία των ανθρώπων προλέγοντας το τέλος τους. Παράλληλα, όμως, οι άνθρωποι/φυγάδες από τον τόπο τους ενσωμάτωσαν στη φυγή τους ό,τι πιο στέρεο και διαρκές είχαν να τους θυμίζει την πατρίδα – γίναν οι ίδιοι τα δέντρα με τις βαθιές ρίζες, νοητές και μέσω μνήμης να τους κρατούν γερά δεμένους με τον τόπο που άφησαν πίσω τους. Πώς γίνεται, λοιπόν, να μην είναι οι τόποι μέσα μας; Τα πρόσωπα «συνομιλούν» στο πεδίο της αναζήτησης του τόπου για να σταθούν. Δεμένοι με το πριν – στερεωμένοι στο τώρα. Ο Τόπος είναι ο χώρος αλλά και η θέση μας σ’ αυτόν ή ως προς αυτόν. Γιατί ο Τόπος βρίσκεται μέσα μας, στον τρόπο που μας επηρεάζουν πράγματα και πρόσωπα, στη διάθεσή μας να τον βιώσουμε, ακόμα κι αν είναι να τον ξεπεράσουμε. Οι ήρωες των ιστοριών κάνουν κινήσεις απεγκλωβισμού από τους τόπους ή εισχώρησης συνειδητής σ’ αυτούς. Σωτήρια η μνήμη. Προσφέρει το απαραίτητο «όχημα», προκειμένου να προσδιοριστεί καθαρά η ταυτότητα; Όταν ο τόπος είναι πλέον μακριά, η μνήμη προκαλεί μια ανασύνθεσή του;
[…] Αυτά που έβλεπε απείχαν από τον τόπο του, τον τόπο της μνήμης. Απομυθοποιούσαν τις υπέροχες νοσταλγικές εικόνες της φαντασίας. Μήπως θα ήταν καλύτερα να μέναμε με τις εικόνες της φαντασίας; Τον κυρίευσε θλίψη. Όμως οι εικόνες ήταν εκεί μέσα του αναλλοίωτες, σκέφτηκε στην προσπάθειά του να μην τον πάρει από κάτω. Από την άλλη ο τόπος μπροστά του, στην πραγματική του διάσταση του παρόντος. Ίσως έτσι θα ήταν πιο εύκολο να έβρισκε ισορροπία και γαλήνη μέσα του, αναλογίστηκε χωρίς να το πιστεύει. Κομμάτια και θρύψαλα. Άντε να τα ενώσεις. Άντε να ράψεις τα κομμάτια σου σε ένα κορδόνι, να ξετυλίξεις το κουβάρι μέσα σου και να υφάνεις την κουρελού της ζωής σου. Όπως έραβε η μάνα με το βελόνι τα κουρέλια, τα τύλιγε σε κουβάρι και τα ξετύλιγε στη συνέχεια, για να υφάνει την κουρελού, να τη στρώσει, να ζεστάνει το σπίτι, τις ψυχές τους. («Άντε να τα ενώσεις», σελ. 106-107)
Και η λογοτεχνία; Η γραφή; Ποια θέση έχει σε όλη αυτή τη διαδρομή; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δείχνει και τον λόγο που η Δέσποινα γράφει – είτε ποιητικά είτε, εν προκειμένω, πεζά. Θέλει να διασώσει μέσω της γλώσσας τους τόπους και τους ανθρώπους που ταυτίστηκαν μαζί τους. Με προσωπικά βιώματα η ίδια, δεν μπορεί παρά να θεωρήσει χρέος της να μιλήσει για την ιδιόμορφη αυτή σχέση. Για τη δυσκολία της προσαρμογής, για την εξοικείωση, για τη νοσταλγία όχι μόνο γιατην πατρίδα αλλά και για τη νέα πατρίδα, όταν απομακρύνεται κάποιος απ’ αυτή επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη· μην μας παραξενεύει κάτι τέτοιο, γιατί οι τόποι πλέον διεκδικούν ο καθένας το μερίδιό του από μνήμες, εμπειρίες, βιώματα, χαρές και λύπες.
Κι αν πει κανείς πως η αξία των αφηγήσεων αυτών είναι μεγάλη, είναι γιατί επιλέγοντας η Δέσποινα τη ρεαλιστική γραφή κατορθώνει ο αναγνώστης να εισχωρεί και αυτός σε οικείο τόπο. Η γλώσσα μάλιστα που επιλέγει παρακολουθεί τους ήρωες καθώς μιλούν χρησιμοποιώντας τις ντοπιολαλιές τους και αναμειγνύοντας τούρκικες λέξεις ή σλαβομακεδονικές ή ποντιακές, κατά περίσταση. Και η ποιητική φλέβα; Μόνο σε δύο διηγήματα, το πρώτο («Κι έγινε δέντρο που μιλούσε στη σιωπή») και στο τελευταίο της συλλογής («Το Βιβλιόδεντρο») η γραφή είναι ποιητική υπενθυμίζοντας πως είναι ασαφή και αδιόρατα τα όρια ανάμεσα στις μορφές του λόγου – πόσο μάλλον όταν ισχύει και η άλλη αλήθεια, δηλαδή ότι ο ποιητής ό,τι και να γράψει θα αγγίζει τον ποιητικό τρόπο. Καθόλου τυχαίο και το γεγονός ότι τα διηγήματα προλογίζονται με αποσπάσματα, τα περισσότερα των οποίων είναι από ποιήματα – οι πεζές αφηγήσεις έχουν την αρχή τους, την αφορμή τους στην ποίηση. Ίσως για να βρουν τον σωστό βηματισμό τους.
[1] Γιλά Μοσσάεντ, Δέρμα από πεταλούδες, μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Intellectum 2018
[2] Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ξεριζωμένα δέντρα, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι 2017