«Το βιβλίο μου είναι ένας πίνακας ζωγραφικής» έγραφε ο Προυστ στον Ζαν Κοκτό. Σήμερα οι μελετητές λένε πως το ‘Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο’ δεν είναι απλώς λογοτεχνία αλλά και δοκίμιο αισθητικής και φιλοσοφία και ψυχολογία και ό,τι μπορεί να πει κανείς, αφού μιλάει για όλα. Και πώς μιλάει! Να! Κάπως σαν αυτό… ευχάριστα αποσπάσματα ζωής. Εικόνες από πίνακες, κινηματογραφικές ταινίες, θέατρα, βιβλία. (σ. 61)
Το βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ πράγματι θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω από ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα, πολύ πιο κοντά σε μια επιλογή διακριτών αποσπασμάτων ζωής, που έτσι όπως παρατίθενται με πλούσιο (προσωπικό ως το μεδούλι) σχολιασμό, προκαλούν την αναγνωστική πρόσληψη με μια απρόσμενη οικειότητα. Η ίδια στην εισαγωγή του βιβλίου προτιμά την αναφορά στον χρόνο που υπακούει σε ένα συνεχές φλας μπακ και φέρνει στο παρόν ό,τι ανήκει στο παρελθόν. Ωστόσο, στο αφήγημά της αντλείται υλικό από το σύμπαν των προσωπικών της μύθων, που τώρα (αναπόφευκτα)μέσα από τη νέα τους επεξεργασία αποδεικνύουν την αντοχή τους και αναδεικνύουν τη διαχρονική τους καθοριστική επιρροή στη διαμόρφωση μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας ζωής. Κάλλιστα, επομένως, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια προσωπική μυθολογία.
Διατρέχοντας όλα τα χρόνια, από την παιδική ηλικία, την εφηβική και φθάνοντας ως το σήμερα της ωριμότητας, καταργεί την ευθύγραμμη χρονική ακολουθία, εμπιστευόμενη τη σχεδόν αυτόματη λειτουργία των συνειρμών, έτσι όπως κάνουν τις δικές τους –αυθαίρετες και ανεξάρτητες της λογικής συνέχειας– συνδέσεις, προκειμένου να συντεθεί το παζλ της ζωής· τα κομμάτια που το αποτελούν συναρμολογούνται προσεκτικά για να δώσουν το τελικό αποτέλεσμα, την ενιαία εικόνα.
Επομένως ισχύει αυτό που λέει ο Γιώργος Βέης ότι «Η ανάμνηση είναι η επιστροφή στην πατρίδα των συγκινήσεων. Δεν αποκλείεται έτσι να ξαναζήσει κανείς, σαν σε όνειρο, την ανάκτηση του χρόνου του». Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο δηλαδή, τον κερδίζω! (σ. 59)
Κάτω από αυτή τη λογική, βεβαίως, δεν μπορεί καθόλου να θεωρηθεί χαμένος ο παρελθών χρόνος, ίσα – ίσα, έτσι που επανέρχεται, αποκτά ακριβώς την έννοια του βιωμένου χρόνου. Και, ίσως, μόνον με αυτή τη μορφή αξίζει η επιστροφή στα περασμένα διαστήματά του, ως αναθεώρηση, επανεκτίμηση, μια νέα οπτική ώριμη πλέον και ακριβοδίκαιη.
Η πολυμάθεια και ευρυμάθεια της Δανιήλ αποδεικνύεται περίτρανα, καθώς η μνήμη επιλέγει τους γνωστικούς σταθμούς που τη διαμόρφωσαν ως σήμερα. Θα δέσουν μεταξύ τους ποικίλες αναφορές σε διαβάσματα και σε θεάματα, στις σπουδές (σχολικές και πανεπιστημιακές), στην πολύτιμη, διαρκώς ανανεούμενη αυτομόρφωση. Θα βρει τους εκλεκτούς συνοδοιπόρους της σκέψης της, σε ένα διαρκή διάλογο με ομοϊδεάτες ή διανοητές με κοινά ενδιαφέροντα. Μια συνεχής αναζήτηση των φωτεινών φάρων στο ταξίδι της ζωής της, που μπορεί να είναι σπουδαίοι άνθρωποι του πνεύματος αλλά και πρόσωπα του οικογενειακού ή φιλικού της περιβάλλοντος. Η τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της, η φιλοσοφία, η φιλολογία, αλλά και η ζώσα πραγματικότητα, όπως αποκρυσταλλώθηκε σε βιώματα ισχυρά – όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την προσωπικότητα της Δανιήλ, καταγράφονται με αξιοθαύμαστη ταχύτητα και με εντυπωσιακή πληρότητα νοήματος. Ταυτόχρονα, η καταβύθιση στο παρελθόν δεν είναι φορτισμένη συγκινησιακά διατηρώντας μια (όσο γίνεται προκειμένου για προσωπικές αναφορές) ψύχραιμη εν πολλοίς στάση, εν είδει ώριμης αποτίμησης γεγονότων που τερματίζουν στο νήμα στα σωστά τους πλέον μεγέθη. Το αφήγημα της Δανιήλ θα μπορούσε να αποτελεί δείγμα αυτοβιογραφικής κατάθεσης που γνωρίζει τα όρια ανάμεσα αφενός στη συναισθηματική βίωση των γεγονότων και αφετέρου στην κοινοποίησήτους στην αναγνωστική πρόσληψη. Οι προσωπικοί μύθοι κατασταλάζουν ανασυρμένοι από τη μνήμη στην επιφάνεια της συνείδησης αποκτώντας πλέον σαφές περίβλημα, ικανοί να μοιραστούν την εμπειρία τους με τους άλλους.
Τα κομμάτια του παζλ, όπως αναζητούν την ιδανική τους συναρμολόγηση, εκτεθειμένα στο τραπέζι της γραφής, δημιουργούν αρχικά μια συγκεχυμένη εικόνα.
Ένα ποίημα του Μαλαρμέ που γίνεται μουσική σύνθεση από τον Ντεμπισί και μπαλέτο που χορεύει ο Νιζίνσκι και μετά ποίηση από τον Σεφέρη. (σ. 15)
Ο αναγνώστης, που είναι φύσει και θέσει έξω από τους συνειρμούς της Δανιήλ, αρχίζει να συνθέτει την προσωπική του εικόνα, ικανή να λειτουργήσει στη βάση των δικών του βιωμάτων, στην εύρεση των κοινών τόπων με όσα διαβάζει, αποκτώντας έτσι την ιδιωτική του πρόσβαση στον εκ των πραγμάτων ξένο κόσμο των συγγραφικών αναμνήσεων. Θα πρέπει να εκληφθεί αυτή η ιδιόμορφη συνθήκη ως ευκταία συμπόρευση αναγνώστη και συγγραφέα – δεν συναντάται συχνά, γι’ αυτό και η μνεία εδώ. Αν κατορθώνει ένα προσωπικό βίωμα (αλλότριο από τη φύση του αλλά και από τις διαφορετικές συνθήκες βίωσης για τον αναγνώστη) να συγκινήσει και να φέρει ακόμα στην επιφάνεια της συνείδησης παράλληλες εικόνες, τότε η γραφή έχει επιτύχει έναν από τους σκοπούς της, τη μέθεξη ανάμεσα στον προσωπικό βίο του αποδέκτη και τον κόσμο των ιδεών που καταγράφονται στο βιβλίο. Καταθέτω ότι βρήκα σε πολλά σημεία τον εαυτό μου στις αναφορές της στα βιώματα που της άφησε η διδασκαλία στα σχολεία, αλλά και σε διαβάσματα, ακούσματα και θεάματα που είχαμε κοινά ως στοιχεία πρόσληψης, ως συγκινησιακή φόρτιση που όπως βλέπω συνταιριάζει με τη δική της, και ως σχολιασμό.
Οι «Ονειροπόλοι» του Μπερτολούτσι. Η ταινία ήταν ύμνος στην ομορφιά, στη νιότη, στο καλό παλιό σινεμά, στην επίφαση και την κρυμμένη υστεροβουλία, στην εκ του ασφαλούς επαναστατικότητα, στον φασισμό της εξουσίας, αλλά στο τέλος «Vive la France». Η Γαλλία βγαίνει από τον ναρκισσισμό της. (σ. 266)
Το βιβλίο προλογίζεται από τον Γιώργο Βέη, που εύστοχα υπογραμμίζει την αξία των αφηγημάτων του βιβλίου, εφόσον επιτυγχάνουν την επαφή με το συλλογικό ασύνειδο γεννώντας τις πολύτιμες αντιστοιχίες. Έτσι, η «ευρύχωρη Κατοικία των ιδεών», όπως ο έμπειρος μελετητής ονομάζει το τοπίο που η Ανθούλα Δανιήλ μοιράζεται μαζί μας στο βιβλίο της, είναι ανοιχτή για την αναγνωστική εμπειρία και (μακάρι) τη συμπόρευση.
Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα/αφήγημα/Ανθούλα Δανιήλ/εκδόσεις Βακχικόν