Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Εύα M. Μαθιουδάκη

Ο τόπος και ο χρόνος είναι οι δυο καθοριστικές συντεταγμένες της μυθιστορίας. Καθορίζουν τις επιλογές των ηρώων μας, τη δράση αλλά και την αισθητική τους.

Ο τόπος σπάνια είναι ανεξάρτητος από τον χρόνο και τα ιστορικά γεγονότα. Κι άλλοτε τον επινοούμε κι άλλοτε ανασκαλεύοντας στα ξέφτια της μνήμης μας προσπαθούμε να τον αποτυπώσουμε. Οτόπος που μπορεί να είναι οποιοδήποτε γεωγραφικό στοιχείο, αλλά και μια γειτονιά, κι ένα σπίτι σε κήπο περίκλειστο.

Προσωπικά απολαμβάνω τον τρόπο που ο Στρατής Τσίρκας παρουσιάζει τους διάφορους τόπους άλλοτε με λεπτομερείς περιγραφές και άλλοτε μέσα από τους υπαινικτικές λεπτομέρειες, όπως το κάθυγρο κορμί της παραδεισένιας Έμμη Μπόμπρετσμπεργκ, στην Ιερουσαλήμ στις Ακυβέρνητες Πολιτείες ή όπως την ελαφράδα ενός χειμωνιάτικου αθηναϊκού πρωινού στην Χαμένη Άνοιξη.

Το διήγημα «Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε» που επέλεξα να σας παρουσιάσω, συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Μικρά Πείσματα» που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις το Ροδακιό, τον Απρίλιο του 2017 και περιλαμβάνει 57 πολύ μικρά ή και μεγαλύτερα διηγήματα.

Ο Βοτανικός, ο τόπος που κατοικεί από παιδί η Κική, είναι το σκηνικό της αφήγησης, αλλά στοιχειώνει ταυτόχρονα την ίδια την Κική που, συμπλέοντας με τις κοινωνικές ανατροπές ταυτίζεται σχεδόν με αυτόν, γίνεται η ίδια ο τόπος.

Η Κική γερνάει μαζί με τα κτίρια του Βοτανικού που μπορεί να ξεφτίζουν ή να καταρρέουν, διατηρεί όμως ακόμη την ανοικτή φτερούγα, την ελαφράδα ενός αετώματος, ενός ακροκεράμου.

Στην κριτική του για την συλλογή που δημοσίευσε ο Θανάσης Νιάρχος στην εφημερίδα Τα Νέα, την 1η Σεπτεμβρίου 2017 αναφέρει,ότι οι τόποι συμμετέχουν στη διαμόρφωση των κειμένων «…Με αποτέλεσμα είτε πρόκειται για την οδό Πειραιώς, την οδό Σταδίου και τη Στοά Αρσακείου είτε για το Ζεφύρι, τη Χρυσοπηγή (της Σίφνου), τη Χαλκίδα και το Αμφιαράειο, είτε τέλος για τη λέξη «Βασανίζομαι» σ’ έναν λευκό τοίχο είτε για το χαρτί με σημειωμένο πάνω του με κόκκινο μαρκαδόρο «Διακοπές ο κουλουράς», το κολλημένο σε μια κολόνα, να μην έχεις να κάνεις με «τόπους», με αφηρημένες έννοιες ή με συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά με μια καθημερινότητα που, αν και τροφοδοτημένη με διαφορετικά υλικά, μόνον έτσι αποκτά τον χαρακτήρα ενός «σήματος».

ΞΥΠΝΑ, ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ, ΚΙ ΑΚΟΥΣΕ

Ἡ Κικὴ δὲν εἶχε παντρευτεῖ ποτέ. Δὲν εἶχε παντρευτεῖ, δὲν εἶχε ἀρραβωνιαστεῖ, δὲν εἶχε χηρέψει. Τὸ δίπατο σπίτι ποὺ τῆς ἀφῆκαν οἱ γονεῖς της, μαραζωμένο καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὰ χρόνια, ἔτριζε καὶ βογκοῦσε. Μεντεσέδες, πόρτες, σοβάδες, ὅλα ζητούσανε τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα. Σαπίζανε, ὅπως γινότανε ἐξάλλου σ’ ὅλα τὰ σπίτια τοῦ πολύβουου ἄλλοτε δρόμου.
Εἶχε ἀρχίσει νὰ τὸ σκέφτεται ἀπὸ καιρό, θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ πουλήσει καὶ νὰ μεταφερθεῖ σὲ διαμερισματάκι πιὸ κεντρικό, νά ‘χει τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴ σιγουριά της. Ἀλλὰ ποῦ θὰ πήγαινε ὅλη ἡ παλιατσαρία; Τὸ «Πωλεῖται» εἶχε πιὰ ξεθωριάσει. «Δὲν πωλεῖται τίποτα, κυρία, στὴ γειτονιά –διατηρητέα ὅλα–, θὰ τὰ ἀφήσουν νὰ γκρεμιστοῦν γιὰ νὰ τὰ πάρουν οἱ ἐπιτήδειοι γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί», τῆς λέγανε οἱ μεσίτες καὶ τὴν κοιτοῦσαν μὲ ἐκεῖνο τὸ μάτι τοῦ νεκροθάφτη ποὺ σοῦ ἔχει πάρει κιόλας τὰ μέτρα. Τὸ ἀποφάσισε λοιπόν, ἐκεῖ θὰ τὰ ἄφηνε τὰ κόκαλά της καὶ ἂς τὴ βρίσκανε σφαγμένη μιὰ νύχτα τοῦ χειμώνα.
Τὸ ὅτι μιὰ μέρα στὸ πίσω ἀποθηκάκι τοῦ κήπου βρῆκε ὄρθιο ἕναν Ρουμάνο νὰ ζώνεται τὸ πουκάμισό του ἦταν κάτι ποὺ τὸ περίμενε ἀπὸ καιρό, ποὺ δὲν τὴν ἔσκιαξε. Τρεῖς μέρες εἶχε νὰ κατέβει στὴν αὐλὴ καὶ αὐτὸς ὁ ἄτιμος εἶχε προλάβει καὶ εἶχε ἐγκατασταθεῖ γιὰ τὰ καλά. Στρῶμα, γκαζάκι καὶ δυὸ καρφιὰ στὸν τοῖχο. «Κυρία, ἐγκὼ νόμιζα σπίτι ἄντειο –δὲν ἤξερε–, θὰ φύγω.»
Μεσήλικας φαινόταν, ὅπως καὶ ἐκείνη, ροδοκόκκινος καὶ χειροδύναμος, μὲ δυὸ μεγάλα μπλὲ μάτια.
Τό ‘ξερε ὅτι ἀργὰ ἢ γρήγορα αὐτὸ θὰ συνέβαινε, δὲ θὰ τὸ γλίτωνε. Σ’ ὅλη τὴ γειτονιὰ ξεφύτρωναν μέσα ἀπὸ σχισμένα δίκτυα καὶ παραβιασμένες πόρτες φαμίλιες ὁλόκληρες – δὲν τοὺς χωροῦσε πιὰ ὁ τόπος. Καὶ νά τώρα ποὺ ὁ δικός της καινούριος ἔνοικος εἶχε κατεβάσει τὰ μάτια καὶ ἔκανε δῆθεν ὅτι μάζευε τὴν κουβέρτα ἀπὸ τὸ στρῶμα. «Δουλειὲς ξέρεις νὰ κάνεις;» «Ἀπὸ ὅλα, κυρία.» «Τότε κάτσε καὶ μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα θὰ δουλεύεις γιὰ μένα. Ἀρχίζεις ἀπὸ αὔριο.»
Τοῦ γύρισε τὴν πλάτη καὶ βγῆκε. Δὲν ἔφυγε ὅμως τρομαγμένη. Πότισε δυὸ-τρεῖς γλάστρες, μάζεψε κάτι σπασμένα κλαδιὰ καὶ μπῆκε. Τί νὰ κάνει τώρα; Τί νὰ διπλοκλειδώσει; Κάθε βράδυ κλείδωνε, ἀλλὰ τὸ ἤξερε ὅτι ὅλα ὅπως ἔκλειναν ἄνοιγαν. Τὴν ἔλουσε κρύος ἱδρώτας. Τί εἶχε κάνει; Καὶ ἂν μπεῖ τὴ νύχτα ποιὸς θὰ τὴν ἀκούσει; Καὶ ἄν, πάλι, τὸν ἔδιωχνε, τὸ ἴδιο καὶ χειρότερο.
Μπῆκε στὸ μπάνιο, κλείδωσε τὴν πόρτα. Ἔβγαλε τὴ ρόμπα καὶ ἔβαλε τὸ σεμιζιὲ μὲ τὰ λευκὰ πουά. Χτένισε τὸ μαλλὶ καὶ σὲ λίγα λεπτὰ ἦταν πάλι λίγο πιὸ κάτω στὴ γειτονικὴ ἐκκλησία. Μπῆκε καὶ κάθισε. Οὔτε κερὶ ἄναψε οὔτε τίποτα. Ἄνθρωποι εἶναι μὲ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά τους, σκέφτηκε. «Παναγία μου, σῶσε με», αὐτὸ πιὸ δυνατά, ἴσως νὰ εἶχε ἀκουσθεῖ κιόλας. Δὲν ἦταν θρήσκα ποτέ της ἡ Κική. Μόνο μετὰ τὴν ἐρήμωση τῆς γειτονιᾶς ἄρχισε νὰ πηγαίνει στὴν Ἁγία Μαρκέλλα, ἔτσι, σὰν μιὰ σταθερὰ στὸν κόσμο τῆς μάνας της καὶ τοῦ πατέρα της ποὺ δὲν ὑπῆρχαν πιά. Εἶχε ξεπέσει καὶ ἡ Ἁγία Μαρκέλλα μαζί της. Τώρα, τὰ τελευταῖα χρόνια, εἶχε ἀρχίσει νὰ παίρνει τὰ πάνω του καὶ νὰ μαζεύει κόσμο ὁ νεοφερμένος παπάς. Εἶχαν ἀρχίσει νά ‘ρχονται καὶ διάφοροι μεγαλοπιασμένοι, ὄχι, ὄχι οἱ δικοί της, οἱ φουκαράδες τῆς γειτονιᾶς της. Σὰν ἐπιχειρηματίες τῆς φαινόντουσαν, σὰν καθηγητάδες, σὰν τραγουδιστές, σὰν κάπου νὰ τοὺς εἶχε ξαναδεῖ. Ἠθοποιοὶ ποὺ τό ‘χαν ρίξει στὴ θρησκεία μὴν μπορώντας νὰ φέρουν βόλτα τὸ σβησμένο φῶς τῆς ράμπας καὶ τῆς ψυχῆς τους. Τοὺς ἔκανε χάζι, ἔρχονταν στὸν ἑσπερινὸ λὲς καὶ ἔκαναν τίποτα τὸ σπουδαῖο, δημιουργώντας ἕνα δράμα μιᾶς δῆθεν μετάνοιας γύρω τους καὶ σέρνοντας παιδαρέλια καὶ κατακτήσεις. Τοὺς κοιτοῦσε, ἀλλὰ πιὸ πολὺ τὴν κοιτοῦσαν σὰν νὰ ἦταν αὐτὴ τὸ κόνισμα, σὰν τὸ γεράνι στὴν αὐλὴ καὶ τὸ κόκκινο καμπαναριό. Τό ‘ξερε πιὰ ἡ Κικὴ καὶ ὁ ἔρωτας ταξικός, ὅσο γιὰ τὴ θρησκεία, τοὺς ἔβλεπε ἀπὸ καιρὸ τώρα τοὺς τεμενάδες τῶν παππάδων, λὲς καὶ οἱ ψυχὲς χωροῦν στὸ ζύγι. Χίλιες φορὲς καλύτερος ὁ Ρουμάνος της, ναί, καλύτερος χίλιες φορές!
Ὅταν πιὰ ἐπέστρεψε εἶχε ἤδη σκοτεινιάσει. Ἔβαλε τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα καὶ πῆγε στὴν κουζίνα νὰ ζεστάνει τὸ χθεσινὸ τραχανά. Τὸν ἀραίωσε μὲ λίγο νερὸ γιατὶ εἶχε παραπήξει. Μέσα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τῆς κουζίνας διέκρινε τὸ μικρούτσικο φῶς στὸ ἀποθηκάκι. Ἄραγε ἔφαγε τίποτα αὐτὸς ὁ χριστιανός; ἀναρωτήθηκε. Ἔβαλε μπρὸς τὴν τηλεόραση καὶ μὲ τὰ φῶτα ἀνοιχτὰ ἀποκοιμήθηκε.
Τὴν ἑπομένη ἦταν Κυριακή, ἡ μέρα ποὺ εἶχαν κανονίσει νὰ δουλεύει γιὰ ἐκείνην. Ἔφτιαξε δυὸ καφέδες τούρκικους, δυὸ γλυκεῖς βραστούς, καὶ τοὺς ἔβαλε σὲ μεγάλες κοῦπες. Ἔπιασε πέντε-ἕξι μουστοκούλουρα ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ παίρνοντας τὸ δίσκο βγῆκε στὴν πίσω αὐλή. Τὸν βρῆκε νὰ περιμένει ὄρθιος ἔξω ἀπὸ τὸ καμαράκι φορώντας μιὰ μπλὲ στολὴ μπογιατζή. Ἄφησε τοὺς καφέδες πάνω στὸν τοῖχο τοῦ φράχτη καὶ μὲ μιὰ ἀσυνήθιστη γιὰ αὐτὴν οἰκειότητα τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ λὲς νὰ ξεκινήσουμε;»
Ἀργότερα, ὅταν εἶχε ἀρχίσει νὰ κλαδεύει τὴ γλυσίνα καὶ νὰ μαζεύει τὰ χόρτα καὶ τὰ ξύλα, ρώτησε γιὰ τὸ ὄνομά του, γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Στέφαν τὸν λέγανε, Στέφανο. Γιὰ οἰκογένεια δὲν ξεκαθάρισε, «Παπποὺς εἶμαι», τῆς εἶπε γελώντας, ἀλλὰ δὲν τὸ ξεκαθάρισε: λόγω ἡλικίας ἢ καὶ στὴν πραγματικότητα; Πῆρε ἡ πίσω αὐλὴ καὶ καθάρισε. «Τὴν ἄλλη Κυριακὴ θὰ ἀρχίσω τὰ κάγκελα», τῆς εἶπε. Εἶχε πεταχτεῖ στὸ περίπτερο καὶ τοῦ ‘χε ἀγοράσει μιὰ μπίρα καὶ ἕνα σάντουιτς σὲ σελοφάν. Δὲν εἶχε μαγειρέψει καὶ οὔτε εἶχε ἀποφασίσει ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν ταΐζει. Δὲν ἤξερε πόσο ἀέρα νὰ δώσει σ’ αὐτὸ τὸν ὄμορφο ἄνδρα.
Ἀλλὰ δὲν ἄργησε. Μέχρι τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ τοῦ εἶχε πάει δυὸ σεντόνια παλιὰ τῆς μάνας της, πετσέτες καὶ δυὸ φορὲς φαΐ. Γιὰ ροῦχα δὲν εἶπε νὰ τοῦ πλύνει. Θὰ μπαίνανε σὲ λεπτομέρειες ποὺ δὲν τὶς ἤθελε. Ἂς βολευτεῖ ὅπως βολευόταν ἢ καὶ μὲ τὸ laundry τῆς πλατείας πιὸ κάτω.
Καὶ λίγες μέρες μετὰ ἦταν ποὺ συνέβη τὸ τυχαῖο. Χτύπησε τὴν πόρτα τῆς κουζίνας της καὶ ἦταν πρωί, πολὺ πρωί, καὶ ἔβρεχε. «Ἔ, κυρά, ὄχι μεροκάματο σήμερα, μᾶς διώξανε, ἔχεις πράμα νὰ σοῦ κάνω;»
Καὶ δὲν ἦταν ἡ ἀλλαγὴ τοῦ προγράμματος ποὺ τὴν τρόμαξε ἀλλὰ ἡ ρόμπα ἡ μισάνοιχτη καὶ τὸ κομπινεζὸν ποὺ πρόβαλε στὸ παραθύρι. Ὡραῖο τὸ ντεκολτέ, ὡραῖα καὶ τὰ λευκὰ τὰ λαιμὰ καὶ τὸ στῆθος της, ρόδινα. Τὰ ἔνιωσε τὰ μάτια του καὶ κοκκίνισε ὁλόκληρη καὶ ἔγινε ἡ κοιλιά της κόμπος ἀπὸ τὸ σφίξιμο – γροθιὰ κάτω ἀπὸ τὸ στομάχι. Καὶ κάτι ψιθύρισε ὁ Στέφαν καὶ χρειάστηκε ὥρα πολλὴ μέχρι νὰ στρέψει τὰ μάτια του ἀλλοῦ.
Ὅταν σὲ λίγο μπῆκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ σπίτι της, ἀφοῦ διόρθωσε κάνα-δυὸ λάμπες καὶ ἔσφιξε τὴ βρύση τοῦ μπάνιου, καθίσανε καὶ κολατσίσανε μαζί. Δυὸ μπίρες, μιὰ ντομάτα, τυρὶ καὶ μιὰ κονσέρβα τόνο. Καὶ τότες τῆς τὰ μολόγησε ὅλα, παντρεμένος ἦταν καὶ ἡ κυρά του ἐδῶ ἐσωτερικὴ στὰ νότια προάστια νὰ ξεσκατίζει δυὸ γριὲς ἀδελφές. Τὸ μωροπαίδι τους τό ‘χαν ἀφήσει στὴ Ρουμανία ἀλλὰ ἡ μάνα του εἶχε βαρύνει καὶ γύρευε νὰ κατέβει. Μήπως θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κρατήσει κι αὐτό;
Τό ‘πε τὸ ναὶ ἡ Κική. Χῶρος ὑπῆρχε. «Φέρε το», τοῦ ‘πε, «θὰ σᾶς τὸ βαφτίσω ἐγώ». «Πῶς τὸν φωνάζετε;» «Δημήτρη», εἶπε, «μωρέ, τ’ ὄνομα τοῦ πατέρα μου!».
Ὅταν τὸ ἄλλο Σάββατο πήγανε μαζὶ μὲ τὸ Στέφανο νὰ προσκυνήσουνε, παραμονὴ τῆς γιορτῆς της, ἔπεσαν μπαίνοντας στὴ μαραμένη τὴν τραγουδίστρια ποὺ τινάζοντας τὸ μαλλὶ κάτι εἶπε γιὰ τὴ λοξὴ τὴν Κικὴ ποὺ βρῆκε καὶ γκόμενο. Ναί, λοξὴ τὴν εἶπε, γι’ αὐτὴν τό ‘λεγε, εἶχε χρόνια νὰ ἀκούσει τέτοια κουβέντα. Δὲν κρατήθηκε, τῆς τράβηξε τὸ μακρὺ μαλλὶ καὶ τῆς φώναξε στὰ μοῦτρα: «Ποιὰ εἶπες λοξή, κυρά μου;» Πῆρε ἡ ἄλλη τὰ μοῦτρα της καὶ τὸ νεανίζοντα συνοδὸ καὶ ἔφυγαν. Γυρνώντας μόνο ἀλαζονικὰ τὸ κεφάλι της φώναξε στὴν πόρτα: «Θὰ παρακούσατε, κυρία, ἐγὼ τέτοια κουβέντα δὲν εἶπα.»
Στὴν Ἁγία Μαρκέλλα τὴ Χιοπολίτιδα δὲν ξαναπάτησαν, κάποιος τῆς εἶπε ὅτι τοὺς ξανάδαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου, ἀλλὰ αὐτὴ ἐκεῖ δὲν πῆγε ποτέ της.
Ὁ Δημήτρης ὅμως ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ σπιτικό της καὶ στὴ ζωή της. Καὶ τὸν βάφτισε καὶ τὸν σπούδασε. Μόνο τὰ βράδια πίσω ἀπὸ τὰ κλειστὰ παντζούρια θυμόταν καμιὰ φορὰ ἐκεῖνο τὸ τραγούδι ποὺ εἶχε τραγουδήσει μὲ τὰ μάτια ὁ Στέφανος, μὲ τὰ μάτια πάνω στὰ βυζιά της, Ξύπνα, μικρό μου, κι ἄκουσε… Ἢ μήπως τῆς εἶχε φανεῖ, μήπως κι ἐδῶ εἶχε παρακούσει;

* Η Εύα M. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και στο Αμβούργο. Εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Τον Δεκέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη της νουβέλα Αυτός ο ένας, ο Αρίστος από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη, τον Απρίλιο του 2017 η συλλογή διηγημάτων Μικρά Πείσματα, από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό και τον Μάιο 2019 το μυθιστόρημα ο Φταίχτης που έγραψε από κοινού με τον Κωστή Σχιζάκη και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Χριστοδούλου