Είναι γενικά παρήγορο να βλέπουμε νέους ανθρώπους να στρέφονται στην ποίηση, προσπαθώντας να υπηρετήσουν την τέχνη με τη δική τους δική τους γλώσσα και θέτοντας στο επίκεντρο τα δικά τους βιώματα. Και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη γλώσσα με την οποία προσπαθούν να οικοδομήσουν μία νέα ποιητική πρόταση και την ιδεολογία που κρύβεται πίσω από την καλλιτεχνική τους αυτή παρέμβαση.
Αφορμή για τα παραπάνω στάθηκε η νέα ποιητική συλλογή της Στέλλας Λουίζας Κατσάμπη, «500 mg Ωκυτοκίνης» (Απόπειρα, 2020). Πρόθεση της ποιήτριας είναι να μιλήσει με μία νέα γλώσσα, αντιποιητική και ελεύθερη, για τη γυναίκα∙ να συνθέσει με την ωμή και κυνική νεανική προσέγγιση.
Η Κατσάμπη με υλικό μία γλώσσα ωμή και ελευθεριάζουσα χτίζει μια έμφυλη ποιητική. Είναι η νέα θηλυκή οπτική για τις σχέσεις και τη ζωή των ανθρώπων. Αθυρόστομη με νεονατουραλιστικά χαρακτηριστικά, το ποιητικό σύμπαν της Κατσάμπη μοιάζει με μια ζωή που κυνηγά διαρκώς την ευτυχία στον έρωτα υπηρετώντας τα πρότυπα για τη νέα γυναίκα, αλλά κατά βάση μια ζωή μοναχική. Η γλώσσα της δεν προσπαθεί απλώς να ξεχωρίσει με την ελευθερία που προάγει. Φέρνει στην επιφάνεια μία υπόγεια νεανική διάλεκτο με ένα νεονατουραλιστικό ύφος, που εκφράζει μία άλλη πραγματικότητα. Μολονότι προκαλεί συχνά, αποκαλύπτει την απογοήτευση των νέων απέναντι στην ιδεολογική ηγεμονία των σχέσεων και των φύλων.
Η αντιποιητική γλώσσα της Κατσάμπη προβάλλει τους σύγχρονους έμφυλους προβληματισμούς και τα νεανικά αδιέξοδα. Τα όνειρα των νέων γυναικών έπαψαν να αφορούν καριέρα. Διπολικά αποζητούν να απομακρυνθούν από τον παραδοσιακό ρόλο της μάνας τον οποίο όμως συμπονούν και πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Είναι η εσωτερική σύγκρουση της νεαρής γυναίκας μεταξύ της παραδοσιακής θέσης της γυναίκας και της ξέφρενης διασκέδασης και του εφήμερου έρωτα (φοβάμαι). Η επιθετική γλώσσα υποκρύπτει έναν υπαρξιακό προβληματισμό που συνδέεται με τη σεξουαλική ελευθερία και την έμφυλη ερωτική απογοήτευση (μάχιμη, τριάντα μέρες στο καθαρτήριο, ακριβό χαβιάρι, πάντα με καθαρό βρακί). Είναι η ανάγκη των νέων να απολαύσουν τη ζωή στο έπακρο (δεν είμαι εικοσιτριών) με τάσεις βουλημίας για να πλησιάσουν κάποιο πρότυπο ομορφιάς (μητρικό γάλα, δύο δάχτυλα ραμμένα μαζί) και σχέσεις καταστροφικές, ακόμα και αν αυτή η ζωή τους απογοητεύει. Η γυναίκα εμφανίζεται ως έρμαιο υποταγής και έμφυλης βίας (μητρικό γάλα, δύο δάχτυλα ραμμένα μαζί, πεινάω, φοβάμαι), θύμα της μόδας (μητρικό γάλα, δύο δάχτυλα ραμμένα μαζί) σε ένα σώμα φθαρτό και βασανισμένο (αυτοτραυματισμοί). Η ποιήτρια δεν υιοθετεί τον μεταμοντέρνο στοχαστικό τρόπο, αλλά προβληματίζεται πάνω στη σεξουαλική ελευθερία, τις καταχρήσεις και τα πρότυπα θέτοντας στο κέντρο τη γυναίκα ως ερωμένη (αν ήθελα να υπάρχω, πάντα με καθαρό βρακί), ως ερωτευμένη (ακριβό χαβιάρι, 120 μέρες στα Σόδομα), μάνα και σύζυγο (φαντάζομαι τον θάνατο, εσείς έχετε μαντιλάκι, ανεξαρτήτως ηλικίας, αναθυμιάσεις), κακοποιημένη (νεποτισμός), ή τρυφερή θεραπαινίδα (ο δήμιος).
Η ποιητική πρόταση της Κατσάμπη φέρνει στην επιφάνεια μια ιδεολογία που συγκρούεται άμεσα με τις επιταγές της μόδας (lifestyle) για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας. Αντιδρά με ωμότητα απέναντι στα τηλεοπτικά και καταναλωτικά πρότυπα και σχηματίζει εκ νέου την έμφυλη ταυτότητα στον εφήμερο έρωτα.
Πίσω από την ωμή γλώσσα της Κατσάμπη κρύβεται η νέα γυναίκα – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
03/02/2021