«Μάνα, πάει δώδεκα, ξαπλώσου, λέω, κοιμήσου». «Κλείσε κι εσύ, λέει, τον υπολογιστή σου. Ξέχασες παιδάκι μου τις ζάλες που σου προκάλεσε τις προάλλες;». Έπεσε, έκλεισε τα βαθουλωμένα μάτια κι άρχισε αμέσως να παραμιλάει: «Πάει να χαλάσει ο κόσμος. Καλά ‘καμες κι άναψες το καντήλι του Θεού και των αγγέλων κι έγινε η νύχτα μέρα, νύφη μου, να φυλάνε και να προσέχουν πρώτα εσάς και κατόπι εμένα. Χάζεψα και δε θυμάμαι πόσα χρόνια είμαι. Σαν ρωτάω το μοναχογιό μου, πόσα χρόνια πήγα, αυτός γελάει. Τη μια με περιπαίζει: πού να ξέρω, δε με πήρες στη χαρά σου; Και την άλλη χαμογελάει: ήμουν στη χαρά σου, αλλά ξέχασα πόσα, δε θυμάμαι. Πάω να τα εκατοστίσω. Μου ‘δωσε ο θεός χρονάκια. Είχα μπάρμπα στην κορώνα. Πώς μου ‘ρθε απόψε και είπα κορώνα; Είναι, όπως λέει η τηλεόραση, ένας αόρατος ιός που περπατάει στους δρόμους, ένα τσότσογια πλασματάκι που ούτε τα σκυλιά οσμίζονται. Ο γιός μου όταν τον ρωτώ να μάθω το αληθινό όνομά του, μου το λέει: κορδόνι. Δεν καταλαβαίνω τι θέλει να πει: κορδώνει το παλούκι του άντρα ή δένει το κορδόνι των παπουτσιών; Φύγε, σκυλί του σκυλιού, εξαφανίσου, μακριά από τη γειτονιά μας. Τι σε φταίει τούτος ο έρημος ο κοσμάκης που παλεύει να ζήσει;» Ύστερα γυρίζει την πλάτη της με κάτι θεατρικές κινήσεις και ψάχνει κάτι με τα ξυλένια δάχτυλά της. «Πού πάει η τσάντα με τα ρούχα του θανάτου από το συρτάρι; Μήπως τα πήρε η νύφη να ντύσει τη γειτόνισσά μας που τη δάγκασε η κορώνα και δεν είχε ποιος να την ντύσει; Πού πάει ο φάκελος με τα τριάντα δολάρια που μ’ άφησε ο ανιψιός μου; Τι έγιναν οι ασπιρίνες από τα αμερικανικά πάκα του πατέρα πριν εξήντα χρόνια και η αλοιφή της κοπέλας μου για τις κοκκινίλες; Αν θα ξανανοίξουν οι πληγές μου τι θα γίνει; Ω, τι βλακείες. Τα ‘χασα εντελώς και λαλάω. Όλα στο ντουλάπι είναι, σωληνάρια, ευρώ, θανατικά, αλοιφές, αφού ανακατεύω κάθε τόσο τα συρτάρια μόνη και τα φέρνω όλα άνω κάτω. Ποιος θα ‘μπαινε να τα ‘παιρνε μέσα από το σπίτι; Ο μοναχογιός που με σκεπάζει να μη κρυώνω και μου δίνει τα χάπια ή η νύφη που με λούζει κι αλείφει το κομμένο στήθος που ‘φαγε ο καρκίνος μη πληγιάσει; Φύγε από τα μέρη μας κορώνα, φύγε μακριά μας. Δείτε, λέει, γυρίζοντας προς την πόρτα, μπήκε η άνοιξη στο σπίτι. Η κουκλίτσα η Δεσποινούλα, το παλικαράκι ο Νικολάκης, ο μικρός Γιαννάκης, τα χρυσά δισέγγονά μας. Ελάτε ψυχούλες μου ξαπλωθείτε στο προσκέφαλό μου. Οι άλλες ψυχούλες είναι μακριά στη Νέα Υόρκη».
«Αφού σκιάζεσαι να φύγεις στον άλλο κόσμο, λέω καγχάζοντας, τώρα που έπεσε κορώνα, ας το ‘κανες λίγο γληγορότερα, ας έφευγες δυο μήνες πριν, περήφανη και καπαρτισμένη». «Ούτε τότε ούτε τώρα. Αλλά προπαντός τώρα, λέει, δε θέλω να φύγω με τίποτε. Σε κοπανούνε σαν το σκυλί στη γούρνα και σε σκεπάζουν και φεύγουν, πας κακοθανατισμένη. Αφού κι ο παπάς με τη μάσκα τρώει τα λόγια κι ούτε παίρνεις χαμπάρι αν τα λέει όλα. Φτάνει αμέσως στο εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω
αναψύξεως. Οι εννιά παρευρισκόμενοι της οικογένειας που επιτρέπεται δακρυσμένοι σε κοιτούν από μακριά με μάσκες σα φαντάσματα. Κηδεία δίχως συγγενείς και φίλους. Μα μπορούν να ‘ρθουν από την Αμερική οι δικοί μου να με ξεκινήσουν; Έλεγα μέσα μου, ότι αν θα μου ‘ρθει η ώρα για να φύγω, να μας πάνε τους δυο μια φορά με τον άντρα μου ζευγάρι που με περιμένει τόσον καιρό στ’ οστεοφυλάκιο. Και να θέλω να πάω τώρα προς τα κει, δε γίνεται. Τα σύνορα είναι κλεισμένα για τη Λεσινίτσα μου. Και αν γίνει, θα φάω άλλα τρία χρόνια ακόμα εδώ, ώσπου να λιώσω. Θ’ αντέξω και τούτη τη φορά όπως τόσες και τόσες μπόρες, τη μπόρα της κορώνας κι ας μας περιμένει αργότερα στο κοιμητήριο ο Αϊ Θανάσης τους δυο μας».
Ξημερώνει. «Βγάλε με λιγάκι νυφούλα μου ν’ αναπνεύσω λίγο φρέσκο αέρα στο μπαλκόνι». «Δεν ακούς την τηλεόραση που λέει μένουμε σπίτι;» «Δε λέει να μη βγούμε ούτε στο μπαλκόνι;» «Έβγα, αλλά θα κρυώσεις». Η νύφη έβγαλε την καρέκλα και της πρόσφερε τον πρωινό καφέ της. Άδειοι οι δρόμοι. Φοβισμένος κόσμος. Πουθενά να φανεί η μουτσούνα του μαύρου σκύλου που δαγκώνει. Αυτός ο αόρατος μεταμορφώνεται σε νεκροφόρες. Μάρτης κι ούτε θέλει να ξέρει για κορδόνια στο λαιμό της οικουμένης. Μάρτης και ανθίζει η κορομηλιά, μοσχοβολάει η νεραντζιά η στολισμένη. «Ο Γρηγόρης μου, λέει, που τα ‘ξερε όλα αυτά και τα ‘χε διαβασμένα ένα προς ένα, έλεγε ότι η χολέρα, ο τύφος κι η πανούκλα σκότωσαν περισσότερους Έλληνες απ’ ό, τι οι τούρκοι. Στο Μεσολόγγι, αφού έφαγαν τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, έφτασαν στους σκύλους, στις γάτες και στα ποντίκια. Κι έπιναν νερό από τα πηγάδια που ήταν γεμάτα εντόσθια, αίματα, κεφάλια κομμένα. Τώρα μ’ όλα τα καλά του θεού, πούθε παρουσιάστηκε τούτο το κακό κι ερήμωσαν οι δρόμοι κι ούτε τα σκόρδα δεν κάνουν τίποτε να το ξεματιάσουν όπως οι παλιές οι τουρκογύφτισσες για να γλυτώσει ο κόσμος;»
Αθήνα, 24.04.2020