Η 100η νύχτα – Μωσαϊκό
XIII
Λύγισα
όταν είδα ότι ήταν το ίδιο μου το χέρι
αυτό που κρατούσε το φανό
που έθρεφε τη μεγάλη σου σκιά
πάνω στο λευκό μου σεντόνι.
*
Τι είπε εκείνη
Η μικρή σου καρδιά πεθαίνει, αγαπημένε.
Δεν τραγουδά άλλο πια.
Κοιτάζεις το πρωί με μια απορία δυο άνθη πλάι σου
και δεν ξέρεις αν είναι τα τελευταία
αν ζεις ή πέθανες
ή ακόμα και αν έχει κάποια σημασία.
Δεν ευδοκιμώ πλέον στις πέτρες του νου σου, αγαπημένε.
Με καλείς όλο και πιο σπάνια πια
με φωνή αγνώριστη
μια φωνή που πολλές φορές
-ανεπανόρθωτα πολλές-
δεν τόλμησε να υψωθεί.
Ναι, έπρεπε να επαναστατήσεις, αγαπημένε,
μαζί με τους ανθρώπους
έπρεπε να είχες καταλάβει ότι και αυτοί για μένα αγωνίζονταν.
Στα μέρη που μ’ έχασες
γιατί με γυρεύεις
παραλύοντας ενώπιον μιας ανοιχτής πόρτας
να ονειρεύεσαι χρυσά κλειδιά
να μένεις με την ανάμνησή μου που ξεφτίζει
αντί να με ανακαλύπτεις εξ’ αρχής
σε όλα τα χαμόγελα που αρνήθηκες να δεις
αποσύροντας το βλέμμα στα ενδότερα;
Στο είχα πει πως μέχρι εδώ θα σε έφτανα
ύστερα θ’ ακολουθούσες τις ρυτίδες σου και θα μ’ έβρισκες.
Μα πήρες τις τελευταίες μου λέξεις
τις έκανες δόγμα και προσευχή
αντί για σύνθημα και πολεμική ιαχή.
Μας έκλεισες σε τέσσερις τοίχους
δεν έβλεπες πώς μαραζώσαμε
διηγούμενοι τις ίδιες ιστορίες κάθε νύχτα
ενώ ο άνεμος σε γοήτευε επικίνδυνα με την απανθρωπιά του
και φοβόμουν καθώς σ’ έβλεπα ανήμπορη
ν’ αναζητείς καταφύγιο μακριά από την καταιγίδα των ημερών.
Ο Γιώργος Σύρρος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1989. Σπούδασε ψυχολογία στη Θεσσαλονίκη, συνεχίζοντας μεταπτυχιακές σπουδές στην Ολλανδία και είναι εκπαιδευόμενος συστημικός ψυχοθεραπευτής. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως συντονιστής ομάδων στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη. Έργα του ιδίου:
Περιμένοντας το ποδήλατο, ποίηση, iWrite, 2014, Σάρκινος Λόγος, φωτογραφικό project, 2016, Διασχίζοντας το μεταίχμιο, ποίηση, Στίξις, 2017, Απόχρωση, ποίηση, Στίξις, 2019