«είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρχει τραγωδία, διαφορετικά ο κόσμος δεν έχει νόημα», γράφει ο Σταμάτης Πολενάκης στην πάλη με τον άγγελο, (Ενύπνιο, 2020, σελ 142).
Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου, το έργο του Πολενάκη ακολουθεί το νήμα των πραγματικών ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν τον Ντοστογιέφσκι στη συγγραφή του μυθιστορήματος, οι Δαιμονισμένοι, το 1872. Σε μια εποχή, που ο καπιταλισμός κέρδιζε συνεχώς έδαφος εκτοπίζοντας, ακόμη και στη Ρωσία, την αριστοκρατία, ο Ρώσος συγγραφέας παρατηρεί πως η πίστη των συγχρόνων του στη λογική και στην πρόοδο είναι τυφλή. Στο όνομα μιας αόριστης, μελλοντικής γενικής ευτυχίας, κάποιος μπορεί να δεχτεί τα πάντα ακόμα και τα δάκρυα και τα βάσανα των παιδιών.
Αυτός ο προβληματισμός, για τα δάκρυα των παιδιών, τοποθετείται στην αρχή του μυθιστορήματος από τον έλληνα συγγραφέα και, όπως φαίνεται, ο Σταμάτης Πολενάκης ανταποκρίνεται σε διπλή πρόκληση. Αφ’ ενός να παρακολουθήσει πού οδήγησαν τον κόσμο εκείνες οι ιδέες της προόδου, εξ αιτίας των οποίων ο Ντοστογιέφσκι γράφει τους Δαιμονισμένους, στην Αποκάλυψη δηλαδή του 20ου αιώνα με τα εκατομμύρια νεκρούς, αλλά και αφ’ ετέρου, να διακρίνει αναλογίες της δικής μας εποχής με το τέλος του 19ου αιώνα. Πίσω από τις γραμμές αλλά και πάνω σ’ αυτές με το όνομά τους (ομίχλη, στάχτες, δηλητήριο), πιέζουν και ματώνουν οι διαψεύσεις, ο πόνος του σύγχρονου ανθρώπου και η διάχυτη απογοήτευση της γενιάς του ίδιου του συγγραφέα (γεννημένος 1970). Σε μια πάλη με τον άγγελο της Ιστορίας, μέσα από τον μάταιο, όπως λέει, αγώνα της λογοτεχνίας για το ακατόρθωτο(σελ. 15) πασχίζει ο συγγραφέας να φωτίσει το παρελθόν, να διευρύνει το παρόν, να προφυλάξει το μέλλον.
Ο Ντοστογιέφσκι χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μας ειδοποιεί εξ αρχής ότι θα γράψει χρονικό. Θα αφηγηθεί δηλαδή τα γεγονότα που συνέβησαν στη ρωσική επαρχία, την οποία και ζωντανεύει: Οι γαιοκτήμονες, οι φοιτητές, οι υπηρέτριες, ο χορός, η φτώχεια, το αλκοόλ και οι καινούριες ιδέες που ο μεγάλος συγγραφέας στήνει μπροστά στα μάτια μας, τις σκάβει με το κοφτερό του νυστέρι, γυρίζει το μέσα έξω και δείχνει την επικίνδυνη διάστασή τους. Για να γκρεμιστεί ο κόσμος ο παλιός, για να γεννηθεί το καινούριο, οι επαναστάτες καταδικάζουν και εκτελούν εν ψυχρώ, όσους θεωρούν ότι στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά τους. Βυθίζεται ο Ντοστογιέφσκι στην πολύπλοκη ανθρώπινη ψυχή με μοναδική λογοτεχνική δύναμη και μας δίνει ένα από τα σπουδαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Πολενάκης, υιοθετεί επίσης, τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή. Δεν στήνει όμως το σκηνικό του σε περιορισμένη επαρχία, όπως ο Ντοστογιέφσκι, αλλά ο ήρωάς του απλώνει την ύπαρξή του σε ολόκληρο τον κόσμο και τον εικοστό αιώνα, περπατώντας στα χιόνια και στους αέρηδες του βορρά. Στα ποτάμια και στα μεγάλα απειλητικά δάση της κεντρικής Ευρώπης. Μοιάζει ο Πολενάκης να έχει βίωμα και γνώση της ηπείρου που ταράζεται από τους πολέμους, τις ιδέες, τις συγκρούσεις. Είναι παρών ο αφηγητής του στις τρομακτικές εκκαθαρίσεις του Στάλιν, που έγιναν ως γνωστόν, στο όνομα της Ιδέας και της προόδου, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου, αλλά και σε άλλες πολλές ιστορικές στιγμές, που έφτασαν τον κόσμο ως τη Χιροσίμα. «Ναι, στα είκοσι μόλις χρόνια μου υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας του ξαφνικού τέλους μιας ολόκληρης εποχής» (σελ 82).
Παράλληλα, παρακολουθεί την αγωνία του συγγραφέα όταν θρηνεί το πεθαμένο παιδί του, διαβάζει το ημερολόγιο της γυναίκας του που τον περιγράφει, ενώ ακούει το παραλήρημα ενός επιβάτη μέσα στο αεροπλάνο, το οποίο θα εκραγεί εντός ολίγου. Δεν παρεκκλίνει από το έργο αναφοράς. Ακόμη και αυτός ο παραληρηματικός λόγος για τη θρησκεία, που παραθέτει λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, βρίσκεται σε αντιστοιχία με τον λόγο του Στεπάν Τροφίμοβιτς, ενός κεντρικού προσώπου των Δαιμονισμένων. Μόνο που ο αφηγητής του Ντοστογιέφσκι αναλαμβάνει να αφηγηθεί γεγονότα μερικών μηνών, ενώ του Πολενάκη, έναν ολόκληρο αιώνα και μαζί να αποτυπώσει τον μεγάλο συγγραφέα μέσα στη τρομερή του αγωνία.
Ο αναγνώστης του έργου θαυμάζει την αφηγηματική δεξιοτεχνία και την άνεση με την οποία ο σύγχρονός μας αφηγητής αλλάζει τόπο, χρόνο και πρόσωπα. Ο τρόπος που όλα τα ετερόκλητα συνδέονται με νήματα αόρατα, τον συνεπαίρνει. Ο έλληνας συγγραφέας διατρέχει την Ευρώπη, περπατά στο χιόνι, όπως οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι, με φυσικότητα και πειστική δύναμη. Πλήθος πληροφορίες, πλήθος γεγονότων. Τολμάει ο Πολενάκης να τα βάλει με ένα τεράστιο λογοτεχνικό μέγεθος και καταφέρνει να γοητεύσει τον σύγχρονο απαιτητικό αναγνώστη.
Η πρώτη ανάγνωση, προσωπικά, πέρα από την απόλαυση, με οδήγησε στην αναζήτηση του βιβλίου αναφοράς και ξεκίνησα να διαβάζω τους Δαιμονισμένους, που περίμεναν καιρό στη βιβλιοθήκη. Ήταν χρονοβόρα διαδικασία και απαίτησε από μένα συγκέντρωση. Όταν έφτασα όμως στο τέλος, πήρα ξανά το έργο του Πολενάκη με καινούριο ενδιαφέρον, πρέπει να πω. Θα μπορούσα τώρα να παρακολουθήσω καλύτερα την προσέγγιση του σύγχρονου έλληνα. Σ’ αυτή τη δεύτερη, λοιπόν, επικοινωνία με το βιβλίο, ήταν που ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα, όσο προχωρούσα στην ανάγνωση. Ο πρίγκηπας Σταυρόγκιν, ένα κεντρικό αινιγματικό πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι, χτυπάει την πόρτα του έλληνα συγγραφέα μέσα στη νύχτα για να δώσει εξηγήσεις: Για τη στάση του στους Δαιμονισμένους και για τις πράξεις του, που ήταν ακατανόητες τόσο στον αφηγητή του Ντοστογιέφσκι, όσο και στην κοινωνία που μούλιαζε από την υγρασία της Ρώσικης επαρχίας, αλλά και σε μένα επίσης, τον σύγχρονο αναγνώστη.
Μεγάλη ευχαρίστησή μου αυτή τη «συνάντηση» με τον πρίγκηπα Σταυρόγκιν. Ευγνώμων στον Σταμάτη Πολενάκη για την αισθητική απόλαυση ολόκληρου του έργου.
Ωστόσο η οφειλή μου δεν σταματάει εδώ. Παραμένοντας στον κόσμο του Ρώσου συγγραφέα, στις σελίδες του Ηλίθιου, έπεσα πάνω σε ένα άλλο παλίμψηστο, που περιέχεται στην πάλη με τον άγγελο, όπου για τρίτη φορά ανατρέχω. Αναφέρομαι στην περιγραφή του βλέμματος ενός μελλοθάνατου, μια εμπειρία που ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι είχε βιώσει προσωπικά, όταν καταδικάστηκε σε θάνατο και στήθηκε μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα, και την οποία διασώζει στον Ηλίθιο
Πόσο όμως διαφορετική η στόχευση, πόσο διαφορετικό το φως που ρίχνουν οι διαφορετικοί αφηγητές!
Στον Ντοστογιέφσκι, το βλέμμα του καταδικασμένου, στο τελευταίο αυτό δευτερόλεπτο της ζωής του, πέφτει πάνω στον αφηγητή. Πίσω απ΄ το βλέμμα, ο Ρώσος συγγραφέας προβάλλει τον πόνο του ανθρώπου, κι ας είναι αυτός, ένας μεγάλος κακούργος. Αντίθετα, στον έλληνα συγγραφέα, ο αφηγητής αποφεύγει το βλέμμα του μελλοθάνατου και όλη η σκέψη στη συνέχεια αναμοχλεύει την ευθύνη του καθενός μας, όταν η κοινωνία φτάνει να εκτελέσει έναν άνθρωπο.
Παραθέτω τα δύο αποσπάσματα από τα έργα για να πάρει μια ιδέα ο αναγνώστης, πώς μεταπλάθει στο σήμερα ο Πολενάκης τον Ντοστογιέφσκι.
ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ (Ο Ηλίθιος) : — Θα ‘ναι ένα λεπτό ακριβώς πριν απ’ το θάνατο,— άρχισε με μεγάλη προθυμία ο πρίγκιπας παρασυρμένος απ’ τις αναμνήσεις του και ξεχνώντας, καθώς φαίνεται αμέσως όλα τ’ άλλα,— την ίδια ακριβώς στιγμή όταν ανέβηκε τη σκαλίτσα και μόλις πάτησε πάνω στο ικρίωμα. Τότε έριξε μια ματιά προς το μέρος μου. Εγώ κοίταξα το πρόσωπό του και τα κατάλαβα όλα… Μα πώς να τα περιγράψει κανείς όλ’ αυτά! Θα το ‘θελα τρομερά, τρομερά θα το ‘θελα να το ζωγραφίζατε σείς ή κανένας άλλος! (σελ 90)
ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ (η πάλη με τον άγγελο): Την ώρα εκείνη, εγώ δεν ήθελα άλλο να κοιτάζω εκεί, όχι από αποστροφή ή αγανάκτηση, για ό,τι συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου, αλλά απλώς επειδή, τη στιγμή εκείνη, με κυρίευσε ένας ακατανίκητος φόβος. Φοβόμουν ότι τάχα θα μπορούσε, ξαφνικά, ο δυστυχής εκείνος να σηκώσει τα μάτια και να καρφώσει το βλέμμα του επάνω μου, σε μένα και μόνο σε μένα, […] Θα με ρωτήσετε τώρα, γιατί επιμένω τόσο πολύ σ’ αυτή την παράλογη ιδέα κι εγώ θα σας επαναλάβω το ίδιο, θα πω και πάλι ότι δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι δε θα άντεχα με τίποτα το βλέμμα του εκείνη τη στιγμή αμαρτία ασυγχώρητη θα μου πείτε, γιατί ο άνθρωπος εκείνος, όποιος κι αν ήταν, στεκόταν εκείνη τη στιγμή ολομόναχος μπροστά στο Θεό και στο θάνατο, κι εγώ θα έπρεπε, ήμουν υποχρεωμένος να του ανταποδώσω μα αστραπιαία, έστω, ματιά αδελφοσύνης αλλά δε θα το άντεχα αφού ο θεός ο ίδιος είχε αποστρέψει το βλέμμα εκείνο το πρωινό, πώς θα μπορούσα εγώ να κοιτάξω; Σήκωσα λοιπόν τα μάτια ψηλά και κοίταξα τον ουρανό και τα’ απόμακρα άστρα, το βλέμμα του θα ήταν αβάσταχτο κι έτσι έμεινα να κοιτάζω ψηλά, θα προτιμούσα χίλιες φορές να κοιτάξω ακόμα και τον ίδιο τον ήλιο κατάματα, χίλιες φορές να τυφλωνόμουν για πάντα, από το να σηκώσω το αβάσταχτο βάρος εκείνου του βλέμματος, κοίταξα ψηλά λοιπόν, δεν ξέρω οι άλλοι που κοίταζαν, δεν ξέρω αν υπήρχε άλλος στον κόσμο, στον κόσμο ολόκληρο δεν υπήρχε κανείς άλλος εκείνη τη στιγμή παρά μόνο εγώ κι εκείνος, και μόνο εγώ θα μπορούσα ν’ ανταποδώσω το βλέμμα εκείνου του ανθρώπου, αλλά δεν το έκανα (σελ 95-6)
- Σταμάτης Πολενάκης, η πάλη με τον άγγελο, Ενύπνιο 2020, σελ. 173
- Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη, οι δαιμονισμένοι, μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, Γκοβόστης, 2014 (πρώτη έκδοση 1947), σελ 778
- Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη, ο Ηλίθιος, μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, Γκοβόστης, 2014 (πρώτη έκδοση 1947), σελ 824