Στο προλόγισμα της πρόσφατης ποιητικής του συλλογής Χάρτινοι απόγονοι, ο Γιώργος Δουατζής θυμάται ένα στίχο που έγραψε χρόνια πριν: Δεν άφησα παρά χάρτινους απογόνους (Τα Μικρά Β΄, Εξάντας 2004). Κι έτσι μοιάζει να επιστρέφει τόσο καιρό μετά κάτι που τότε έμοιαζε μια σκέψη ή μια μικρή θέα στα μελλούμενα της ποιητικής δημιουργίας. Τώρα, στην πιο ώριμη στιγμή του, αυτή η ίδια σκέψη έρχεται πλέον φέροντας τη μορφή της συμφιλίωσης με μια πραγματικότητα: ο ποιητής κληροδοτεί από όλα τα γραμμένα του την πιο πολύτιμη αλήθεια, την αθωότητα με την οποία πάντα εισχωρούσε στο ποιητικό τοπίο. Έτσι, το έργο αυτό λειτουργεί εν είδει απολογισμού, αν η λέξη αυτή μπορεί να αποδώσει τη σύλληψη της συνολικής εικόνας όχι μόνον της προσωπικής του ποιητικής πορείας αλλά, με διευρυμένο πλέον το τοπίο, της ποίησης συλλήβδην. Χωρίς ίχνος έπαρσης, με ισχυρή την αίσθηση του χρέους απέναντι σε όσα υπηρετεί η Ποίηση, δουλεύει ξανά και ξανά την ιδέα που μοιάζει να μην τον έχει εγκαταλείψει ποτέ και που ίχνη της ανακαλύπτουμε σε ό,τι ως τώρα έχει γράψει. Γιατί, η ποιητική ιδέα ήταν πάντα εκεί, θυμίζοντας τον καβαφικό «Δαρείο», που μίλησε γι’ αυτήν αναγνωρίζοντας τη δύναμη με την οποία ενσταλάζει μέσα στον ποιητή την ανάγκη της μορφοποίησής της σε ποίημα: Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,/επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κ’ έρχεται («Δαρείος», Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, 1917). Ναι, η Τέχνη, σε κάθε μορφή της, ενδιαφέρει για την αισθητική της, δεν γίνεται όμως να συρρικνώνεται μόνο στα υλικά της χαρακτηριστικά. Η ποιητική ιδέα συνιστά όλο το έργο, συνδεδεμένη με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, είτε αυτή εκλαμβάνεται ως κράμα κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, είτε ως πολιτιστική επεξεργασία του κλίματος που διαμορφώνεται ως επακόλουθο των εξελίξεων αυτών. Και ο Δουατζής ήταν πάντοτε παρών στην εποχή του και στις προκλήσεις της. Την παρουσία του θα δηλώσει στο δεύτερο μέρος της συλλογής με τον τίτλο «Ιοφόρος άνοιξη» να συμπεριλαμβάνει επτά ποιήματα με τη θεματική τους να αντλείται από την περίοδο της επιδημίας του κορωνοϊού. Η αλήθεια είναι πως στον ποιητικό λόγο «επιτρέπεται» να ενσωματώνει τη φλέγουσα πραγματικότητα, καθώς μπορεί με την ευφυΐα του ευσύνοπτου να αποδώσει τη στιγμή, να αποτυπώσει τη λεπτομέρεια της εικόνας, μένοντας ως εκεί, καθόσον έρχεται στον νου η θέση του Schiller που προειδοποιεί να μη μιλάμε για τον πόνο μέσα στον πόνο.
Το κύριο μέρος, ωστόσο, της συλλογής αφορά κάτι περισσότερο διαχρονικό. Την ποίηση ως δημιουργία, τον ποιητή και τον ρόλο του. Και είναι η πιο ολοκληρωμένη ως τώρα κατάθεση εκ μέρους του ποιητή. Ταυτόχρονα και η πιο συγκινητική στην ειλικρίνειά της, στον τρόπο που αποτυπώνει την αλήθεια της. Ο ποιητής αντιμέτωπος με τον χρόνο, σκέπτεται όσα έχουν περάσει και όσα απομένουν, και εκτιμά πως τώρα πρέπει να μιλήσει για την ουσία της ποιητικής ιδέας. Σε επάλληλους κύκλους τα ποιήματά του, με το ένα να συνεχίζει το άλλο πατώντας δίπλα του, πάνω του και μέσα του, με το προσωπικό πεδίο να εγκιβωτίζεται στο συλλογικό της ποιητικής δημιουργίας, και πάλι από τον κοινό τόπο να επιστρέφει στον ιδιωτικό, μιλά για τη δική του ποίηση, για τους άλλους ποιητές, για τους αληθινούς ποιητές και τους ψευδεπίγραφους, για τον αποδέκτη του έργου, για τη θλίψη που γεννά η δημιουργία, την οίηση των πολλών αλλά και την ταπεινότητα των ολίγων. Εν συνόψει, για το ποιος είναι ο ποιητής και τι το έργο του. Έχει και άλλη φορά επισημανθεί η εισχώρηση της δοκιμιακής σκέψης στην ποίηση του Δουατζή. Και αυτό είναι κάτι που δεν ξενίζει, καθώς από μία άποψη ο ποιητικός λόγος ακροβατεί ανάμεσα στην αναλυτική φιλοσοφική σκέψη και στην περιεκτική της αποτύπωση. Στην προκειμένη περίπτωση, η δοκιμιακή σκέψη αναλαμβάνει να εκτιμήσει την ποιητική αποτύπωση και να την καταθέσει εν είδει κληρονομιάς, ως απότοκο μιας μακράς πορείας που δικαιούται να πει: αποτιμώ τον δρόμο μου, επισημαίνω, προτείνω μια θέα στον ποιητικό κόσμο. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, τι άλλο έχει να δείξει ως απογόνους ο ποιητής παρά τους στίχους του; Αυτοί, έχουν τη δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους, ξεπερνώντας τη θνητή αφορμή που τους γέννησε, απογαλακτισμένοι από τη γονική στέγη, έτοιμοι για νέες προσεγγίσεις, ερμηνείες, ενσαρκώσεις σε νέα σώματα αποδεκτών της ποίησης. Γνωστό, άλλωστε το επισημαίνει και ο ποιητής, πως ό,τι γράφεται υπερβαίνει και τον δημιουργό του ακόμα, και φαντάζει νέο και ίσως ξένο από αυτόν, δείχνοντας την αληθινή φύση του έργου τέχνης:
Άκουγα τους στίχους μου
να πλανώνται στον αέρα
μέσα από ραδιόφωνα και μουσικές
κι αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά
ποιος να ‘γραψε αυτά τα ποιήματα
που άκουσα ξανά για πρώτη μου φορά
Τότε ακριβώς θα γεννηθεί το ερώτημα –μείζον στην υπόθεση της ποιητικής περιπέτειας– ποιος καθορίζει τη διαδρομή, την πορεία της δημιουργίας:
ποιος να κινεί τούτα τα χέρια τα φθαρτά
ποιος οδηγεί το έργο τους στην άβυσσο
το άπειρο ή τον οριστικό χαμό
Και τότε συνειδητοποιεί ο ποιητής το χρέος του:
πρέπει να είμαι εδώ να τραγουδώ
να κατακλύζω, να ρέω, να πληρώνω
κενά σύμπαντος κόσμου κι εαυτού
Αν, όμως, είναι του ποιητή ο ρόλος να μιλά για ελπίδες, όνειρα κι οράματα, τότε η κληρονομιά του δεν μπορεί παρά να είναι οι μικρές σπίθες που ακόμα και μέσα σε στάχτες προαναγγέλλουν μια μεγάλη πυρκαγιά. Γιατί οι λέξεις των ποιημάτων μπορεί να είναι απλώς λέξεις, κώδικας και τίποτε παραπάνω, αν μείνουμε μόνο στο σημαίνον που δηλώνουν. Ο Γιώργος Δουατζής προτείνει στους Χάρτινους απογόνους του να δούμε πως:
οι λέξεις είναι εφαλτήριο
ώστε να φτάσεις πέρα απ’ αυτές
στην πεμπτουσία πραγμάτων και ζωής
εκεί που βρίσκεται η Ποίηση πραγματικά
Και είναι προσεγμένες οι λέξεις του, σε μια γραφή με υποδειγματική λιτότητα, την απλή φόρμα της οποίας υπογραμμίζουν οι δύο δικές του εικαστικές δημιουργίες, μία στο εξώφυλλο (σχεδιασμένο από τον Μιχάλη Αμάραντο) και μία σε ένθετη έγχρωμη σελίδα. Εν συνόλω μια προσωπική θεώρηση της ποιητικής δημιουργίας με ζωντανό και εναργές το στοιχείο της αθωότητας να χαρακτηρίζει ό,τι αληθινό γράφεται. Ή, όπως το λέει ο ποιητής:
εγώ θα είμαι εδώ
να διασχίζω πλήρης αθωότητας τον κόσμο
νήπιο αναλφάβητο
μπρος στην πληθώρα όσων έχουν γραφεί
κι όσων δεν γράφηκαν ακόμα
αμετανόητος, φέρελπις, διψασμένος
ως κυνηγός του ανέφικτου
για να το κάνω εφικτό
* Χάρτινοι απόγονοι, Γιώργος Δουατζής/Eκδόσεις Στίξις