Χρησιμοποιώντας ευρηματικά και πολύσημα ως τίτλο της έβδομής και καλαίσθητης ποιητικής συλλογής του τον «Εξάγγελο», το πρόσωπο, δηλαδή, της αρχαίας τραγωδίας το οποίο έρχεται για να αναγγείλει κάτι που συνέβη στον εσωτερικό χώρο που υποτίθεται ότι υπάρχει πίσω από τη σκηνή, ο Γιώργος Κοζίας συμπληρώνει τους βασικούς άξονες της θεματικής του φτιάχνοντας ποίηση ώριμη. Πιο συγκεκριμένα τα οικεία θέματα των προσωπικών και συλλογικών αδιέξοδων της γενιάς της μεταπολίτευσης, της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, της ηθικής και πνευματικής έκπτωσης και της αναπόφευκτης φθοράς του έρωτα υπάρχουν, βεβαίως, και σε αυτή τη συλλογή μαζί με μια νέα ισχυρή αίσθηση της εγγύτητας του θανάτου. Έχουμε, λοιπόν, μια λόγια ποίηση όπου η πόλη αποτελεί τον κατεξοχήν ποιητικό χώρο ενός κόσμου αλλοτριωμένου με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένου στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση, ορίζοντας μέσα από την προσωπική, εθνική και συλλογική ύβρη το τραγικό πλαίσιο μιας δίκαιης κάθαρσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, ο παιγνιώδης και εν πολλοίς ειρωνικός τίτλος της συλλογής «Εξάγγελος», που παραπέμπει παράλληλα και στο γνωστό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, μετατρέπεται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρου του βιβλίου, καθώς καταδεικνύει τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά τον προσωπικό θάνατο, το τέλμα, τον αναπόφευκτο, δηλαδή, προορισμό του γήινου ταξιδιού του ανθρώπου που βίωσε ένα αποκαρδιωτικό παρόν, μια ζωή μίζερη και τετριμμένη, χωρίς την αναμενόμενη αναγγελία κάτι ουσιαστικού και βαθύτερου. Η ζωή, επομένως, ορίζεται αφενός ειρωνικά και ταυτόχρονα τραγικά ως ένα ταξίδι κενό, διαμετρικά αντίθετο με το ταξίδι του καβαφικού ήρωα του ποιήματος «Ιθάκη», που επιστρέφει γεμάτος γνώσεις και εμπειρίες. Ένα σπαταλημένο ταξίδι που, καταλήγοντας, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα και αμφισβητεί θρηνητικά και ειρωνικά αν έχει αξία και νόημα η ζωή η ίδια, ή αν το μήνυμα που φέρει τελικά ο «Εξάγγελος» είναι ότι η ζωή αποτελεί μια φάρσα που φανερώνει το τραγικό της ύπαρξης. Αφετέρου, μια τρίτη συμπληρωματική ερμηνεία του βαθύτερου μηνύματος του «Εξάγγελου» του Γιώργου Κοζία, είναι ότι η ζωή παρά το κράτος του θανάτου, κερδίζεται κάθε στιγμή μέσα από την ανθρωπιά, τη δημιουργία, την τέχνη και την αγάπη και όχι με το αλόγιστο κυνήγι του πλούτου, τον καταναλωτισμό, την κατανάλωση των σχέσεων, το συμφέρον, την καταστροφή της φύσης και την ανθρωποφαγία. Και μόνο έτσι μπορεί ο άνθρωπος τελικά να υπερβεί τη ματαιότητα της ύπαρξης και να αποκτήσει φως και στηρίγματα στην κατά τα άλλα ατελή ζωή του.
Πίσω από την ειρωνεία, τη σάτιρα και τον σαρκασμό διαφαίνεται, λοιπόν, ένας ποιητής με επίγνωση των αόρατων και απρόσωπων κοινωνικών μηχανισμών της αδυσώπητης εξουσίας, ο οποίος συνειδητοποιεί το βρώμικο παιχνίδι που παίζεται εις βάρος του. Ωστόσο, δεν παραδίνεται αμαχητί∙ τουναντίον επιχειρεί μια απεγνωσμένη ατομική αντίσταση με στόχο την απογύμνωση από τις προσωπικές ή συλλογικές αυταπάτες. Πρόκειται, επομένως, για έναν ποιητή υποψιασμένο, που θέλει να καταγγείλει, χωρίς να τρέφει ψευδαισθήσεις ότι η ποίηση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Καυστική ειρωνεία, πίκρα και σαρκασμός είναι, λοιπόν, ο δυναμικός, ποιητικός αντίλογός του στην καθημερινή φθορά, στην πολιτικοκοινωνική και πνευματική έκπτωση και καταβαράθρωση της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας, που εδώ αρνείται τη μνημείωση ή την αποστειρωμένη ιστορικά ωραιοποίησή της μέσα στα φωτεινά, φυσικά τοπία και σε μια διαχρονική συνέχεια, όπως τη νοσταλγούσε ο Ελύτης. Ο οξύς, επομένως, βιωματικός πυρήνας του βιβλίου, το γεγονός ότι στην ψυχοσυναισθηματική πηγή του βρίσκεται ο καημός, η πίκρα, η απογοήτευση και η αγανάκτηση φαίνεται ότι προσδιόρισε και εν πολλοίς καθόρισε τις εκφραστικές επιλογές του συγγραφέα, καθώς μέσα α) από την εμφανή πρόθεσή του για παιγνιώδη και ανατρεπτικά σχόλια, β) το λεκτικό παιχνίδι, γ) ενίοτε την ομοιοκαταληξία και τέλος δ) τη μετρική αγωγή και την έντονη μουσικότητα του στίχου απορρέει η πικρή ειρωνεία και ο μελαγχολικός σαρκασμός. Πλάι στη δεσπόζουσα ειρωνεία και τον σαρκασμό αξιοποιούνται παράλληλα οι αντιστροφές και το αιφνιδιαστικό παράλογο, που αποκαλύπτουν ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτή η ειρωνική και σαρκαστική διάθεση υποστηρίζεται τόσο γλωσσικά όσο και μορφολογικά∙ γλωσσικά επιτυγχάνεται με μια προκλητική γλωσσική ετερομιξία (γλωσσικά ίχνη του δημοτικού τραγουδιού, προφορικότητας, καθαρεύουσας, εξουσιαστικού, εκκλησιαστικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού λόγου), και κυρίως την έντονη διακειμενικότητα (απηχήσεις του καβαφικού διδακτισμού, του Σεφέρη, του Ελύτη, και των καρυωτακικών σατίρων κ.ά.), ενώ στο μορφολογικό επίπεδο υποστηρίζεται ενίοτε με ομοιοκαταληξίες καλαμπούρια, με την αξιοποίηση του ελλοχεύοντος διφορούμενου, με ασυνήθιστους τρόπους κάλυψης συντακτικών θέσεων, με τη χρήση μεταφορών και άλλων ρητορικών σχημάτων.
Συνοψίζοντας, ο Γιώργος Κοζίας με την έβδομη του ποιητική συλλογή Εξάγγελος εμφανίζεται ώριμος και κατασταλαγμένος. Με απόψεις, σκέψεις και αισθήματα γύρω από καίρια ζητήματα ζωής και κυρίως με κατακτημένους εκφραστικούς τρόπους, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ποιητική περίπτωση ενός διαρκώς ευρισκόμενου σε πνευματική και συναισθηματική εγρήγορση ανθρώπου της εποχής μας. Στοχαστικός, προκλητικός και εκφραστικά τολμηρός, δραματοποιεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, δημιουργώντας έτσι μιαν επιφανειακά ειρωνική, κατά βάθος, όμως τραγική περσόνα. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να πούμε πως τα 38 ποιήματα της συλλογής υψώνονται σαν αμφίπλευροι καθρέφτες, πάνω στους οποίους καθρεφτίζεται το ραγισμένο μας πρόσωπο.
Ο Ελαφοκυνηγός
Χτύπα τα κρόταλα
Δαυίδ, χτύπα τις γκρανκάσες
και εικοσιένα αιώνες
τερατόμορφου ύπνου να ξυπνήσουν
πάλι συναθροισμένο
θα έρθει το σκοτάδι σαν το θεριό
με την σάλπιγγα της Κρίσης
και με χάχανα φριχτά θα μας δικάσει
Στόχοι είμαστε, Κύριε
κι αστόχαστη η Τύχη μας περνά
Ανδρείκελα είμαστε Κύριε, κούκλες
στο διεθνές σκοπευτήριο της Τάξης
Χτύπα τα κρόταλα
Δαυίδ, χτύπα τις γκρανκάσες
κι αλύπητοι οι ήλιοι να αναγγείλουν
Το Κυνήγι της Ψυχής με Τόξο
στον κάμπο της πικρής Μαρέμμα
στους βάλτους των ανθρώπων
Δεν έχει εδώ άγιαν Όψη, θηρευτή μου
Η ζωή είναι μια αγρύπνια, Κύριε
ή ζήσ’ την ή παράτα τη στις ερημιές
σαν ελαφίνα κι ο Ελαφοκυνηγός ας την σπαράξει.
* Γιώργος Κοζίας, Εξάγγελος (Περισπωμένη 2021)