Ένας καφές με τον Νίκο Καρούζο
Τον Νίκο Καρούζο τον γνώρισα και τον συναναστράφηκα λίγο. Μου έδειξε εκτίμηση και συμπάθεια ευθύς εξαρχής. Κάποια στιγμή είχε έρθει στο σπίτι μου με μια κοινή μας φίλη. Εγώ, πολύ νέος, εκείνος, σπουδαίος πια.
Μια μέρα θέλησε να πιούμε έναν καφέ οι δυο μας. Καθίσαμε στο στο «Dolce», το σημερινό «Φίλιον». Συζητήσαμε ήρεμα και φιλικά. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του είχε χαθεί, μιλούσε γλυκά και ήπια. Θυμάμαι μια αναφορά του στον Χέλντερλιν απίστευτου θαυμασμού, αλλά και την αποδοχή του για τον Ελύτη – πρώτη φορά – πως είναι σπουδαίος ποιητής, μ΄όλες τις αντιρρήσεις του για επί μέρους θέματα.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε προσφέρθηκα να πληρώσω τους καφέδες. Δεν δέχτηκε με τίποτα. Επέμεινε με πείσμα να πληρώσει εκείνος. Ήμουνα βέβαιος ότι το έκανε με θυσία και ότι έτσι μου έδειχνε την εκτίμησή του. Όταν μετά από λίγο προχωρήσαμε στη Σκουφά, εγώ θα έπαιρνα λεωφορείο. Του είπα: «Δεν έρχεσαι κι εσύ, Νίκο. Προς την ίδια κατεύθυνση πηγαίνουμε». «Όχι, Στρατή», μου απάντησε, «προτιμώ να κάνω μια μεγάλη βόλτα ως το σπίτι μου. Μου αρέσει να περπατώ…» Με χτύπησε στο ώμο στοργικά. Φεύγοντας δεν ξέρω γιατί είχα την αίσθηση, ή την ψευδαίσθηση, πως είχε δώσει και τα τελευταία χρήματα που είχε πάνω του, μόνο και μόνο για να με τιμήσει. Κι ας ήμουνα νέος κι εντελώς ασήμαντος μπροστά σ’ εκείνον.
Με συγκινεί τόσο βαθιά μέχρι σήμερα που το καταγράφω.