Η συλλογή διηγημάτων της Αλέκας Πλακονούρη χαρακτηρίζεται από διαυγή αφήγηση, χωρίς αφηγηματικές ακροβασίες. Εξαιρετική διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου, πότε με γραμμική αφήγηση, πότε με συμπυκνωμένη και πότε με αναδρομές. Δίνεται έμφαση σε ορισμένα περιστατικά, σε ορισμένες περιόδους από αυτές που αφορά το διήγημα. Τα υπόλοιπα γεγονότα δίνονται συνοπτικά, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται και μία ή περισσότερες εστιάσεις σε πρόσωπα και συμβάντα. Οι περιγραφές κινούνται από τη βαθιά τρυφερότητα ως τη σκληρότητα, με έντονο συναίσθημα πάντα.
Οι τρεις ενότητες του βιβλίου δανείζονται τους τίτλους από τον χώρο των εικαστικών («Νωπογραφίες», «Κολάζ», «Γκράφιτι»). Και πράγματι στα διηγήματα υπάρχουν οι σημαδιακές σημαντικές λεπτομέρειες, οι φωτοσκιάσεις στα γεγονότα, στα πρόσωπα και στη ζωή τους.
Οι αφηγητές παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον. Η αφήγηση μπορεί να γίνεται σε πρώτο ή σε τρίτο ενικό πρόσωπο, ο πρωτοπρόσπωπος αφηγητής μπορεί να είναι γυναίκα/κορίτσι ή άντρας/αγόρι. Κάποτε οι φωνές μπλέκονται. Και τότε η ιστορία δίνεται από τριτοπρόσωπο αφηγητή, που όμως αφηγείται για λογαριασμό κάποιου άλλου προσώπου, οι φωνές τους δηλαδή είναι τόσο κοντά, που τελικά είναι σαν να ακούγεται μία φωνή. Όπως, για παράδειγμα, στο διήγημα «Ποιος είπε πως ο πόλεμος τελείωσε;», όπου ο τριτοπρόσωπος αφηγητής ενώνει τη φωνή του με το αγόρι που πρωταγωνιστεί.
Τα γεγονότα που εξιστορούνται στα διηγήματα εκτείνονται από τις από τις αρχές του 19ου αιώνα ως σήμερα, συχνά με αρχική αναφορά σε παλιότερες μέρες και στη συνέχεια εστίαση σε νεότερη περίοδο. Έτσι, ο Χρίστος Π. ξεκινάει το 1911 από το λιμάνι της Πάτρας για την Αμερική, περνάει πολλά, κάνει κάποια λεφτά και γυρίζει πίσω. Όμως το «Πουτάνα πατρίδα» θα το πει για την πατρίδα του που του επιφυλάσσει βάσανα και ταλαιπωρίες ως τον θάνατό του. Σε μια κωμόπολη, το σωματείο αχθοφόρων, στα πρώτα φανερώματα τέτοιων ενεργειών, ένας πόλος γεμάτος ανθρωπιά και ζωντάνια («Το σωματείο»).
Παρατηρώ ότι στην πρώτη ενότητα (Νωπογραφίες) υπάρχει περισσότερο η εστίαση σε παλιότερα χρόνια και συμβάντα. Στο Κολάζ υπάρχει μια μετάβαση σε κοντινότερες περιόδους ως το παρόν, ενώ στο Γκράφιτι η εστίαση γίνεται στο παρόν, με σύγχρονα προβλήματα και γεγονότα. Με την παράλληλη μετατόπιση από την κωμόπολη στο σκηνικό της πρωτεύουσας. Μπορώ ακόμη να επισημάνω την αυτοαναφορικότητα που μπορεί να εντοπίσει ο αναγνώστης στις δύο πρώτες ενότητες, που σχεδόν εξαφανίζεται στην τρίτη – ή γίνεται σε μεγάλο βαθμό υπόγεια. Να τονιστεί πάντως ότι τα όποια βιωματικά στοιχεία δεν εμποδίζουν τις ιστορίες να έχουν γενικότερο ενδιαφέρον.
Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα σε τρία διηγήματα, είναι αυτοί οι εσωτερικοί λόγοι που μας οδηγούν σε μια εσωτερική επικοινωνία με κάποια κείμενα. Το ένα είναι το ομότιτλο «Οι δαίμονες του Αρέτσο[1]». Είναι σε αυτό το διήγημα που ο έρωτας αναφαίνεται μελαγχολικός. Η απομάκρυνση καραδοκεί από την αρχή, καθώς το ζευγάρι φαίνεται να κρύβει συναισθήματα, να εκδηλώνει λανθασμένες συμπεριφορές.
Η γυναίκα, τυλιγμένη στο πάπλωμα, με γυρισμένη πλάτη, έτρεμε. Το πάτωμα έτριξε στο βάδισμά του – φεύγει, να δεις που τώρα φεύγει, σκέφτηκε εκείνη – και ύστερα ένιωσε το βάρος του κορμιού του πλάι της. Την αγκάλιασε πάνω από τα σκεπάσματα και κράτησε το χέρι της. […] Αγαπάω τον θρήνο σου, ήθελε να της πει, όταν σε βλέπω έτσι συρρικνωμένη, ξέρω ότι με θέλεις. Χρειάζομαι την αγάπη σου, κι εσύ γίνεσαι ξένη και αιχμηρή. Φοβάμαι πως θα φύγεις, ήθελε να του πει, και φουντώνει μέσα μου ο πόνος, που κουβαλώ από τη μήτρα της μάνας μου. (σ. 78-79)
Ενδιάμεσα διαστήματα με κοινά ενδιαφέροντα, την απόλαυση της ζωγραφικής, με ώρες που μοιάζουν να κυλούν ανέφελα. Ώσπου στο τέλος, η μετάβαση στον μετέπειτα χρόνο φανερώνει τη λύση:
Μονάχα ύστερα από χρόνια πολλά θα θυμούνταν ίσως αμυδρά, κάπως διαφορετικά ο καθένας, εκείνο το απόγευμα στην Ασίζη, τις ώρες που πέρασαν θαυμάζοντας τις τοιχογραφίες του Τζιότο – τότε που ήταν τόσο νέοι, τόσο αθώοι, τόσο άθικτοι – χωρίς να γνωρίζει τώρα πια τίποτα ό ένας για τον άλλον, χωρίς να μπορεί να ανακαλέσει ή να φανταστεί το αγαπημένο πρόσωπο, τη χροιά της φωνής, το γέλιο ή το χαμόγελο, τον πόθο, την ανάταση. (σ. 82-83)
Εξαιρετική αφήγηση, με την ανάδυση των διαφορετικών συναισθημάτων, την αδιαφάνεια στην ερμηνεία τους, και ταυτόχρονα με τη δύναμη του έρωτα και το πάθος. Ο έρωτας πικρός, ανεκπλήρωτος, σβησμένος σαν μνήμη, σαν διάψευση. Με έντονο πάντα το αποτύπωμά του.
Το δεύτερο διήγημα που στέκομαι ιδιαίτερα είναι «Η άλλη Ελένη». Η γυναίκα που δεν παίρνει αυτόν που αγαπά, κακοπαντρεύεται και, χήρα πια, γίνεται ένα πλάσμα σκοτεινό που μοιρολογεί την κατάντια της και καταριέται τους πάντες, γονείς, σύζυγο και όποιους άλλους θεωρούσε υπεύθυνους για τη δυστυχία της, τη στερημένη ζωή χωρίς χαρές, χωρίς τη γλύκα της αγάπης . Με θαυμαστή δεξιοτεχνία η συγγραφέας χειρίζεται τον χαρακτήρα της Ελένης αλλά και της γιαγιάς της αφηγήτριας. Με αξιοσημείωτη γνώση λεπτομερειών από τη ζωή των γυναικών σε επαρχία σε προηγούμενες δεκαετίες, και των ασχολιών τους, του νοικοκυριού, των συναισθηματικών αναγκών που ποτέ δεν φανέρωναν. Με δύναμη αποκαλύπτει τον άλλον εαυτό της Ελένης, που πολλά βράδια ξεσπά σε παραλήρημα ερωτικό μόνη της, πληγώνοντας το μυαλό και το σώμα της, μέσα σε μια απόλυτη ερημιά.
Το τρίτο διήγημα είναι τα «Τρελά νερά». Πραγματεύεται με τρόπο ποιητικό και παιχνιδιάρικο τη συνάντηση της μικρής αφηγήτριας με τον Γιάννη Σκαρίμπα στη Χαλκίδα. Δυνατές περιγραφές σκιαγραφούν τη μορφή του συγγραφέα, τη συμπεριφορά του, την ομιλία του, αλλά και το αποτύπωμα που αφήνει στην ψυχή και στη ζωή του κοριτσιού. Τριτοπρόσωπη αφήγηση, που συνοδεύεται από μια πολύ ενδιαφέρουσα απεύθυνση στους αναγνώστες, και η οποία επαναλαμβάνεται σαν ρεφραίν:
Δείτε την. Τα μάτια της είναι καρφωμένα στον κόκκινο πυρήνα μιας μπλε μαργαρίτας (σ. 91)
Τη στιγμή που η συνάντηση τελειώνει, ο συγγραφέας λέει στη δεκατριάχρονη αφηγήτρια τη φράση που μέλλει να γίνει μόνιμη επωδός των πράξεών της:
Πριν φύγουν, την κοιτάζει βλοσυρός και της λέει: «Να ψάχνεις τ’ ανεύρετο. Άκουσες;» μαγεμένη κουνάει καταφατικά το κεφάλι (σ. 98-99)
Και πιστεύω πως το «ανεύρετο» είναι το ζητούμενο σε όλα τα διηγήματα της συλλογής και στις ζωές των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν. Αυτό που κυνηγούμε, που ψάχνουμε αλλά δεν βρίσκουμε. Κι όταν το βρίσκουμε, χάνεται γρήγορα από κοντά μας, σαν άμμος που φεύγει μέσα από τα δάχτυλα. Αφήνοντας την αίσθηση του πικρού, του ανεκπλήρωτου. Όταν όμως το αγγίξουμε έστω και για λίγο, αφήνει σημάδι ανεξίτηλο στη ζωή και μνήμες που συνοδεύουν για πάντα.
Τα διηγήματα της Πλακονούρη είναι ένα κοίταγμα βαθύ, τρυφερό και μελαγχολικό μαζί, ανθρώπινο και ανήσυχο, στις ζωές και στις πράξεις των ανθρώπων. Δεκαπέντε διηγήματα που αφήνουν έντονο το ίχνος τους στη μνήμη του αναγνώστη.
[1] Έργο του Τζιότο ντι Μποτόνε, «Εκδίωξη των δαιμόνων από το Αρέτσο». Το Αρέτσο είναι πόλη στην περιοχή της Τοσκάνης. Οι «δαίμονες του Αρέτσο» είναι κρυμμένοι δαίμονες σε κάποιες νωπογραφίες του Τζιότο
* Αλέκα Πλακονούρη, Οι δαίμονες του Αρέτσο, εκδ. Κέδρος, 2021