Στην λογοτεχνία –και δη στην ποίηση- η γλώσσα δεν μεταφέρει, αλλά αποκρύπτει. Ψεύδεται. Παραμορφώνει κι αναμορφώνει. Κι όσο περισσότερο δοκιμάζεις τα όριά της, τόσο σιβυλλικά απροσάρμοστη γίνεται στα αναγκαία του νοήματος. Όποιος ακολουθήσει τη σαμβύκη, σαν στυγνός μύστης, γρήγορα θα δει να θολώνουν γύρω του όλες οι συνταγματικές βεβαιότητες και μια μεσαιωνική γεωγραφία να απλώνεται στα πέρατα των σελίδων.
Αυτή την γλωσσική ιδιομορφία εύκολα μπορεί να την αντιληφθεί κάποιος διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Μαρίας Δαλαμήτρου, «Αποθησαυρισμένα», των εκδόσεων ΑΩ.
Άλλωστε, και η ίδια το ομολογεί στο ποίημα της «Λένε», όπου διαβάζουμε:
“Πιστεύω εις ένα κείμενο ακροτήτων τε πάντων και τεράτων
Γεννηθέν ανάστατο κι άναρχο.
Ομολογώ εις πλήρην άφεσιν νοήμονος βουλεύματος“.
Αυτές οι ακρότητες, αυτή η σχοινοβασία επάνω στο αχανές της πολυσημίας, και κυρίως η εξτρεμιστική εικονοπλασία της, ανοίγουν με τον αναγνώστη ένα σχεδόν πρισματικό διάλογο. Ένα παιχνίδι έντεχνων παρεξηγήσεων. Όπου σε μια στιγμή η κούπα με τον καφέ αναποδογυρίζει μουτζουρώνοντας τα γράμματα, προκαλώντας μια πλημμυρίδα εκδοχών που τον χτυπούν κατά μέτωπο. Ο μίτος έχει πια χαθεί πίσω στο σάρωμα των μυθικών αιώνων κι ο Hirsch τυφλός παραχωρεί το λαβύρινθο στην γάτα του Shrödinger.
Όμως, δεν είναι μονάχα η ασάφεια ή η αμφισημία που χαρακτηρίζουν την γραφή της Δαλαμήτρου. Ένα άλλο στοιχείο που πιστεύω πως αξίζει να προσεχθεί είναι η αίσθηση της σάρκας που δημιουργούν οι στίχοι της. Καθώς το δάχτυλο ακολουθεί τις γραμμές των ποιημάτων, αλπικές εκτάσεις αντιγράφουν τις γεωμετρίες του Ισημερινού και φέρνουν στο παράθυρο μεσάνυχτα κι έναν ήλιο από το σεντόνι του πρώτου έρωτα. Τα χείλη ηδυπαθώς εκταμιεύουν την υπεραξία των αγγιγμάτων κι η επιθυμία υπερωκεάνειο εκτροχιασμένο στις λεωφόρους μιας αναχώρησης.
Γράφει σε άλλο της ποίημα:
“Κράτα τα, τα ασυνταίριαστα,
μπορεί να χρειαστούνε
όταν την Κέρο αφήνοντας,
κι εδώ γυρνώντας, στα γνωστά,
τύχει και ζήσεις, ίσως,
μία από εκείνες τις στιγμές
που αλλόκοτα διπλώνεσαι
με τόση ευκολία
λες και το σώμα εκεί στα δύο
στη μέση του, στα σπλάχνα,
όταν πονά ή οργάζεται
δύναται να σπάει”.
Βλέπουμε εδώ τις δύο μεταιχμιακές καταστάσεις του σώματος να συμψηφίζονται και να μετέχουν της ίδιας απορρύθμισης. Λες και λαθροχαράζει ένα αποδημητικό έαρ ανοίγοντας στα βότσαλα ιθαγενείς σχισμές με κίνδυνο το καλωσόρισμα… της (ή στην) ποίηση.
Πολλά ακόμη μπορούν να ειπωθούν για όσα επιμελώς αποσιωπά η ποιήτρια. Για τον μινώταυρο που εκφοβίζει στα σκοτάδια ή για τις αδήριτες νίκες μιας επτασφράγιστης Αριάδνης. Αλλά θα ήθελα να κλείσω το σημείωμά μου με τα λόγια της ίδιας, από την συνέντευξη που μου παραχώρησε πρόσφατα με αφορμή την έκδοση αυτής της συλλογής. Όταν της έθεσα το ερώτημα, πόση σάρκα αντέχει η ποίηση, εκείνη ανέφερε πως:
“Η ποίηση είναι σάρκα. Η λέξη, η μορφή της και ο ήχος
της, είναι σάρκα. Η σημασία της, το όποιο σημαινόμενο πίσω από
το σημαίνον, είναι αυθαίρετα αποφασισμένα. Εν αρχή ην η σάρκα.
Η σκέψη η ίδια είναι ιός εκ σαρκός εκπορευόμενος”.
Κι όταν της έθεσα το ζήτημα της απόκρυψης ως πρόφαση, απάντησε:
“Στην ποίηση κρύβεσαι επιμελώς, καλά, και διαρκώς,
με την μύχια επιθυμία κάποιος να σε βρει“.
Καλές αναζητήσεις λοιπόν…
* Μαρία Δαλαμήτρου, Αποθησαυρισμένα, εκδ. ΑΩ, 2021