Η πρώτη ποιητική συλλογή της Σοφίας Λεβαντή θέτει εκ νέου και με άκρα ευθύτητα το ζήτημα και το ζητούμενο του όγκου της ποιητικής παραγωγής με την οποία ένας ποιητής επιλέγει, κάθε φορά, να παρουσιαστεί στο αναγνωστικό κοινό, να διαμορφώσει και να αφήσει το στίγμα του στο σύγχρονο ποιητικό πεδίο. Μέσα σε μια εποχή και μία συγκυρία, λοιπόν, στην οποία φαίνεται ότι κυριαρχούν και προκρίνονται οι αποτελούμενες από μεγάλο αριθμό ποιημάτων συλλογές, κάθε διαφορετική εκδοχή μπορεί και πρέπει να πυροδοτήσει τον προβληματισμό και την περίσκεψη σχετικά με την ανάγκη προσεκτικότερης, αυστηρότερης και εξονυχιστικότερης επιλογής των στιχουργημάτων εκείνων που θα συγκροτήσουν την ιδιαιτερότητα, την ιδιοτυπία και την ιδιοπροσωπία κάθε συγγραφέα, δίνοντας, παράλληλα, και μια, κατά το δυνατόν πλήρη, εικόνα της ποιητικής του, του ιδιαίτερου, δηλαδή, τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει και χειρίζεται τη γλώσσα προκειμένου να δώσει σχήμα και μορφή στην ποιητική του σκέψη. Η όλη συζήτηση, βέβαια, δεν είναι τωρινή, αλλά ανάγεται σε παλαιότερες εποχές, με κομβικό σημείο ή, καλύτερα, σημείο αναφοράς την ποίηση και την ποιητική του Κ. Π. Καβάφη, ο οποίος, ως γνωστόν, περιόρισε στο ελάχιστο την ποιητική του παραγωγή προς όφελος της κοπιαστικής, επίμονης και επαναλαμβανόμενης επεξεργασίας ενός και του αυτού ποιήματος.
Τα δεκαοκτώ συνολικά ποιήματα της εν λόγω συλλογής, δείχνουν πως η Λεβαντή κινείται προς μια τέτοια κατεύθυνση και υιοθετεί, ως ποιητική πρόθεση και στόχευση, την πυρηνικότητα, την εστίαση σε λίγα και συγκεκριμένα ποιητικά κέντρα ή αφετηρίες, αντί του πολυάριθμου των συνθέσεων. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε ενότητες, καθεμιά από τις οποίες περιλαμβάνει ελευθερόστιχα ποιήματα, μέσης μάλλον έκτασης, που, στις περισσότερες περιπτώσεις, δηλώνουν, είτε ευθέως, είτε υπαινικτικά, τη χωροχρονική τους εκκίνηση και αφορμή, τη συγκυρία, συγκεκριμένα, του εγκλεισμού, η οποία σφράγισε την ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Πρόκειται για μια ποίηση απόλυτα σύγχρονη και συγχρονική, γεννημένη από τη τρέχουσα κοινωνική συνθήκη, την οποία έρχεται για να αποτυπώσει, να ερμηνεύσει, να σχολιάσει με έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο, και, εν τέλει, για να την αντικρύσει ως ερέθισμα, ως κέντρισμα στοχασμού και λόγου για την, εν γένει, ανθρώπινη συνθήκη. Η τελευταία αυτή στόχευση, στενά συνυφασμένη με την παρηγορητική λειτουργία της τέχνης, αφού, όπως γίνεται εμφανές από συγκεκριμένους στίχους, η ποιήτρια συχνά επιχειρεί να απαλύνει την πικρή αίσθηση της σκληρής και δύσκολης αυτής εμπειρίας, δεν μειώνει στο ελάχιστο την κριτική διάσταση του ποιητικού της λόγου, την προσπάθειά της να πραγματοποιήσει ένα είδος ανατομίας της πραγματικότητας και του τρόπου με τον οποίο αυτή μορφοποιήθηκε και μορφοποίησε, στη συνέχεια, τον άνθρωπο και την συμπεριφορά του: Ξαναγίνεται η θάλασσα άραγε;/ Για μας ήταν μια άλλη ζωή,/ αντί γι’ αυτή γερνάμε στα παράθυρα/ και λέμε εντάξει. («Ακινησία Ι»)
Η πραγματικότητα αυτή, το παρόν, με άλλα λόγια, του εγκλεισμού και της απομόνωσης έρχεται σε άκρα αντίθεση με το παρελθόν, το ευτυχισμένο παρελθόν που έχει γίνει πια επώδυνη μνήμη, όπως κάθε μνήμη που γεννιέται μέσα ένα σκληρό και απεχθές παρόν: Δεν βλέπονται πια τα μάτια μου,/ μόνο ακούνε τα βιολιά των άδειων δρόμων/ και νοσταλγούν την εικόνα της φωτογραφίας/ κάπου στ’ Αναφιώτικα/ λευκό φόρεμα μακρύ ως τον αστράγαλο,/ βαλίτσες στα χέρια και ξυπόλυτη. («Ακινησία ΙΙ») Το στοιχείο εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη συλλογή και την κάνει να απεμπλακεί από τη συγχρονία και τη στάθμευση ή, πολύ περισσότερο, το λίμνασμα στην παρούσα συγκυρία είναι η απεμπλοκή της από αυτή, η τοποθέτησή της σε ένα επίπεδο πάνω και πέρα από το παρόν, ένα επίπεδο που αγκαλιάζει όλους τους χρόνους, όλες τις εποχές, αλλά και όλους τους ανθρώπους. Έτσι, ακόμα και στα ποιήματα που η Λεβαντή τεχνουργεί με αφορμή και αφόρμηση την επιστροφή στην κανονικότητα, ακόμη και τότε στέκεται στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, στον πυρήνα της ανθρώπινης δράσης που είναι ανεξάρτητος από τις συνθήκες και τις εξελίξεις. Εκείνο, λοιπόν, που αναδύεται κυρίαρχο είναι το ανάμεικτο εκείνο αίσθημα από πόνο, φρίκη, λύπη, πικρία που γεννά η ανθρώπινη θηριωδία, η ανθρώπινη κατάπτωση και πτώση ως αποτέλεσμα συγκυριών που μοιάζουν ανεξέλεγκτες ή ανεξάρτητες από την ανθρώπινη βούληση και επιλογή. Η ποιήτρια προσεγγίζει τον άνθρωπο της εποχής και κάθε εποχής – αφού οι προκλήσεις και καταστάσεις μένουν πάντα οι ίδιες – με μιαν αφοπλιστική ειλικρίνεια, αλλά και με ένα θάρρος πρωτόγνωρο, μια τόλμη, μια ευθύτητα και μια ελευθερία που μονάχα η τέχνη ξέρει να εξασφαλίζει στον θεράποντά της.
Πάνω σε αυτό το δίπολο κοινωνικής συνθήκης και ανθρώπου – δίπολο αρκετά αγαπημένο όχι μόνο στην ποίηση αλλά και γενικότερα στον στοχασμό – η Λεβαντή τεχνουργεί μία παράδοξη και ανοίκεια σχέση. Παρουσιάζει, δηλαδή, τις κοινωνικές συνθήκες και τον άνθρωπο να διαθέτουν την ίδια μεταβλητότητα και, ταυτόχρονα, την ίδια σταθερότητα στις συνιστώσες της δόμησης και της εξέλιξής τους. Πρόκειται για μια βαθιά φιλοσοφική θεώρηση που αναγνωρίζει στο κοινωνικό και το ανθρώπινο γίγνεσθαι τη δύναμη και τη δυναμική να αλλάζει, να μεταβάλλεται, να παρουσιάζει κάθε φορά τη δική του ιδιαιτερότητα και ιδιοπροσωπία, την ίδια στιγμή, όμως, να μοιάζει τόσο προβλέψιμο και προβλεπόμενο, τόσο αναμενόμενο, σύνηθες και διαχρονικό, έτσι που να καθίσταται απαράλλαχτο, σαν πεπρωμένο. Η ποιήτρια μιλά για την εποχή της, για τη γενιά της, εκκινεί από το εδώ και το τώρα της ζωής, όπως την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει η ίδια, οι παρατηρήσεις της όμως, η ποιητική της σκέψη και έμπνευση οριοθετούνται μέσα σε ένα πλαίσιο που θα μπορούσε να έχει ισχύ και λειτουργία σε οποιαδήποτε στιγμή ή συγκυρία που εμφορείται από τα ίδια αδιέξοδα, την ίδια απελπισία, την ίδια προβληματική: Έχει κατάθλιψη, ανορεξία, νευρικότητα./ Τις μέρες αναλώνεται να είναι κάτι,/ τα βράδια ξεχνιέται μπροστά σε ματς,/ περπατάει ανισόρροπα και ακροβατεί/ ανάμεσα σε τακούνια και sneakers,/ ατενίζει το μέλλον μόνη της/ και γερνά προώρως/ η γενιά μου («Μετάβαση»).
Μέσα σε όλον αυτόν τον προβληματισμό εισέρχεται η τέχνη της ποίησης, η δυνατότητά της να ελέγξει την απροσδιοριστία και την κατάπτωση που μοιάζει να συνθλίβει τον άνθρωπο και τον περιβάλλοντα χωροχρόνο και να την μετατρέψει σε ευκρίνεια και καθαρότητα, σε άνοδο και ύψωση εκεί όπου οι κοινωνικές παθογένειες και τα ανθρώπινα πάθη θα έχουν πια καταργηθεί και εξαλειφθεί. Δεν πρόκειται για την έκφραση μιας ελπίδας ή για τη θεώρηση της ποίησης, απλώς και μόνο, ως καταφυγίου και εφαλτηρίου μαζί για τη νέα συνθήκη, το νέο άνθρωπο, τη νέα συνύπαρξη. Η ποίηση δεν είναι ελπίδα. Η ποίηση είναι πράξη και, μάλιστα, πράξη κοινωνική με την έννοια του θαρρετού εναγκαλισμού της πραγματικότητας και της ζωής με τους όρους ενός ανώτερου ήθους.
* Η ποίηση ως κοινωνία/Σοφία Λεβαντή, Διάβαση, Ενύπνιο, Αθήνα 2021