Προπαρασκευή
Ι.
Τι ωραία που είναι τα ποιήματα!
Τι ωραία τσιγκέλια
να κρέμεται γδαρμένη
η σκέψη μου
ΙΙ.
Έγραψα επειδή έλειπα
ενόσω έλειπα.
Έλειπα για να παραστεί
ο κόσμος.
Όχι οι χρωματιστές ενδείξεις του
όχι η πεταλούδα
στους κήπους
της Βαβυλώνος.
Μα οι παραμορφώσεις του:
η βαρύτητα
που καμπυλώνει
τη λέξη
η ταχύτητα
που περνάει τον ήχο
το ύψος
που γυμνώνει τα δόντια
ΙΙΙ.
Το ανόητο δέντρο
γνωρίζει τη φλυαρία των πουλιών
και το καμένο δέντρο
γνωρίζει τι είπε ο κεραυνός.
Εγώ είμαι το ανόητο δέντρο
και το καμένο δέντρο
και είμαι ακόμη ο κεραυνός
και τα πουλιά όταν τρομάζουν
κι αυτό που λέω το αναγνωρίζεις
γιατί δεν είναι ούτε ομιλία
ούτε σιωπή
είναι το βιβλίο ανάμεσα
και δεν τελειώνει
ΙV.
Όλα υπάρχουν ταυτόχρονα
ή εξέπεσαν απ’ την ύπαρξη στ’ όνειρό της
ταυτόχρονα, αλλά τι απευθύνεται
σε σένα, τι διαφεύγει;
Τι άκουσες όταν γύρισες
τη σελίδα; Όταν ήταν ήδη αργά,
όπως πάντα είναι,
τι άκουσες;
V.
Βαδίζαμε, δίπλα-δίπλα, είχες
έναν γλάρο μόνιμο στον λαιμό σου—
στιγμές βούλιαζες και σε κρατούσα.
Είχες το όνομά μου,
εσύ μόνο, στα χείλη
και τα χείλη σου τα είχε
το αλάτι, και το αλάτι το είχε
η θάλασσα.
Τα βήματά μας άηχα,
ξυπόλυτοι στο αρραγές γυαλί εκεί—
πέρα εκεί, ανάμεσα στη γλώσσα
και στη σημασία
Τι ωραία που είναι τα ποιήματα!
Δεν ξέρω πού το είπα, σε ποιον.
Πρώτα έφτιαξα αυτό το κάστρο
μετά είδα τη σκιά μου στις πολεμίστρες
μετά με ρήμαξε το κύμα
κι ήμουν πάλι εγώ, εδώ, άδειος.