Η πρώτη ποιητική συλλογή του Αντώνη Μπαλασόπουλου Πολλαπλότητες του Μηδενός, Σαιξπηρικόν, 2020 μας προκαλεί να ανακαλύψουμε το μυστικό του αινιγματικού τίτλου της. Για ποιο μηδέν πρόκειται; Της ανυπαρξίας, της εξάλειψης, του εκμηδενισμού ή της ανανέωσης;
Καταδυόμενοι στην ανάγνωση, ψηλαφούμε ένα μηδέν που δεν είναι άσπιλο, λείο. Έχει σαρκώδη υφή, ίχνη εγχάρακτα, εγκαυστικά, εξογκώματα και κρατήρες από εκρήξεις βιώματος. Ποιήματα-οντότητες περιγράφουν το αισθητηριακά προσπελάσιμο, αλλά και το άφατο, με γλώσσα παλλόμενη, στιβαρή, που κάνει χρήση της Ελληνικής στη διαχρονία της, που κινείται ως την άκρη του νοήματος, μια γύψινη ακτινογραφία του ουρανού/διάστικτη με θρομβώσεις/αστέρων, λεμφώματα γαλαξιών. «Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας» σ. 28.
Με φωνή ιεροπρεπή, σχεδόν βιβλική, με οικείες επικλήσεις-προσευχές, ο poeta-vates, σαν νέος Μωυσής παρατακτικά, επαναληπτικά, υπνωτικά αναγγέλλει, υποβάλλει και επιβάλλει:
[…] Ελάτε, όσοι σωθήκατε απ’ τα ύδατα
που μας κύκλωσαν, ξετυλίξτε το νήμα!
Δαχτυλοδείξτε τη διαδρομή με τη στέρεη γη
εκβιάστε τον άνεμο να ‘ρθεί με το μέρος μας!
Συγκεντρώστε τα ερίφια και τα λιοντάρια!
[…]
Έφερα πλάκες μαζί μου, και καλέμι, και σφυρί.
Σκάψτε το δίκαιο των δραπετών
αρτηρία την αρτηρία πάνω στα πόδια,
πάνω στα χέρια μου. «Λιμνοθάλασσα», σ. 22.
Με επαναλήψεις, που κάποτε θυμίζουν κατάλογο (όπως το Β΄ Ιλ.) ή γενεαλογίες της Παλαιάς Διαθήκης, ο ποιητής κατορθώνει να αποκτήσει μια διακριτή προσωπική φωνή, να δημιουργήσει μια ποίηση εύρωστη, δυναμική, πειστική, προσδίδοντάς της αξιοπιστία αρχείων. Ήδη στο εναρκτήριο ποίημα «Το χτύπημα στην πόρτα» σσ. 9-10, όπου καταθέτει τα διαπιστευτήριά του -με πρώτη λέξη το εγώ και τελευταία το μου-, ο ποιητής προβαίνει σε μια δήλωση autodafe, ένα υπαρξιακό μανιφέστο, όπου διακρίνουμε τριάντα έξη κατηγορήματα: Εγώ είμαι, συνοδευόμενα από κατηγορούμενα, η πλειονότητα των οποίων είναι αρνητικά φορτισμένη, καθιστώντας έτσι το πρώτο πρόσωπο όχι ένα ναρκισσιστικό εγώ, αλλά ένα εγώ της αυτοέκθεσης, ένα εγώ ελάχιστο, που εκμηδενίζεται, […] εγώ το τίποτα, εγώ το δεν/στο μηδέν, και το μη, αποτελούμενο από θραύσματα, όχι της ιστορίας, μα της ιστορίας του, που αποκαλύπτει όχι την αντικειμενική αλήθεια, αλλά την αλήθεια του. Όπως αναφέρει ο γάλλος συγγραφέας Εμμανυέλ Καρρέρ «το να γράφεις σε πρώτο πρόσωπο είναι ένα σημάδι εντιμότητας ή ακόμη και ταπεινοφροσύνης. Σημαίνει δηλαδή ότι αυτό που σας λέω δεν είναι η αλήθεια, γιατί δεν πιστεύω στην αλήθεια ή […] ότι έχουμε πρόσβαση σε μιαν αντικειμενική αλήθεια. Μπορούμε, εντέλει να μιλήσουμε ο καθένας για λογαριασμό του»[1].
Οι επαναλήψεις είναι ευάριθμες κι επίμονες, σαν τον μπαλτά του χασάπη πάνω στον κορμό κοπής, σαν τον έξαλλο ντράμερ, σαν ομηρικό λογότυπο, ρεφρέν τραγουδιού, σαν το σφυρί του εργάτη που πλαστουργεί τον νέο κόσμο. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις//Να μην τις παίρνει ο άνεμος[2].
[…] Στην πρώτη της, τη μυστική αθωότητα
η ιστορία ήταν ένας μακρύς κατάλογος από
ονόματα
και στη βαθύτερή της ενοχή το ίδιο. […] («Τα ονόματα», σσ. 48-9).
Οι έως πρότινος χαμένες, εν υπνώσει λέξεις, τριάντα χρόνια γλωσσοδεμένοι, «Θέατρο» σ. 23, λαγοκοιμούνταν απρόφερτες, καθώς λούμωνε η γλώσσα -για να τιναχτεί αρπακτικό αγρίμι- ικέτης στην εξώπορτα της έμπνευσης, όσο ζυμωνόταν η ποίηση με χωνεμένες επιρροές ή κρυπτομνησία Είμαστε κάτι ξύλινα άλογα […] κάτι κουβάρια «Ξύλινα άλογα» σ. 27, [Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες], Κ. Καρυωτάκης. Ένας λόγος, φόρος τιμής στην ποίηση και τους ποιητές, με δάνεια, νύξεις, αναφορές στον Μίλτο Σαχτούρη και τον Μιχάλη Κατσαρό, τον James Joyce, τον Paul Celan και τον Osip Mandelstam, στην παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, στον Ιωάννη της Πάτμου και τον Θουκυδίδη, στον Αρχίλοχο.
Ο ποιητής -του οποίου πηγή δημιουργίας είναι η πληγή- εξέρχεται του σαρκίου του, γλιστράω μέσα κι έξω απ’ τη ζωή μου «Προθάλαμος» σ. 52, ενδεής, εξουθενωμένος, σχεδόν ταπεινωμένος, κι ανέστιος ικετεύει τη Μούσα να του ανοίξει την πύλη της γλώσσας, της ποίησης.
[…] Εγώ η περγαμηνή.
Εγώ το πέλαγος του ονείδους,
εγώ η εξιλέωση των τραυλών.
[…] εγώ η βουκέντρα, εγώ το ζωντανό που σφαδάζει.
Άνοιξέ μου. «Το χτύπημα στην πόρτα» σσ. 9-10.
Η μεγάλη προετοιμασία του ποιητή είναι ο εκμηδενισμός του εγώ, η επίμονη καλλιέργεια της μοναξιάς και οι θυσίες. Η εξόρυξη, η αφαίρεση σάρκας -σχεδόν αποτεμνοφιλία- επιτυγχάνει ακουστική αντηχείου, ώστε το σώμα να πάρει το σωστό σχήμα και να επιτευχθεί πολλαπλότητα εαυτών και φωνών, να ακουστεί ο ψίθυρος των μικρών πραγμάτων, τα καλά κρυμμένα μυστικά βίου, το ουρλιαχτό του τραύματος, να αποκαλυφθεί ο κόσμος. Το θρυμματισμένο εγώ θα ανασυνταχθεί, το δέρμα της κοιλίας, θα μετατραπεί σε μεμβράνη, περγαμηνή όπου θα γραφτεί το corpus sanctum της ποίησης κι ενός λόγου με συναισθηματική φόρτιση, πνιγμούς, ρόγχους, που ταυτόχρονα τραυλίζει.
Μ’ ένα κουτάλι ξύλινο έσκαψα τα σωθικά μου,
[…]
Έκανα χώρο για το κροτάλισμα του πολυβόλου,
το λυγμό του νεογέννητου,
το θρόισμα στα φύλλα, το βάδισμα των γενεών
στη μεγάλη έρημο […] «Αντηχείο», σ. 11.
Ποίηση πολυεπίπεδη, αλλά όχι χαώδης, με απλότητα και καθαρότητα, με πυκνότητα εκφραστική και συναισθηματική. Ποίηση υπαρξιακή, φιλοσοφική, σχεδόν μεταφυσική, αισθητικά υψηλή, κατορθώνει να συνδέσει την προσωπική με τη συλλογική μυθολογία. Ποίηση πολιτική, κοινωνική, της πολεμικής, της σύγκρουσης, με πρόταση βλέμματος και βίου. Καρπός βιωμένης μοναξιάς, πηγές της οποίας είναι οι εμπειρίες και οι πληγές, προϋποθέτει εκμηδένιση κάθε ματαιοδοξίας, εγωισμού, άκρα ταπείνωση, συνεχή υποχώρηση του εδάφους που πατάς, έως τη στιγμή της κατολίσθησης των βεβαιοτήτων σου. «Η ποίηση είναι το αλέτρι που σκάβει στον χρόνο, ώστε τα βαθιά στρώματα του χρόνου, η μαύρη του γη, να εμφανιστούν στην επιφάνεια», όπως αναφέρει στο δοκίμιο «Λέξη και κουλτούρα» ο ρωσοεβραίος ποιητής Osip Mandelstam.
Οι Πολλαπλότητες του Μηδενός είναι βιβλίο όχι ενός υποκειμένου που βυθίζεται, αλλά ενός υποκειμένου που αναδύεται απ’ το μηδέν, από το κάθε είδους μηδέν. Το μηδέν του θανάτου, της λήθης, της απόγνωσης, αλλά και της γνώσης. Κι ο ποιητής, αν και εντελώς εκτεθειμένος στη βαρβαρότητα του πολέμου, της απανθρωποποίησης, του ολοκαυτώματος, της ανοικείωσης είναι έτοιμος να συντριβεί για να υπερασπιστεί, με κοινωνική ευαισθησία, τους αδικημένους και τις λέξεις.
[…] Κανείς δεν είναι ποιητής εάν δεν έχει πρώτα
επισκεφθεί
κρεοπωλείο! […]
Κανείς δεν γνωρίζει τη βαρύτητα
εάν δεν έχει δει πώς κρέμονται ζωές απ’ το
τσιγκέλι,
πώς ζυγίζονται οι ώρες πάνω απ’ τον πάγκο μία-
μία! […] «Θέατρο» σ. 23.
Ξυράφι η γλώσσα και ματώνει, σπασμένο γυαλί περνά πάνω από τις εξοχές του δέρματος και της μνήμης αποξέοντας τις εμπειρίες για να φτάσει έως τη λείανση, το μηδέν, την επιφάνεια-παλίμψηστο, όπου θα τυπωθεί η νέα αλήθεια, που έχει προκύψει από την «εμπυρία»-εμπειρία.
Ας είμαστε εμείς το τελευταίο μηδέν!
Κι ας αρχίσει ξανά το μέτρημα απ’ το ένα!
[…] «Θέατρο» σ. 24.
Το τελευταίο μηδέν. Ένα μηδέν εύπλαστο, εντελεχές, μαγικό. Λίγο να το ζουλήξεις κι έχεις το προαιώνιο αβγό της ύπαρξης, τη δυνατότητα της ζωής, της εξέλιξης, το δυνάμει μέλλον, την ελπίδα. Τα δάχτυλά σου στη μέση του και νά… το άπειρον υποκλίνεται στην ευαισθησία, στο συντετριμμένο των ανθρώπων και των λέξεων.
[1] Καρρέρ Ε., «Η αλήθεια βρίσκεται στο αντίθετο από αυτό που έχουμε τη φυσική τάση να κάνουμε», συνέντευξη του Εμμανυέλ Καρρέρ στον Διονύση Σκλήρη, σ. 322, Φρέαρ, τχ. 11, Μάιος 2015, σσ. 318-32.
[2] Από τη συλλογή Ο Στόχος (1970), [πηγή: Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα. 1941-1971, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 42000, σ. 159].
* Αντώνης Μπαλασόπουλος, Πολλαπλότητες του Μηδενός, Σαιξπηρικόν, 2020