Η τρυφερή αγριότητα του κόσμου στους κύκλους της ζωής
Δύο όμοια γεγονότα όπως και δύο όμοιες κινήσεις δεν είναι ποτέ τα ίδια και οι ίδιες, γιατί αλλάζουν, μεταβάλλονται από τον χρόνο και τότε συμβαίνει κάτι που πάντα διαφεύγει. Η ανησυχία της αβεβαιότητας για το τι πρόκειται να συμβεί και της βεβαιότητας για ό,τι έχει οριστικά συντελεστεί είναι ό,τι αδιάκοπα ξετυλίγεται μέσα στο φάσμα των διαστάσεων του χρονοπόνου, κι η ζωή αποδεικνύεται τόσο περίπλοκη όσο και απλή ταυτόχρονα, ενώ οι καιροί, αδιαφορώντας παγερά για τις συνέπειες, αναποδογυρίζουν και αλλάζουν. Όλα συμβαίνουν μέσα σε μια πανδαισία τριάντα τριών διηγημάτων που συγγράφηκαν από τον πεζογράφο Κώστα Αρκουδέα σε διάστημα 30 ετών από το 1981 ως το 2020.
Η νόσος της αδράνειας, το πρώτο διήγημα της ανθολογίας που δανείζει και τον τόσο εύστοχο τίτλο του στο βιβλίο, σηματοδοτεί και τονίζει την έλλειψη νοήματος ή την αποτυχία εξεύρεσής του, το κενό του κόσμου και της εσωτερικής ζωής. «Όταν όλα μοιάζουν στείρα, χωρίς νόημα, πώς μπορούμε να περιγράψουμε το κενό;» γράφει ο συγγραφέας στο ομώνυμο διήγημα.
Ο κόσμος μοιάζει να βυθίζεται καθημερινά στο τέλμα της κατάθλιψης υμνολογώντας τον θρίαμβο της απάθειας. Κι εδώ έρχεται σαν αντιστάθμισμα ο μεγάλος ισορροπιστής. Το επόμενο ισχυρό μοτίβο που διατρέχει ακόμα και υποδορίως τα διηγήματα της συλλογής, -ο έρωτας, οπωσδήποτε παρών, άλλοτε πληγωμένος, άλλοτε αδικημένος, άλλοτε προδομένος, άλλοτε εξιδανικευμένος και επινοημένος, άλλοτε -σπανίως- θριαμβευτής. Ο έρωτας να πάλλεται και να ηχεί με τη δομή έγχορδου οργάνου, με τρεις χορδές να παίζουν τη μουσική της λύπης και μια χορδή να παίζει τη μουσική της χαράς.
Όμως ο Κώστας Αρκουδέας είναι ο οξύνους παρατηρητής που δεν αναμετριέται επιτυχώς μόνο με το υλικό του έρωτα και της συγγραφικής τέχνης, αλλά και την απαιτητική διαχείριση της εξισορρόπησης ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, καθιστώντας τον αναγνώστη έναν παράξενο χρονοταξιδιώτη που μέσα από περιπετειώδεις εναλλαγές, από βιωματικά, χιουμοριστικά έως κωμικοτραγικά συμβάντα, από εντυπωσιακά σκηνικά μυθοπλασίας, από πνευματικές αναζητήσεις και φανταστικές υπερπτήσεις απ’ όπου όλα τα παρακολουθεί, περιδιαβαίνει έναν κόσμο που δονείται και πάλλεται όχι μόνο από τις συνέπειες λαθών και παθών, αλλά κυρίως από ένα μεταφυσικό ρίγος που ανεβοκατεβαίνει ασθμαίνοντας τις κακοτράχαλες κορυφογραμμές ενός καρδιογραφήματος και φουντώνει τον πυρετό στον υδράργυρο ενός θερμόμετρου που πυρακτώνεται στο στόμα του μεγάλου ασθενή που δεν είναι άλλος από την ίδια τη ζωή.
Ο συγγραφέας συγκέντρωσε το πλούσιο υλικό των διηγημάτων του σε μια καλαίσθητη και συγκροτημένη έκδοση, διαχωρίζοντάς το σε τέσσερα κεφάλαια με τίτλους από τα τέσσερα στοιχεία: νερό, φωτιά, γη, και αέρας. Το κάθε στοιχείο, με επικρατέστερο κατά τη γνώμη μου αυτό του νερού με το συναισθηματικό και ονειρικό του φορτίο, προσδίδουν στις ιστορίες διαφορετικές συγκινησιακές αποχρώσεις και εντάσεις, αποδεικνύοντας έκδηλα το πόσο ο συγγραφέας ποθεί να ενωθεί με τον κόσμο, να γίνει ένα σώμα μαζί του, εκεί κάπου στο εξωτικό όσο και επινοημένο άτοπο και άχρονο σημείο, το απροσδιόριστο κι εξωπραγματικό απ’ όπου πηγάζουν η ευτυχία των πραγμάτων και η ομορφιά της ζωής, ή έστω κάποια από τα κρυμμένα μυστικά της.
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι όλα τα διηγήματα του τόμου είτε αυτά διαπνέονται από νοσταλγική, είτε ρομαντική, είτε σαρκαστική, είτε κριτική, είτε συναισθηματική, είτε μελλοντολογική διάθεση, διατρέχονται από έναν κοινό άξονα που δεν είναι άλλος από την τρυφερή αγριότητα του κόσμου μέσα από το πνεύμα του οποίου ο συγγραφέας πετυχαίνει να «γιορτάσει» τον αληθινό του εαυτό κι αυτή είναι για μένα η σπουδαιότερη αρετή του βιβλίου διότι προκύπτει από την βαθύτερη κατανόηση του κόσμου.
Από το διήγημα με τον τίτλο «Τελικά τι μένει;» απομονώνω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Κάθε άνθρωπος ήταν για σένα ένα ανοιχτό βιβλίο και κάθε βιβλίο είχε πολλές ιστορίες να πει, από τις πλέον κοινές έως τις πλέον ευφάνταστες- ασύλληπτη η ποικιλία των ψυχών».
Για να γίνει ένας συγγραφέας ένας πετυχημένος αφηγητής της ζωής είναι σημαντικό πρώτα να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του μέσα από τον κόσμο κι έπειτα τη συνειδητοποίηση του κόσμου μέσα από τον εαυτό του. Ο συγγραφέας μας πετυχαίνει την καλή αφήγηση του κόσμου -όπως ίσως θα το ήθελε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες‧ μια καλή αφήγηση που προκύπτει από την κατανόηση του κόσμου που έχει προηγηθεί, και θα πρέπει να λειτουργεί όχι μόνον ως επινόηση, αλλά και ως τεχνική, κάτι που όπως αποδεικνύεται από τη γόνιμη συγγραφική διαδρομή του Κώστα Αρκουδέα, φέρει μια κατάκτηση, που δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη, μιας τεχνικής που είναι καθολικά λειτουργική και που διαμορφώνει τα κείμενα δίνοντας έμφαση στο αισθητικό αποτέλεσμα της γλώσσας, στο διαυγές νόημα με καθαρές γραμμές και εύληπτες εικόνες.
Τα διηγήματα του Κώστα Αρκουδέα -χωρίς να γίνονται δύσθυμα και δυσνόητα- συνδυάζουν μια αξιοσημείωτη γκάμα αποχρώσεων σε ψυχικές καταστάσεις και υπαρξιακά ερωτήματα και νοήματα, συχνά μέσα από την παιγνιώδη χρήση του γραπτού λόγου και μια αίσθηση διαχρονίας, που τα καθιστά φρέσκα και δροσερά σαν φρούτα που δαγκώνει κανείς για πρώτη φορά απολαμβάνοντας τον αρωματικό καρπό και κρατώντας το κουκούτσι που σαν σκληρός πυρήνας της κάθε ιστορίας περικλείει μέσα του τον σπόρο ενός ισχυρού μηνύματος που διασώζεται και σκοπεύει να βλασταίνει στο διηνεκές.
* Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες, Κώστας Αρκουδέας, εκδόσεις Καστανιώτη 2021, σ. 345