7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιήτριες και ποιητές που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.
Οι συμμετέχοντες ποιήτριες και ποιητής για τον μήνα Ιανουάριο είναι: Ηρακλής Αντωνογιαννάκης, Ελένη Σ. Αράπη, Γεωργία Γιώτα, Μαρία Μπουρμά, Σωτήρης Νούσιας, Αριστέα Τσάντζου, Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Χρήστος Χόντρος. Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.
Καλή ανάγνωση!
Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Ηρακλής Αντωνογιαννάκης
Λαβώματα
Κι έτσι κάποτε, ακροβατήσαμε πολλές φόρες
με λαχτάρα και καμάρι μπρός τον θάνατο
χωρίς να λυγίσουμε…
Και χαθήκαμε πολλές φόρες
σε κάποια νότα του μαντολίνου,
βραδιές πνιγμένες μες’ το ουίσκι και τα βαριά τσιγάρα..
Κι όταν ζύγωνε η αυγή και το φεγγάρι
κοκκίνιζε από δισταγμό σε μια άκρη
τ’ ορίζοντα*
φάνταζε το τοπίο κάποτε-κάποτε
σαν τόπος εξορίας
Η τόπος που αφήσαμε τον άλλο μας εαυτό
για να μην τον αγγίξει αυτό που τελικά
μας χαράκωσε την ψυχή,
και που τότε δεν φοβηθήκαμε
Μόνο που όταν επιστρέφαμε είχε χαθεί
ακόμα κι η σκιά του
κάπου στις κρυφές διαδρομές, σε κάποιο φαράγγι
κρατώντας μια κατσούνα
με περασμένο τ’ αγρίμι να κρέμεται,
να σφαράζει απ’ τον πόνο της κατακρήμνισης
Και διαβάτες και οδοιπόροι ..
Και άγιοι και δαίμονες…
Και αγρίμια και λαβωμένοι βαριά
Και τα όρια που συνεχώς να σπάζουν…
Λαβωμένοι απ’ τα θραύσματα,
κόκκινοι μες το αίμα
γυρεύαμε κάπου να αναπάψουμε
την ψυχή μας.
§
Ελένη Σ. Αράπη
Τα ευτελή
Ψάχναμε χώρο να στοιβάξουμε
τα ευτελή. Το σπίτι είχε
κατακλυστεί. Ούτε σπιθαμή για
να περπατήσεις. Σκόνταφτες
πάνω στη ραπτομηχανή˙
βουνά τα κουρέλια και τα
μασούρια. Αργαλειοί με
φλοκάτες και υφαντά. Στοίβες τα
αρνητικά. Καμένα τα πρόσωπα.
Ακόμα κι οι τοίχοι γεμάτοι με
τηλέφωνα εκτάκτου ανάγκης, εν
είδει αυτοσχέδιας ταπετσαρίας.
Ανορθόγραφες συνταγές.
Ημεροδείκτες με ευχές.
Τρίμματα οι προσευχές.
Ιστός αράχνης τα ευτελή
κι οι μνήμες κουνούπι προς
βρώση.
§
Γεωργία Γιώτα
Ιερές βραδιές
Νέες πληγές το σώμα μου βασάνισαν
Νέα καρφιά την ψυχή μου κάρφωσαν με δύναμη
και περισσή ορμή πού ΄λεγα πως δεν θα αντέξω τούτο το σταυρό
άλλο να τον σηκώνω μοναχός στου Γολγοθά
το μακρύ ανήφορο.
Μα όταν νύχτωνε η άγια νύχτα
όταν σεντόνια αστεριών θριαμβολογούσαν με καμάρι
πάνω στο σκότος του ουρανού, κάτι αλλόκοτο μέσα μου
συνέβαινε, μυστήριο μέγα, χειροφίλημα Θεού.
Το σώμα ανατρίχιαζε, ο νους χανόταν στους απέραντους
δρόμους του Σύμπαντος και η καρδιά, ατίθαση πλανεύτρα
έστηνε τρελό χορό.
Ριγούσα εκείνες τις νυχτιές
μεθυσμένος από του γιασεμιού το άρωμα. Οι φρύνοι
φλυαρούσαν ασταμάτητα, αντάλλασσαν των λιμνών τα μυστικά.
Και τι δεν θα΄δινα να μοιραστώ λίγα απ΄τα υγρά τους λόγια.
Ή έστω να μπορώ να τραγουδώ κι εγώ σαν τ΄ αηδόνι του δάσους
εκείνες τις νυχτιές που ο Έρωτας λαγγεύει από πόθο και λαχτάρα.
Ξυπνούσε η Φύση κι αναστέναζε.
Κι όσο Εκείνη αναστέναζε
τόσο αναστέναζα κι εγώ μες στην απαντοχή μου. Αναθαρρούσα
τότες. Γέμιζαν τα σωθικά με νέκταρ νυχτολούλουδου. Σήκωνα
το βλέμμα κι αντίκριζα τη λάμψη. Έσκυβα μέσα μου κι ανίχνευα
το φως το ανέσπερο. Και σαν να ξεχνούσα τον πόνο των πληγών
σαν να γινόταν ελαφρύτερος ο σταυρός που κουβαλούσα
κι ένας αέρας, φιλί της ζωής, έδινε πνοή στην πνοή μου
και σαν να άκουγα παντού, ολόγυρά μου, μέσα μου
ένα μούρμουρο, απαλό σαν μητρική φωνή
και ήταν σαν να έλεγε:
«όσο θα ζεις, να ελπίζεις».
§
Μαρία Μπουρμά
Τα σπίτια ασφυκτιούν.
Στους δρόμους τσιγάρα
χάνουν τις καύτρες τους.
Ο κόσμος ένα κενό χαρτόκουτο
που το κλοτσάει η μοίρα.
Το φως, όμως, νεογέννητο μωρό,
περνάει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου.
§
Σωτήρης Νούσιας
XΩΡΙΣ ΧΙΜΑΙΡΕΣ
Θεραπεύουμε τα όνειρα μας
Ανάμεσα σε ήλιους κόκκινους
Γράμματα τα σώματα μας
Δεν ζήτησαν ποτέ τους παραλήπτη
Ενέσεις ενισχυμένης φαυλότητας
Χωρίς χίμαιρες
Δικάζονται οι ανήσυχες μέρες
Κοιτάζουμε τα γυάλινα κλουβιά
Τους μήνες που γέμισαν μπετό
Τα χρόνια που σάλπαραν
Ναρκωμένα
Βλέμματα μέσα από φάρους θαμπούς
Κι η αγάπη τεχνητή νοημοσύνη
Ακόμη περιμένουμε
Τις σημαίες μας
Να κυματίσουν
Σε ένα φέγγος χλωμό
Γυαλίζουμε τα παλιά μας όπλα
Τινάζουμε την βροχή από τις στολές μας
Διώχνουμε την σκόνη
Από τα βήματα των παιδιών
Μέσα μας καρπίζει
Αγρανάπαυση
§
Αριστέα Τσάντζου
3.7.21, 10.7.2021
Ένα αδημοσίευτο ποίημα είναι
ένα νεκρό ποίημα,
κουβέντα που δεν ξεστόμισες
σκέψη που δεν φτερούγισε
στα κάγκελα, δεν ταξίδεψε
στα σύρματα.
Ένα αδημοσίευτο ποίημα είναι
μια νύχτα που μουρμούραγες
στο μαξιλάρι μονολόγους,
σκέψεις που κάλπαζαν
στις ενώσεις του πλακόστρωτου
ενώ επέστρεφες απ’την δουλειά,
από ένα «ποτό με φίλους»,
μια φευγαλέα σκέψη μέσα
στην θάλασσα, κάτω απ’ άγρια σύννεφα,
στη λεωφόρο που σκαρφαλώνει τον
ορίζοντα με ταχύτητα ρόδας.
Κι είμαι κι είσαι κι είμαστε
άγνωστο ταξίδι, ποίημα
αδημοσίευτο.
§
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
Disticha Moralia
Δὲν κλαίω αὐτοὺς ποὺ φεύγουνε καὶ ἀπολησμονιοῦνται.
Κλαίω γι’ αὐτοὺς ποὺ μιὰ ζωὴ τὸν θάνατο φοβοῦνται!
Φεγγάρι Αὐγουστιάτικο τὴ νύχτα κι ἂν χαράζῃ,
ἂν τὸ ξανοίξῃς πιὸ καλὰ ἥλιος τῆς μέρας μοιάζει!
Τὰ λόγια τὴν καρδιὰ ποτὲ μ’ ἀγάπη δὲν γεμίζουν
γιατὶ τσ’ ἀγάπης τὸ δεντρὸ οἱ πράξεις τὸ ποτίζουν!
Ποτὲ δὲ βλέπω ὄνειρα στὸν ὕπνο μου ἀπάνω
γιατὶ ὀνείρατα πολλὰ στὸν ξύπνο μόνο κάνω!
Γιὰ τὶς ζωὲς ποὺ ἀφαιρεῖς Χάρε θὰ σὲ μισήσω
γιατὶ ὅ,τι δωρίζεται δὲν ἐπιστρέφει πίσω!
Ἂν ἦταν ροῦχο τ’ ἄδικο σ’ αὐτὴ τὴν οἰκουμένη,
θὰ ἦταν οἱ πολλοὶ γυμνοὶ καὶ λίγοι οἱ ντυμένοι!
Σὲ ὅποια μέρη κι ἂν βρεθῇς, δικοὺς ἢ ξένους τόπους,
ἄλλαζε δρόμο καὶ στρατὶ ὅταν ἀκοῦς ἀνθρώπους!
Σὲ κοιμητήρι ἂν βρεθῇς καὶ ἡ ψυχὴ τ’ ἀντέχει,
ἐκεῖ θὰ νιώσῃς ἡ ζωὴ πόση ἀξία ἔχει.
Βουνοκορφὴ εἶν’ ὁ ἔρωτας ποὺ σὰν τὴν κατακτήσεις
ἢ θ’ ἀντικρύσῃς τὸν Θεὸ ἢ θὰ κατρακυλήσῃς!
Στὰ ὀνείρατά μου ἐγὼ θωρῶ τὸν ξύπνιο μου γιὰ λίγο
καὶ ὅταν εἶμαι ξυπνητὸς ὀνείρατα ξανοίγω.
Τὰ γηρατειὰ εἶναι στὸ μυαλὸ καὶ ἂν δὲν τὰ θυμᾶσαι
ποτὲ ἐσὺ δὲν θὰ γερνᾷς ὅσο χρονῶν κι ἂν θάσαι!
Στοὺς Ἅγιους ἄναψε κερὶ καὶ φίλα τὰ ποδάρια
γιὰ νὰ γεμίζουν τῶν ναῶν μὲ χρῆμα τὰ παγκάρια.
Ὅσοι κοιμοῦνται ἀνάσκελα θαρρῶ πὼς δὲν μετριοῦνται
περσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὄρθιοι κοιμοῦνται!
* Κωνσταντίνος Βελίνης
§
Χρήστος Χόντρος
Άτιτλο
Και ξαφνικά
Δεν έχω πια λυγμούς
Να σε υπερασπιστούν
Ο χειμώνας χειμώνα πλησιάζει
Πίνακας: De Chirico’s Love Song