Τα τελευταία χρόνια και κάτω από την επίδραση των πολιτικών και ιδεολογικών αδιεξόδων της κρίσης μετά το 2010 εμφανίζεται μία τάση, είτε με κοινωνική κατεύθυνση είτε υπαρξιακή, η οποία διακρίνεται από την αναβίωση ενός νατουραλιστικού ύφους. Δεν πρόκειται βέβαια για μία μιμητική ενέργεια, αλλά για μια αυθόρμητη λεκτική και υφολογική επιλογή δημιουργών που προσπαθούν να αποτυπώσουν τη μελανή ψυχολογία χαλεπών καιρών (ένδεια, αστεγία, προσφυγιά κτλ). Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η πρώτη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Σύρμου («εμφάνεια» , βακχικόν, 2020).
Η ποίηση του Σύρμου είναι στοχαστική. Ο ποιητικός προβληματισμός αναδύεται μέσα από το αφηγούμενο υλικό. Σκηνές αστικές ξεπηδούν από τη στιχουργική του, που λειτουργούν ως αφορμή για αναστοχασμό. Ο δημιουργός αφηγείται περιστατικά και περιγράφει σκηνές μιας πόλης μουντής και μελαγχολικής.
Το ποιητικό άστυ του Σύρμου είναι πολύβουο και μοναχικό. Η απομόνωση μοιάζει να κυριαρχεί παντού. Οι κάτοικοι ζουν μόνοι και φοβισμένοι (τα δυο μάτια, κάπου, το μόνο παιδί), όπως το ποιητικό υποκείμενο. Το α’ ενικό γραμματικό πρόσωπο είναι το κύριο ποιητικό υποκείμενο, το οποίο λειτουργεί ως συλλογικό πρόσωπο, ως ένα “εμείς” που εξατομικεύεται συμβολικά στο πλαίσιο του αστικού ατομισμού. Είναι ο μεταμοντέρνος αστικός φετιχισμός του “εγώ” που δεν αναζητά τη λύτρωση και τη θεραπεία στο συλλογικό, αλλά μοιρολατρεί σχεδόν ναρκισσιστικά. Το ποιητικό υποκείμενο “θρηνεί” κάτω από το βάρος της μοναξιάς στην απρόσωπη πόλη, δεινοπαθεί από τους γρήγορους ρυθμούς και το θανατικό χωρίς να βρίσκει αντίδοτο (μακέτα). Δεν πρόκειται για τη διπολική ποιητική προσωπικότητα του “βιώματος της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας”, αλλά για το θύμα της ζωής στις μεγαλουπόλεις (ξυπνήσαμε), αυτό που άλλοτε παραφράσαμε ως αστικό πολιτισμικό τραύμα.
Στην αφηγηματική ποιητική του Σύρμου η περιγραφή του σκηνικού χώρου κατέχει δεσπόζουσα θέση. Μέσα από τις περιγραφικές παραλείψεις –τα κενά του Macherey και του Iser– διαμορφώνει ένα ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη σκηνικό. Στην ήπια μεταμοντέρνα υπερρεαλιστική οπτική (κάπου, μπαλκόνι, χάδια, δραπέτευση, έκτρωση, λιποτάκτες, μακέτα) το τσιμέντο και οι τοίχοι, ως σκηνικό, “πνιγούν” τα χαρούμενα χρώματα (αναπαράσταση, νύχτα). Η συνειρμική σύνδεση των εικόνων ζωντανεύει το μελαγχολικό αστικό σκηνικό με μία νεονατουραλιστική διάθεση (το σχεδόν, φονιάς). Όλα γίνονται γρήγορα και οι άνθρωποι μοιάζουν διαρκώς να τρέχουν (εμπόριο, χάδια, θίασος). Ο θάνατος κυριαρχεί (δεύτερη φορά, κάπου, στατικό, εμπόριο, δραπέτευση, φονιάς, το σχεδόν, τους νεκρούς, το αίμα) και ένα αίσθημα ανεπιτυχούς δραπέτευσης μοιάζει να “σκεπάζει” τη συλλογή (κάπου, εμπόριο, μην είμαι εγώ). Η ερωτική απογοήτευση εντείνει το συναίσθημα του πόνου και της μοναξιάς (αναπαράσταση, παριστάνω, ξυπνήσαμε, παύση, εραστές).
Η ιδεολογία του ποιητικού κειμένου με την επιλογή και την τοποθέτηση των λέξεων, το μοτίβο του θανάτου και του απρόσωπου, ορίζουν έναν καταθλιπτικό χώρο, που πνίγει το ποιητικό υποκείμενο. Έτσι στην πραγματικότητα ο Σύρμος μάς παραδίδει μία ποιητική πραγματεία κοινωνικής κριτικής.
Ο αστικός ποιητικός νεονατουραλισμός του Κωνσταντίνου Σύρμου – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
Από CULTURE BOOK
08/02/2022