Με την πρώτη της, καλαίσθητη εκδοτικά, ποιητική συλλογή Stanza (δηλαδή στροφή) από τις εκδόσεις Gutenberg, η Μαρία Καντ-Καντωνίδου συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο, ο οποίος, ωστόσο, δεν αποκλείει την όραση ή τον έμμεσο σχολιασμό της σύγχρονής μας πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας. Το ανά χείρας ποιητικό βιβλίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα, προσωπικά βιώματα και συμπυκνώνουν αισθητικά όχι μόνο τη συναισθηματική και καλλιτεχνική ωρίμανση της ποιήτριας, αλλά και μια γενικότερη θέαση, δηλωτική της ανθρώπινης περιπέτειας. Παρατηρούμε, λοιπόν, μιαν ωριμότητα, υπαρξιακής και βιολογικής υφής, στην οποία ο έρωτας συνοδεύεται από τον σωματοποιημένο φόβο του θανάτου. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η ποιήτρια εκδίδει σε ώριμη ηλικία, αλλά και τιτλοφορεί σεφερικώ τω τρόπω τη συλλογή Stanza-στροφή δεν είναι κατά τη γνώμη μου καθόλου άσχετο.
Πιο συγκεκριμένα, η συλλογή χωρίζεται σε επτά (περίπου ίσες) ενότητες «Ευθαρσώς, Περιπαθώς, Και εμπύρετα, (Υπ)ακούει το σώμα, Εν αγνοία και γνώσει, Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ.», στις οποίες αναπτύσσονται αντιστικτικά τα θέματα α) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της μεταπολεμικής, ελληνικής πραγματικότητας, β) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η γραφειοκρατική απονεύρωση και ο τεχνοκρατικός ορθολογισμός, γ) της γενικότερης ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης, δ) της αλλοτριωμένης ενηλικίωσης σε σύγκριση πάντα με την ανόθευτη παιδική ηλικία και ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας. Τα πιο πάνω θέματα, ωστόσο, δεν καταδεικνύουν μόνον έναν κόσμο αλλοτριωμένο με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση, αλλά αποκαλύπτουν ταυτόχρονα και έναν κόσμο δοξαστικό, ποιητικό, ερωτικό και αόρατο, που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμα.
Μέσα σε αυτό το αντιθετικό-συνθετικό πλαίσιο ανάγνωσης, οι συνεχείς αντεγκλήσεις ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, το ψεύδος και την αλήθεια, την άγνοια και τη γνώση, τη σιωπή και τον λόγο, τον πόθο και το πάθος, την ευτυχία και τον πόνο, την αποδημία και την απώλεια, την ύβρη ως υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων και την κάθαρση, το άρρητο, το παράλογο και τον ορθολογισμό, την απόκρυψη και την αποκάλυψη, το φως και το σκότος, συναρμολογούν διαλεκτικά και εν προόδω μια μονίμως ενεργητική, ποιητική συνείδηση, η οποία δεν διστάζει, μάλιστα, να απομυθοποιήσει κριτικά το σήμερα ή να μιλήσει τολμηρά για τον έρωτα ως γυναίκα. Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το συγκρουσιακό και συχνά τραυματικό πλαίσιο, η ποιήτρια αναδεικνύει μέσα από την καθημερινότητα ένα αρχέτυπο, ένα ποιητικό, γυναικείο πρόσωπο, που εξακτινώνεται σε όλα τα μείζονα και ελάσσονα νοήματα του βιβλίου, το οποίο, ενώ εκφράζει από τη μια την άρνηση της γυναίκας να αποδεχτεί την αντρική οπτική και ονοματοθεσία του έρωτα και της γυναικείας ταυτότητας, από την άλλη δεν οδηγεί σε γυναικεία επαναστατική γραφή, αλλά σε μια ποίηση εσωτερική και καθολική.
Η γυναικεία αυτή όραση, επομένως, δεν μας μετατρέπει μόνο σε κοινωνούς στις υπαρξιακές αναμοχλεύσεις της ποιήτριας, αλλά ταυτόχρονα και της εξωτερικής πραγματικότητας, αποκαλύπτοντας έτσι το σκηνικό της όλης διαλεκτικής, ποιητικής διαδικασίας· μιας διαδικασίας που χτίζεται παράλληλα και ταυτόχρονα αφενός μέσα στην οδύνη και στην πικρή συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί, εντέλει, να κρατηθεί αλώβητος από την παντού και πάντα υφέρπουσα φθορά και αφετέρου μέσα στην πίστη, στην ελπίδα του έρωτα και του θαύματος. Και, βέβαια, μέσα στη διαλεκτική δομή του κειμενικού σύμπαντος, όπως αυτή η δομή αποτυπώνεται στη συλλογή ως συνδυασμός ορατού χώρου και αθέατης ή βαθιάς εσωτερικής διαστρωμάτωσης των εσωτερικών τοπίων, η φύση από τη μια, αλλά και το αστικό τοπίο και καθημερινά αντικείμενα από την άλλη επιλέγονται για να αποδίδουν καταστάσεις του υποκειμενικού κόσμου, ενώ ο θάνατος ανεξέλεγκτος διασχίζει κάθετα και οριζόντια όλη τη συλλογή με ποικίλα προσωπεία.
Η συνολική εντύπωση, μάλιστα, που αφήνει η συνανάγνωση των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των ποιημάτων της συλλογής σε συνδυασμό πάντα και με το οπτικό-εικαστικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται, είναι ότι θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως μικρά θεατρικά ή κινηματογραφικά μονόπρακτα. Καθένα ξεχωριστά θα μπορούσε να γίνει ταινία μικρού μήκους και όλα μαζί μια σπονδυλωτή ταινία ή ένα πολυφωνικό αστικό μυθιστόρημα. Με άλλα λόγια μια πολυφωνική σύνθεση που θα στηριζόταν στην εναλλαγή φωνών και πρισμάτων, σε μιαν καλλιτεχνική απόπειρα απόδοσης όλων των διαφορετικών και ενίοτε αντιθετικών πλευρών της συγκεκριμένης θεματικής.
Εστιάζοντας τώρα στα εκφραστικά μέσα της Μαρίας Καντ, παρατηρούμε ότι φιλοτεχνεί το ποιητικό της σκηνικό βασισμένη τόσο σε αφηρημένες έννοιες όσο και στην υλικότητα των πραγμάτων, αλλά κυρίως στη βαθύτατη γνώση της ελληνικής γραμματείας και γλώσσας στη διαχρονία τους. Ουσιαστικά, μάλιστα, στοιχεία της ποιητικής της αποτελούν α) η υπερρεαλιστική ευρηματικότητα, σε συνδυασμό με το παιχνίδι και την ανατρεπτικά γόνιμη ανοικείωση-έκπληξη που χαρακτηρίζουν τη δομική σύσταση τουποιητικού της λόγου, β) η έντονη μουσικότητα που επιτυγχάνεται τόσο με ποικιλόμορφους, γόνιμους και αισθητικά δραστικούς συνδυασμούς ελεύθερων στίχων -με ποικίλα μήκη και παρηχήσεις-όσο και με τη χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, αλλά κυρίως γ) ο πλούσιος διακειμενικός διάλογος με τη νεοελληνική και παγκόσμια ποίηση (Όμηρος, αρχαίοι μύθοι, δημοτικό τραγούδι, Δάντης, Σολωμός, Κάλβος, Έλιοτ, Πάουντ, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Σαχτούρηςκ.ά.).
Μια πιο εστιασμένη ματιά θα μπορούσε, ίσως, σε μερικά σημεία της συλλογής να ξεχωρίσει το άγχος για την ακρίβεια και τη δραστικότητα του σημαίνοντος συνυφασμένη πάντα με μιαν υπέρμετρη τάση για σκοτεινότητα του ποιητικού λόγου, στοιχεία που διασαλεύουν ενίοτε την αναγνωστική συγκίνηση. Δεν μπορούμε, ωστόσο παρά να συμφωνήσουμε ότι τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής αποτελούν κείμενα παλλόμενα από αυθεντική, βιωματική συγκίνηση και πρωτογενή, ψυχική ένταση.
αυτός ο Ονήσιλος
Λοιπόν
αυτός
ο Ονήσιλος,
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος
ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο
είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,
θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.
Ίκαρος
Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)
–ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν
Έχει προηγηθεί ο ήλιος.