Η γνωστή φιλόλογος, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Μαρία Στασινοπούλου, μετά από δύο πεζογραφικά βιβλία («Κυρία, με θυμάστε;» και «Χαμηλή βλάστηση», και τα δύο από τις εκδόσεις «Κίχλη») επανέρχεται μέσα στο 2021, με ένα ακόμη πόνημα, το «Ασκήσεις Αντοχής στον χρόνο», και αυτό από τις ίδιες εκδόσεις. Πρόκειται για μία πλειάδα μικροκειμένων, όπου η αρετή του λακωνικού και η δύναμη του στιγμιότυπου υπηρετούνται με ακρίβεια και συνέπεια γεωμέτρη.
Η παραίνεση του Διονύσιου Σολωμού «Κοίτα να είσαι σύντομος και να μην επιμένεις σε τίποτα», την οποία παραθέτει ως μότο της, σφραγίζει και εδώ την ιδιοπροσωπεία της, επιβεβαιώνοντας την μέχρι σήμερα επιτυχή πορεία της ως πεζογράφου. Στις εβδομήντα τέσσερις αυτόνομες ιστορίες που απαρτίζουν τη συλλογή, θέματα όπως ο χρόνος και η φθορά που αυτός επιφέρει στα πράγματα, η μετανάστευση, η προσφυγιά, η έννοια της πατρίδας, του πολιτισμού και του δια-πολιτισμού σκιαγραφούνται με τρόπο καίριο και επιδραστικό, μέσ’ από μία αφήγηση συχνά αντισυμβατική και αυτοσαρκαστική. Με την άρνηση κάποιου πράγματος να βαδίζει χέρι χέρι με την ─έστω και συγκαταβατική─ αποδοχή του, η συγγραφέας συνθέτει κείμενα πολύπλευρα και στοχαστικά, δοσμένα με ρεαλισμό αλλά και έναν σκεπτικισμό από τον οποίο δεν λείπουν το χιούμορ και η τρυφερότητα. Μέσ’ από την αγαστή μείξη των αντιθέτων συνθέτει πολλές και διαφορετικές οπτικές, αποκαλύπτοντας αυτό που κρύβεται πίσω από το αναμενόμενο και το τετριμμένο, πίσω και πέρα από τις μονομέρειες, τα στερεότυπα και τις κοινωνικές συμβάσεις.
Διορατική και ανοιχτή στον κόσμο η εβδομηντάχρονη αφηγήτρια (και άλτερ έγκο της συγγραφέως) προδιαθέτει θετικά, προβληματίζει αλλά και εκπλήσσει ευχάριστα. Τυχαία συναπαντήματα, συνηθισμένες οικογενειακές στιγμές, ειδήσεις από την εκάστοτε επικαιρότητα, μικροπαρεξηγήσεις και αυθαίρετα συμπεράσματα τρίτων, ανεξήγητες συμπτώσεις και ανερμήνευτες συγκλίσεις και αποκλίσεις, ένα τίποτα, κάτι κοινό που ο καθένας μπορεί να το προσπεράσει χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να του αφήσει σημάδι φτιάχνουν το υλικό με το οποίο δημιουργεί, μεταπλάθει, εξιστορεί, ποτίζει και θρέφει τα μικρά αφηγηματικά της μπονζάι, αγγίζοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς ωστόσο να παραλείπει και μία όψη λιγότερο σκοτεινή, πιο κοντά στην καλώς εννοούμενη αφέλεια, την παιδική αθωότητα, την καλοσύνη και τη σοφία. «Στη μνήμη επιβιώνει η ζωή» λέει, ταυτόχρονα, όμως, αποστασιοποιημένη και ελεύθερη από αδιέξοδους συναισθηματισμούς προχωρεί χωρίς τα βάρη της νοσταλγίας.
Όπως και στα προηγούμενα λογοτεχνικά έργα της Στασινοπούλου, έτσι κι εδώ, μορφή και περιεχόμενο, ύφος και ήθος συνομιλούν, αλληλοκαθρεφτίζονται, κουμπώνουν το ένα μέσα στο άλλο συνθέτοντας μικρές θυμοσοφικές πραγματείες και μετατρέποντας φαινομενικά απλές αφηγήσεις και γεγονότα σε τέχνη στιβαρή, τέχνη που απεχθάνεται το «παραμύθι», την απολυτότητα και την υποκρισία. Η αντίσταση στο εξεζητημένο και το πλεονάζον είναι ορατή όχι μόνο στις ίδιες τις εξιστορήσεις αλλά και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να τις αποτυπώσει στο χαρτί. Καθημερινές εκφράσεις και αποφθέγματα: «τα παιδιά μεγαλώνουν, εμείς απλώς γερνάμε»∙ δημοσιογράφοι που αποκαλούν γυναίκες ακόμη ενεργές κοινωνικά «γερόντισσες» και άντρες ενενηντάχρονοι που νομίζουν ότι θα ζήσουν αιώνια, κάποια ηλικιωμένη που αυτοϋπονομεύεται χαρακτηρίζοντας τον εαυτό της «κωλόγρια» ενώ κάποιος άλλος τη βλέπει «θεά», διαμορφώνουν σκηνικά που τέρπουν και την ίδια στιγμή δείχνουν τα δόντια τους, «δάκνουν» πλαγίως και αποσιωπώντας.
Ανεκδοτολογικά χρονικά, παίζοντας ανάμεσα στη μεταφορά και την κυριολεξία αναδεικνύουν ζητήματα διαχρονικά, ποιούν ήθος χωρίς να ηθικολογούν∙ άλυτα κοινωνικά ζητήματα όπως αυτά του ρατσισμού βγαίνουν στην επιφάνεια με τον πιο αβίαστο τρόπο, όπως για παράδειγμα στην ιστορία με τη γυναίκα που απολογείται για το χάος που επικρατεί στο σπίτι της («Συγγνώμη που είμαστε σαν γύφτοι»), αγνοώντας ότι ο συνεπής επαγγελματίας τεχνίτης προς στον οποίο απευθύνεται είναι γύφτος στην καταγωγή. Απροσδόκητες αντιστροφές οδηγούν με μαεστρία σε σπαρταριστά ευτράπελα (ένας σεμνός, αξιοπρεπής και πάντοτε εντός των κοινωνικών πλαισίων θείος εμφανίζεται αίφνης αθυρόστομος και μπερδεύει τους οικείους του ─ μία ενάρετη κόρη, φαινομενικά αναίτια αρχίζει να κεντά πέη).
Καθώς η απόρριψη και η συντριβή συναντώνται πολύ πιο συχνά από την επιβράβευση και την αποθέωση, συναισθήματα και αντιδράσεις αποδίδονται στωικά, μεστά, χωρίς ανούσιες λυρικότητες και μελοδραματισμούς, με τη φωνή μιας γυναίκας ώριμης που δεν διστάζει να μιλήσει σκληρά αλλά και γαλήνια για τον έρωτα και την προδοσία: «Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που σου έλυσε τη γλώσσα και τη διάθεση. Μας μίλησες για τον μεγάλο έρωτα της ζωής σου. Εκείνο το σούρουπο, πάνω στον Χορτιάτη, όταν της ζήτησα να χωρίσουμε, είχα την αίσθηση ότι έθαβα ζωντανό ένα παιδί, είπες».
Η Στασινοπούλου, στα χνάρια ενός Παπαδημητρακόπουλου αντιπαθεί την πόζα, υιοθετώντας μέχρι κεραίας έναν λόγο που δείχνει προφορικός χωρίς ωστόσο να είναι, λόγο ρυθμικό και καλοδουλεμένο, περασμένο από πολλές γραφές μέχρι να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα διαυγές και άρτιο∙ και είναι αυτή ακριβώς η διαύγεια, η θαυμάσια πληρότητα που κερδίζει κριτικό και αναγνώστη. Είναι σαν να μας λέει: Το ξέρω, οι πράξεις των ανθρώπων είναι αστείες αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ον τραγικό. Και το αντίστροφο. Κι όταν ο πόνος και η οδύνη δεν περιγράφονται, όπως στην περίπτωση του δεκατετράχρονου πρόσφυγα που άφησε την τελευταία του πνοή στα νερά του Αιγαίου, δεν επιμένει, δεν προβαίνει σε περιττές επωδούς, δεν βγάζει ρητορικά συμπεράσματα∙ ενεργώντας με γνώση περιορίζεται στην περιγραφή τους: «Ο νεαρός μαθητής είχε ράψει στα ρούχα του, προφυλαγμένο μέσα σε πλαστικό, τον σχολικό του έλεγχο, για να μάθουν, όταν τον βρουν, πόσο καλός μαθητής ήταν». Εμμένοντας στις προϋποθέσεις και τις επιταγές της μικρής φόρμας, πολύ κοντά στην ποίηση που επί δεκαετίες έχει σπουδάσει και αναδείξει μέσ’ από πολλές επιμέλειες, μελέτες και κριτικές, χειρίζεται τη γλώσσα με ενσυναίσθηση και ταπείνωση.
* Μαρία Στασινοπούλου, Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο, Κίχλη, 2021.