Ο ήλιος είχε ανέβει πολύ στον καθαρό ουρανό και η πόλη ολόκληρη ήταν πανέτοιμη να υποδεχθεί με τις πρέπουσες τιμές τους γενναίους άνδρες της. Η νίκη τους εναντίον των εχθρών είχε διαδοθεί από την πρώτη στιγμή. Ο δήμαρχος Λεύκιος είχε δώσει εντολή στους συμπολίτες του να υποδεχθούν με κάθε επισημότητα τον στρατηγό Τιμοκλή και τα παλληκάρια του. Από την προηγούμενη μέρα είχε στηθεί στο κέντρο της μεγάλης Αγοράς μια μεγάλη ξύλινη εξέδρα, από την οποία ο Λεύκιος θα εκφωνούσε τον πανηγυρικό. Ένα ολόχρυσο στεφάνι δύο ασημένια και πολλά από δάφνη είχαν τοποθετηθεί δίπλα στο βάθρο της εξέδρας, ώστε να προσφερθούν στους νικητές.
Από πολύ πρωί τη μέρα εκείνη, η όμορφη Θεανώ θυγατέρα του Κλέωνα, πλούσιου εμπόρου υφαντών, είχε ξυπνήσει με την ανάμνηση μιας ξεχωριστής συνάντησης. ήταν τότε που πηγαίνοντας για το μαγαζί του πατέρα της, είδε για πρώτη φορά στην Αγορά τον Τιμοκλή. Ο δυναμικός λόγος του από το βήμα, για να εμψυχώσει το στράτευμα, αλλά και το όμορφο παράστημα του, τράβηξαν την προσοχή της. Ακόμα θυμάται με χτυποκάρδι τη στιγμή που το αγέρωχο και διαπεραστικό βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της. Σήμερα λοιπόν που η Εορδαία θα υποδεχόταν με τιμές την επιστροφή του για τη σπουδαία νίκη, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει. Γι’ αυτό προσπάθησε να γίνει όσο πιο όμορφη.
Φόρεσε έναν λευκό χιτώνα που αγκάλιαζε μόνο τον αριστερό της ώμο και τον στήριζε μια ολόχρυση περόνη, δώρο του πατέρα της στη μονάκριβη κόρη του. Τίποτε δεν της είχε στερήσει από τότε που έχασε την αγαπημένη του σύζυγο, όταν η Θεανώ ήταν μόλις τριών ετών. Την είχε μεγαλώσει με την φροντίδα της νόνας της, που την αγαπούσε σαν δικό της παιδί. Εξάλλου, εκείνος έλειπε για πολλές ώρες από το σπίτι. Όμως, την ιδιαίτερη εκείνη ημέρα της υποδοχής του στρατηγού Τιμοκλή και των στρατιωτών του στην γενέτειρά τους, θα παρευρισκόταν και αυτός εκεί συνοδεύοντας την όμορφη Θεανώ.
Οι κάτοικοι δεν άργησαν να συγκεντρωθούν δεξιά και αριστερά κατά μήκος της πλακόστρωτης λεωφόρου της πόλης απ’ όπου θα περνούσαν οι γενναίοι πολεμιστές. Και σε λίγο δόθηκε το μήνυμα της άφιξής τους με τυμπανοκρουσίες. Αμέσως ο λαός και μαζί η Θεανώ με τον πατέρα της άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν, ενώ πολλά κορίτσια έραναν με λουλούδια την στρατιωτική πομπή. Επικεφαλής ήταν το άρμα του Τιμοκλή που το έσερναν τέσσερα καφετιά άλογα, ενώ εκείνος στεκόταν όρθιος δίπλα στον ηνίοχο του χαιρετώντας τα πλήθη. Ακολουθούσαν το άρμα των υπασπιστών του και οι πεζοπόροι μαχητές.
Καθώς η πομπή προχωρούσε, δεν άργησε να περάσει και μπροστά από τη Θεανώ που με αγωνία εδώ και ώρα ανυπομονούσε να διασταυρώσει ξανά το βλέμμα της με εκείνο του ανδρείου στρατηγού. Και προς μεγάλη της έκπληξη είδε το άρμα του Τιμοκλή να σταματάει σχεδόν δίπλα της. Ένιωσε ξανά εκείνο το πρώτο χτυποκάρδι και μόλις ο νέος της έριξε ξανά το αγέρωχο βλέμμα του, η όμορφη κόρη αναψοκοκκινισμένη έσκυψε το κεφάλι, για να κρύψει τα συναισθήματά της.
Σε λίγο ο γενναίος άντρας έφτασε μπροστά στην εξέδρα. Ο δήμαρχος τον καλωσόρισε εκ μέρους όλων των συμπολιτών του με ένα δυνατό πανηγυρικό που έκανε τον Τιμοκλή αλλά και όλο το στράτευμα του ακόμα πιο υπερήφανους. Και αμέσως μετά η Θεανώ κλήθηκε από τον δήμαρχο να στεφανώσει τον νικητή στρατηγό με το ολόχρυσο στεφάνι κισσού.
Ένιωσε τότε τα πόδια της κολλημένα στη γη.
-Θεανώ, Θεανώ ξύπνα επιτέλους, κοντεύει μεσημέρι, ακούστηκε σαν από το υπερπέραν η δυνατή φωνή της μητέρας της.
-Αρκετά ξενύχτησες φαίνεται με το χθεσινό βιβλίο…