«Όταν ο κοινός, ο κοινός ήλιος δύσει»
Η εμπειρία μιας επίσκεψης στα σύνορα της Ευρώπης με την Αφρική δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από συγκλονιστική. Γοητευτική η αίσθηση να φτάνεις σε ένα σημείο, όπου μια ήπειρος τελειώνει και αρχίζει μια νέα. Εκεί όπου οι ακτές βρέχονται από την Μεσόγειο και η θάλασσα είναι μια απέραντη αναζωογονητική αγκάλη, εκεί όπου τα στενά του Γιβραλτάρ αποτελούν πέρασμα πραγματικό και νοητό, επιτρέποντας εμπόρευμα και ανθρώπους να κινούνται σε άλλους, πιο ονειρικούς προορισμούς. Γοητευτικό ένα ταξίδι σε έναν τέτοιον εξωτικό προορισμό, όπως είναι για παράδειγμα η Μελίγια, μια μικρή πόλη στη βόρεια ακτή της Αφρικής, που αν και βρίσκεται στην αφρικανική Ήπειρο θεωρείται ισπανική, ένας ισπανικός θύλακας δηλαδή στα εδάφη του Μαρόκου. Εκεί όπου διαφορετικές κουλτούρες έρχονται σε επαφή και όπου αναμιγνύονται πολύχρωμες φυλές, γλώσσες και πολιτισμοί. Αρκεί φυσικά να είσαι λευκός. Λευκός και να προσεγγίζεις την Μελίγια από την πλευρά της Ευρώπης. Γιατί αν το δέρμα σου έχει σκουρότερο χρώμα και θέλεις να προσεγγίσεις από την πλευρά των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής ή/και του Μαγκρέμπ, θα συναντήσεις τοίχο. Ή μάλλον καταλληλότερη λέξη είναι τείχος. Θα συναντήσεις τείχος. Θα συναντήσεις ένα μεγάλο, πανύψηλο, σκληρά φυλασσόμενο τείχος, που έχει στηθεί στα πολύτιμα εδάφη (;) της γηραιάς ηπείρου, κρατώντας έξω και μακριά τις ροές των προσφύγων και των μεταναστών.
Η γλώσσα του Γιβραλτάρ του Björn Kuhligk, που στην Γερμανία κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Hanser Berlin και διακρίθηκε το 2018 με το βραβείο Arno-Reinfrank-Literaturpreis, είναι η συγγραφική κατάθεση του ποιητή για όσα είδε, ένιωσε και [συν]αισθάνθηκε, μετά την επίσκεψη του στην πόλη Μελίγια. Ο ποιητής θέλησε να κάνει μια προσωπική αυτοψία -όπως έχει δηλώσει ο ίδιος- στην πόλη που αποτελεί το τελευταίο άκρο της Ευρώπης, εκεί όπου δρουν υπό των διαταγών της ισπανικής κυβέρνησης, συνοριοφύλακες ή καλύτερα να πούμε ανθρωποφύλακες, στους οποίους καταλογίζονται απάνθρωπες και σκληρές τακτικές, για την αποτροπή της κινητικότητας των ανθρώπων προς την Ευρώπη, καταπατώντας φυσικά κάθε δικαίωμα που αφορά στον άνθρωπο και έχει θεσμοθετηθεί στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.
Σαν ταξιδιωτικό ημερολόγιο η ποιητική σύνθεση του Kuhligk, φέρει κάποια χαρακτηριστικά από ταξιδιωτική λογοτεχνία, δίχως όμως να εντάσσεται σε αυτή. Ο ποιητής καθόλου δεν αναπλάθει την πραγματικότητα με φανταστικές και εξευγενισμένες εικόνες του τόπου και του ταξιδιού του. Αντιθέτως η κάθε μέρα της εβδομάδας αποτελεί για τον ποιητή μία μέρα συνειδητοποίησης και ανησυχίας. Και επιτείνεται η ανησυχία του όσο περνάν οι μέρες της παραμονής του στην πόλη Μελίγια, για να γράψει απολογητικά πια στο τέλος του ταξιδιού του, πως έφτασε η Κυριακή της ησυχίας για να πετάξει και να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Ο ποιητής καταγράφει με νηφαλιότητα όσα ευτράπελα βλέπει και παρατηρεί. Ευτράπελα, καθώς διαπιστώνει πως η εξωτική αυτή πόλη παρέχει από την μία πλευρά του φράχτη, όλα όσα επιθυμεί ένας εύπορος, λευκός, χορτάτος ταξιδιώτης, ένας πολίτης-κάτοχος ταξιδιωτικών διαπιστευτηρίων, καρτών Visa και χαρτονομισμάτων με τον βασιλιά∙ ένας εξωτικός προορισμός που παρέχει -σύμφωνα πάντα με τις σύγχρονες επιταγές των γκλάμουρ καπιταλιστικών προτάσεων για διακοπές και αναψυχή- πολυτελή ξενοδοχειακά μεγαθήρια με πισίνες, μαρίνες ιστιοφόρων, αθλητικές διοργανώσεις, επιδείξεις νέων τζιπ ερήμου, ποδηλάτες και jogger, πολύχρωμα φωτισμένα σιντριβάνια κ.α. Ενώ στην άλλη πλευρά του φράχτη, παρέχονται όλα όσα έχει να αντιμετωπίσει ένας φτωχός, έγχρωμος, πεινασμένος πρόσφυγας που αναζητά λίγη ελπίδα, ένας πολίτης-μη κάτοχος ταξιδιωτικών εγγράφων, καρτών Visa ή χαρτονομισμάτων που απεικονίζουν γαλαζοαίματους∙ εκεί όπου παρέχονται -σύμφωνα πάντα με τις σύγχρονες επιταγές της γκλάμουρ καπιταλιστικής παρεμπόδισης της μετακίνησης των προσφύγων- πολυετή κατασκήνωση στο βουνό Γκουρουγκού, ανθρωποκυνηγητό κάτω από τον έναστρο ουρανό του Μαρόκου, εκγύμναση πάνω σε συρματοπλέγματα διανθισμένα με λεπίδες, εμπειρίες δηλαδή μοναδικές και αξέχαστες. Η πραγματικότητα αδυσώπητη, το «European Dream» όνειρο θερινής νυκτός, το χάσμα ανάμεσα στους παραβρισκόμενους ανυπέρβλητο και η συνειδητοποίηση του ποιητή για το μέγεθος της ανθρωπιστικής κρίσης σε λίγους μόνο στίχους:
Από τη μέρα εκείνη που τριάντα πέρασαν τον φράχτη
από τη νύχτα εκείνη που μπήκε φωτιά
στο στρατόπεδο και των καμένων σκουπιδιών
η μπόχα έφτασε μέχρι το μπάνιο, το σύνορο
τρέχει ανάμεσα, από εδώ όσοι έχουν πόλεμο
από εκεί όσοι τον παρατηρούν, τι έχεις αφήσει
πίσω σου, για που είχες ξεκινήσει […] (σ. 43)
Γνωρίζοντας ο Kuhligk τις συνθήκες που περιβάλλουν την ζωή των ανθρώπων τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες, αντιπαραθέτει τις επιθυμίες όλων αυτών που πασχίζουν να ζήσουν με ίσους όρους. Γιατί ό,τι και όσα επιθυμούν και επιδιώκουν οι μεν, τα επιθυμούν και οι δε, και οι τελευταίοι ίσως και να διεκδικούν με περισσότερο πάθος και να απαιτούν με περισσότερο ζήλο, καθώς τίποτα δεν είναι για αυτούς δεδομένο, ούτε καν η ζωή τους. Και γνωρίζοντας ο ποιητής ότι ο ήλιος είναι κοινός για όλους, γράφει αναδεικνύοντας πολύ εύστοχα τις επιθυμίες των μη προνομιούχων:
Μπρος στο τείχος, αγρυπώντας
όταν ο ήλιος ο κοινός, ο κοινός ο ήλιος
δύσει, όταν έρχονται
πεταλούδες της νύχτας με σκάλες
και γάντζους, στους ανιχνευτές κίνησης
πάνω
θέλουν αύριο πρωί, αν ο θεός θέλει
θέλουν ένα κομμάτι από την πίτα
δεν θέλουν όλο το φουρνάδικο […] (σ.34)
Ευδιάκριτη πολύ είναι η συνειδητότα του ποιητή, για το πόσο υποκειμενικά είναι τοποθετημένα τα όρια που καθορίζουν τον κόσμο μας. Και για το πόσο εύθραυστες είναι οι ισορροπίες στα σύνορα. Κυρίως στα σύνορα. Και για το πόσο εύκολα θα μπορούσαν όλα να έχουν διαφορετική υπόσταση, μία άλλη διάσταση. Μια προβληματική που έχει απασχολήσει πολύ και την φιλοσοφία. Τι θα γινόταν αν αλλάζαμε την αρχική υπόθεση και δίναμε άλλα δεδομένα, ποια θα ήταν η εξέλιξη, και ποιο το αποτέλεσμα; Σε ένα παραληρηματικό εσωτερικό αρχικά μονόλογο, ο Kuhligk θέτει στο δεύτερο μέρος της ποιητικής του σύνθεσης, εκείνες τις υποθέσεις, που αν τις παρακολουθήσουμε με προσοχή, θα διαπιστώσουμε έκπληκτοι, πόσο περίτεχνα μας παρασέρνει σε ένα διάλογο, σε μια διαλεκτική διαδικασία αμφισβήτησης των δεδομένων που θεωρούμε ως δεδομένα, γιατί διαφορετικά θα ήταν τα δεδομένα αν…. Γιατί όλα είναι ένα μεγάλο, ένα εξαιρετικά μεγάλο αν…
Αν ο χώρος είναι ένας χώρος
αν η θάλασσα είναι μια θάλασσα
αν ο χώρος της Μεσογείου λέγεται έτσι, γιατί έτσι κάποιος
τον ονόμασε
αν όλοι συμφωνούν σε αυτό
αν ο Αφρικανός καθαυτός έχει τόσο ενδιαφέρον όσο
ο Ευρωπαίος
και ο Ευρωπαίος όσο ο Γερμανός
και ο Γερμανός όσο ο κάτοικος του Βρανδεμβούργου
και ο κάτοικος του Βρανδεμβούργου όσο μια οδική πινακίδα
Φτάνοντας στο τέλος της ποιητικής ανάγνωσης, ξεκαθαρίζει στο νου και ο λόγος που ο Björn Kuhligk επέλεξε μια μαϊμού να προλογίσει αυτό του το ποιητικό ταξίδι. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μαϊμού συμβολίζει την αλλοτινή βρετανική αποικιοκρατία στον Βράχο του Γιβραλτάρ και που συσχετίζεται με την εκμετάλλευση, το δουλεμπόριο και την απόλυτη υποταγή στην κυριαρχία των ισχυροτέρων. Ο πρόλογος της μαϊμούς, που διαθέτει ανθρώπινη λογική και ανθρώπινη φωνή, φαντάζει και ως ένας έμμεσος υπαινιγμός για την προέλευση και την εξελικτική πορεία του ανθρώπου. Όλοι από την ίδια αφετηρία ξεκινήσαμε, από το ίδιο υλικό είμαστε φτιαγμένοι, στον ίδιο προορισμό οδεύουμε∙ χωρίς αποσκευές, χωρίς κτήσεις, χωρίς σύνορα. Όσο όμως κι αν μιλάμε για ισότητα και ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων, δεν παύει η Μεσόγειος να αποτελεί σημείο μαύρο για την ανθρώπινη ιστορία. Μια παραδοχή που δεν θα μπορούσε ο ποιητής να εκφράσει καλύτερα παρά με τους τελευταίους του στίχους:
[…] Ο βυθός της Μεσογείου βρίσκεται στον μεσογειακό χώρο
στον μεσογειακό χώρο παραδέρνουν πνιγμένοι
οι πνιγμένοι γίνονται βυθός της Μεσογείου
οι πνιγμένοι γίνονται μεσογειακός χώρος
οι πνιγμένοι αλλάζουν τη γεωγραφία
οι πνιγμένοι το κάνουν αυτό [σ. 49]
Κι αν πράγματι υπήρχε μια γλώσσα που θα συνένωνε όλες τις διαλέκτους του Γιβραλτάρ, ίσως να μπορούσαμε να κοιτάξουμε κατάματα το μέλλον. Ίσως να λειτουργούσε αυτή η γλώσσα ενοποιητικά, στοχεύοντας στην ειρηνική συμβίωση των λαών. Ίσως με την ποιητική του σύνθεση ο Björn Kuhligk να έβαλε το πρώτο ποιητικό λιθαράκι για μια συζήτηση περί ανοιχτών συνόρων και ελεύθερης διέλευσης των ανθρώπων. Με βεβαιότητα πάντως ο ποιητής καταρρίπτει τον μύθο ότι η ποίηση δεν μπορεί να είναι πολιτική. Και πολιτική μπορεί να είναι και κοινωνική μπορεί να είναι και πάνω απ’ όλα βαθιά ανθρώπινη.
Τέλος, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην μεταφραστική εργασία των Άκη Παραφέλα και Μαρίας Οικονόμου. Γνωρίζοντας εξ ιδίων τον αγώνα του μεταφραστή | της μεταφράστριας να αποδώσει ποίηση από την μια γλώσσα στην άλλη, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τον χρόνο που απαιτεί η εργασία αυτή, την ενάργεια που προϋποθέτει και την αφοσίωση, και έχοντας φυσικά διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο, μπορώ να καταθέσω πως το ελληνικό αναγνωστικό κοινό θα απολαύσει την ποίηση του Björn Kuhligk σε όλη την διάσταση του πρωτοτύπου. Κάθε λέξη έχει επιλεχθεί από τους μεταφραστές με περίσκεψη, κάθε στίχος είναι ποιητικά περιποιημένος, η λυρικότητα πανταχού παρούσα, τα νοήματα εκεί, η διακειμενικότητα επίσης εκεί. Διανθισμένο είναι το κείμενο με σύντομες παρατηρήσεις και παραπομπές και με έναν κατατοπιστικότατο επίλογο στο τέλος, όπου οι μεταφραστές ξετυλίγουν όλο το σκεπτικό του μεταφράσματος τους. Μια έκδοση καθόλα φροντισμένη.
* Για το ποιητικό βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Björn Kuhligk, με τίτλο Η γλώσσα του Γιβραλτάρ, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2022 από τις εκδόσεις Ενύπνιο, σε μετάφραση των Άκη Παραφέλα και Μαρίας Οικονόμου.