Δημοτικά τραγούδια, παράδοση, εικόνες άδολης χαράς, η επίμονη ιχνηλάτηση της μνήμης και ένας χορός από πολύτιμες αλήθειες συνυφαίνουν τους στίχους της νεοσύστατης ποιητικής φωνής με σχέδια και χρώματα. Αναπαραστάσεις και αφηγήσεις με μικρές ιστορίες, ευσεβείς πόθους και όνειρα, η μουσική του λόγου που δεν αντιγράφει μόνον τον ήχο, αλλά και τη σιωπή, η γέννηση κι ο θάνατος ενός ήχου κι αυτό που μένει -η τραγική ομορφιά του στίχου- είναι μερικές μόνον από τις αισθήσεις, συναισθήσεις και ψευδαισθήσεις που γεννά το βιβλίο της Αλεξίας Σερίδου. Η δική της αναζήτηση για την δική της προσωπική αλήθεια και μια μεγάλη ανάγκη προκύπτουν: Η ανάγκη επανασύνδεσης με τον εαυτό, η ανάγκη της συμφιλίωσης, γιατί όχι και η ανάγκη της επανεφεύρεσής του.
Η μουσική και η αρμονία που η μια προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης αποκαλύπτουν την κρυμμένη δύναμή τους στην ομορφιά των λέξεων.
Η μουσικότητα που αντηχούν οι στίχοι της ποιήτριας και οι εσωτερικές παρηχήσεις προσθέτουν ένα βασικό τύπο αρμονίας που προσθέτει στις αρετές του βιβλίου τη σύνδεση και συνεργασία των λέξεων έτσι όπως τα λόγια της υφάντρας-δασκάλας ενεργοποιούν την υφή και την ακοή.
«Η ποιητική φαντασία» σύμφωνα με τον κορυφαίο Βενετό αρχιτέκτονα Κάρλο Σκάρπα, «δημιουργεί ποιητική αρχιτεκτονική, ένα είδος Αρχιτεκτονικής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πως εκπέμπει ένα είδος επίσημης ποίησης». Τα ποιήματα της Αλεξίας Σερίδου χαρακτηρίζονται από μια λειτουργική δομή χωρίς πληθωρικό φορτίο που να βαραίνει «το οικοδόμημα» ή να φορτώνει κάποιες πλευρές του περισσότερο από κάποιες άλλες ή να εμφανίζει ανίσχυρο το κάτω μέρος και ισχυρότερο το επάνω, αποφεύγοντας τυχόν ασυμμετρίες ποιητικού όγκου με φλυαρίες και λόγια περιττά.
Φωνή ακούω μέσα μου/ που γίνεται τραγούδι,/ το σκάει από τα χείλη μου/ και σμίγει με λουλούδι/. Μοιάζει με ειρεσιώνη./ Κλαδί ελιάς ξεχώρισα,/ μαλλί και βελανίδια,/ σε σένανε το χάρισα/ προσμένοντας η ίδια/ το υφαντό να ενώνει./
Η τάξη και η πειθαρχία των λέξεων σαν να είναι απόλυτα προσεκτικά επιλεγμένες και ζυγισμένες, λες και το αποτέλεσμα είναι ένα άθροισμα «από χίλια χθες» κτίζουν μεθοδικά τη διαφυγή και απόδραση της ποιήτριας μέσα από την ύφανση των λέξεων -από την πραγματική ζωή σε μια καλλιτεχνική ζωή που ομοιάζει στον μύθο- θυμίζοντας αμυδρά κάτι από την ιστορία της Πηνελόπης σαν ένας άνθρωπος που περιμένει μια μεγάλη συνάντηση, μόνο που στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μια συνάντηση με τον ίδιο τον εαυτό που λειτουργεί ταυτόχρονα με μια τριπλή ή και τετραπλή ιδιότητα σαν ακροατής, συνομιλητής, θεατής και μαθητευόμενος μάγος του ποιητικού δρώμενου.
Η ποιήτρια στο πρώτο της βιβλίο κατορθώνει να συνθέσει έναν αρμονικό κήπο, όπου διαβάζοντας κανείς μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον που δημιουργεί μπορεί ν’ ακούσει τις εισπνοές και τις εκπνοές των λέξεων. Γιατί -ναι- οι λέξεις αναπνέουν κι όταν συνθέσουν τα απαραίτητα χημικά τους στοιχεία του υδρογόνου και του οξυγόνου γίνονται νερό, το νερό που ανοίγει τον δρόμο γεμίζοντας κάθε ρωγμή, το νερό που ξεφεύγει από το άκαμπτο και δογματικό περιβάλλον, το νερό που ποτίζει την σκληρή, αποστεγνωμένη γη ώστε να τη γονιμοποιήσει, κι έπειτα να δραπετεύσει για να ενωθεί μ’ ένα ρυάκι, με μια θάλασσα, μ’ ένα ποτάμι. Το νερό που έχει προλάβει να δώσει στο μυαλό του γράφοντος το άμορφο σχήμα του, το νερό που μπορεί να κυλάει και να συγκρούεται τόσο ειρηνικά, όσο και βίαια.
Πελάγη και βουνά, νερά καθάρια./ Ένας ήλιος αστείρευτος φωτοδότης. είναι, άνθρωπε ο κήπος του σπιτιού σου./ Όλα σκύβουν το κεφάλι υπάκουα,/ προσκυνούν τη θεϊκή ισορροπία/ που υπόσχεται αδιαπραγμάτευτη συνέχεια.
Είναι εμφανές μέσω πολλών χαρακτηριστικών στίχων ότι την ποιήτρια την απασχολεί το ψεύτικο, το κίβδηλο, το υποκριτικό, αναζητά την έξοδο της διαφυγής στο φως της αλήθειας από μια ζωή, έναν κόσμο, ένα περιβάλλον, μια πορεία, ένα παρελθόν που την πιέζει και την κάνει να ασφυκτιά. Η αναζήτηση της άκρης του νήματος μέσα σ’ έναν λαβύρινθο είναι μια εικόνα που γίνεται ορατή. Η αναζήτηση του νήματος του νοήματος, η προσπάθεια να βγει ακολουθώντας τον κόκκινο μίτο της Αριάδνης από έναν λαβύρινθο σ’ ένα ξέφωτο, σ’ έναν κήπο μοιάζει να δεσπόζει σαν ένας κοινός τόπος που περιβάλλει σαν τη ζουμερή σάρκα του φρούτου τον πυρήνα-κουκούτσι των ποιημάτων. Η ποιήτρια αναζητά τον δικό της κήπο. Τα χρώματα από το υφάδι του καμβά δεν θα μπορούσαν να συμβολίζουν κάτι πέρα από τα όνειρα, έτσι όπως συνοψίζονται σ’ ένα άλμα μαγικό, μια ανύψωση στα σύννεφα που θα την οδηγήσουν σε μια άλλη αριστοφανική «Νεφελοκοκκυγία» στην πόλη που κτίστηκε από τα πουλιά ωθώντας την Ποίηση στο να λειτουργήσει κάπως σαν παράγοντας συμφιλίωσης σαν μια γέφυρα που συνδέει την πραγματικότητα με τη φαντασία.
Άστρα κι αέρας κι ουρανός/ βαλθήκανε να μπούνε/ στα νήματα, στα χρώματα, στις λέξεις,/ να σμίξουν με τη θάλασσα,/ του φεγγαριού τα θάματα,/ λόγο παλιό να πούνε./ Εκείνα μου ιστόρησαν/ από αιώνια βάθη/ του χρόνου όλη τη δύναμη/ κι ο κόσμος να τη μάθει./
Κάνοντας χρήση του δεύτερου προσώπου η Σερίδου απευθύνεται στην πλειοψηφία των ποιημάτων σ’ έναν φανταστικό συνομιλητή-ακροατή, αλλά ακόμα και σε μια μαθήτρια ή σε μια μαθητευόμενη υφάντρα.
Η επιστροφή στα παιδικά χρόνια, κάτι που επανέρχεται συχνά σαν θέμα στα ποιήματά της μαρτυρά κάτι από την ανάγκη να δει ξανά τον εαυτό της παιδί και να του απευθύνει τον λόγο.
Άκουσες με υπομονή τα λόγια μου κοπέλα./ Αλήθειες έμαθες καλά κρυμμένες/ στα νήματα στα χρώματα/ στ’ αυλάκια του μυαλού μου./ Σειρά σου τώρα να γενείς/ πιδέξια υφάντρα/ πλέκοντας όλες τις κλωστές μ’ αγάπη κι αρμονία, / έτσι που κι εγώ να πέτομαι απ’ τα έργα των χεριών σου. / Μη λησμονήσεις, όμως κόρη μου, στα σχέδια και στις μορφές/ που υφαίνεις για τους άλλους/ να βρεις τον εαυτό σου…
Η Ποίηση λοιπόν μοιάζει να επωμίζεται ένα καθήκον και μια αποστολή – είναι αυτή που καλείται να σηκώσει τη λευκή σημαία της ανακωχής, συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, τη φαντασία με την πραγματικότητα την ωμότητα με την υπερβολή. Η ανάγκη να δραπετεύει κανείς στον κόσμο του φανταστικού ή να τον μετατοπίζει συγχωνεύοντάς τον με στον κόσμο του πραγματικού μοιάζει συχνά μ’ ένα πάθος, μια συγκίνηση που δεν καταλαβαίνουμε. Μια μουσική που διαρκώς αναζητούμε.«Η μουσική εμποτίζει τη σιωπή σαν ένα πάθος, σαν μια συγκίνηση που δεν καταλαβαίνουμε» γράφει ο Αμερικανός μοντερνιστής ποιητής Ουώλλας Στήβενς, ενώ ο μεγάλος στοχαστής Εντγκάρ Μορέν με καταγωγή από την Θεσσαλονίκη, μας χαρίζει ένα ταιριαστό μότο για την ποιητική ύφανση της πραγματικής ζωής: «Αν η ποίηση υπερέχει της σοφίας και της τρέλας, πρέπει να αποβλέπουμε στο να ζήσουμε την ποιητική κατάσταση και να μην κατασπαταλήσουμε τη ζωή μας στην πεζότητα, τη ζωή μας που έχει καταναγκαστικά υφανθεί από πεζότητα και ποίηση».
* Αλεξία Σερίδου, Τα λόγια της υφάντρας, εκδόσεις Ιανός 2022, σ.112