Με την τέταρτη κατά σειρά, καλαίσθητη εκδοτικά, ποιητική συλλογή Εξαπτέρυγα σιωπής, ο ποιητής και φιλόλογος Ανδρέας Μιχαηλίδης συμπληρώνει τους βασικούς άξονες της θεματικής του, φτιάχνοντας ποίηση λειτουργική και ώριμη. Πιο συγκεκριμένα τα οικεία στις τρεις προηγούμενες συλλογές του θέματα α) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, β) της αναπόφευκτης φθοράς του έρωτα, γ) της παιδικής ηλικίας, δ) της ποίησης και τέλος ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου καθορίζουν τον οξύ βιωματικό πυρήνα του βιβλίου, ο οποίος με κατακτημένους εκφραστικούς τρόπους αναπτύσσεται γύρω από καίρια ζητήματα της ζωής και της ποίησης.
Με την πρώτη, πάντως, ανάγνωση, στο επίπεδο της κυριολεκτικής επιφάνειας, τα ποιήματα προσφέρουν την ευκαιρία να ανιχνευθεί μια ενδιαφέρουσα και διαλεκτική διαχείριση σημαντικών θεμάτων όπως έρως και αγάπη, ζωή και θάνατος, χρόνος και μνήμη, λόγος και σιωπή, φυγή και απώλεια με κέντρο πάντα μια ευαίσθητη και πολλές φορές πληγωμένη φύση και οπτική. Αψευδέστερος και ασφαλέστερος μάρτυρας, πομπός και ταυτόχρονα δέκτης των μηνυμάτων αυτής της φύσης είναι πρωτίστως το σώμα της γραφής, αυτός ο ακοίμητος μεταπράτης και μετατροπέας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η υπαρξιακή αναζήτηση με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της φθοράς, του χρόνου και του θανάτου προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού, που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή και εδράζεται στη σχέση τους με τον έρωτα, τη θνητότητα και τη γλώσσα.
Το ποιητικό εκκρεμές, επομένως, του Ανδρέα Μιχαηλίδη, κινείται εδώ από τον εγκλεισμό θεληματικό ή επιβεβλημένο έως το άνοιγμα που προϋποθέτει η συνομιλία με αγαπητικές μορφές του παρελθόντος (ποιητικές και μη) και αποκαλύπτει όψεις παραπληρωματικές και αλληλοσυμπληρούμενες, που αναδεικνύουν την ανησυχία του ποιητικού υποκειμένου μπροστά στη σιωπή, τη μοναξιά και τον θάνατο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο χρόνος ως ουσιώδης ορίζοντας των εμβιώσεων της μνήμης, η αγάπη και ο έρωτας αποτελούν τη γεωμέτρηση της αντίστασης του ανθρώπου και για τούτο ο ποιητής επιμένει να γράφει για τις οντολογικές ροπές του χρόνου που χαράσσονται ανεξίτηλα στην ψυχή.
Η μνήμη, λοιπόν, ο χρόνος, η αγάπη, ο έρωτας και η ίδια η ποίηση αποτελούν κομβικά σημεία και θεματικές συνισταμένες της ποίησης του Μιχαηλίδη, καθώς ταυτίζονται με το σύνολο της ύπαρξης, με αξίες, ιδανικά, οράματα και με τη ζωή την ίδια. Για τούτο, ίσως, ο ποιητής αναζητά συνεχώς επιστροφές σε εμβόλιμες αναδιπλώσεις της μνήμης, αλλοιωμένες από τη σκόνη του χρόνου και επιχειρεί να τις ζωντανέψει μέσα στο ζείδωρο κενό της ποίησης. Η ποίηση με αυτούς τους όρους αποτελεί ένα σημείο-τόπο καταφυγής, όπου θάλλουν μνήμες τραυματικές και ευφρόσυνες, αλλά πάντα τιμαλφείς και όπου πτυχές του παρελθόντος και του παρόντος συνθέτουν εικόνες και συγκροτούν εν τέλει ένα ενιαίο και διαρκές παρόν, αυτό της γραφής· ένα παρόν με τα όριά του διαβρωμένα στη μια άκρη από τη φθορά και στην άλλη από μια μόνιμη νοσταλγική, ερωτική διάθεση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάγνωσης, η ψυχολογική εσωστρέφεια που παρατηρείται σε κάποια ποιήματα όχι μόνο δεν αποκλείει τη θεώρηση του κοινωνικού και ιστορικού χώρου, αλλά αντίθετα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής όρασής του. Και ως προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρώ ότι ο ποιητής επιλέγει την ποιητική του λοξού, ανατρεπτικού βλέμματος∙ αυτή τη λοξή, ανατρεπτική, ποιητικήματιά, άμεσα συναρτημένη και συνυφασμένη με την παιδική όραση, που επιμένει ουτοπικά στα όνειρα, στην ποίηση και στον έρωτα και αντιστέκεται, αρνείται πεισματικά τη σκόνη της ενηλικίωσης.
Μορφολογικά τώρα τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τη σαφή νοηματική πύκνωση και για τη στέρεή τους δομή απαλλαγμένη από πλατειασμούς και περιττολογίες. Παρά την έντονη υπαρξιακή διάθεση του ποιητή, αποφεύγονται οι αφηρημένες έννοιες και η ροπή του στοχασμού προς τη γενικότητα, στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εύκολα ρήγμα στην υλικότητα της ποιητικής εικόνας και, κατά συνέπεια, στην ικανότητα του στίχου να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας. Στα περισσότερα από τα ποιήματα του ανά χείρας βιβλίου που δεν είναι, ωστόσο, όλα αισθητικά ισοϋψή, θα έλεγα ότι ο ποιητής ισορροπεί ανάμεσα σε μια προσπάθεια να φτάσει στον όσο γίνεται καθαρότερο λυρισμό και τη νοηματική πύκνωση. Παράλληλα με το εξομολογητικό, στοχαστικό καταστάλαγμα και τον συγκρατημένο λυρισμό του αποφεύγεται η συναισθηματική διάχυση και επιτυγχάνεται η δέουσα ποιητική απόσταση από τα προσωπικά θέματα που πραγματεύεται.
ΜΟΝΑΞΙΑ
Με τα χέρια του
σχημάτισε στον τοίχο
τη σκιά ενός πουλιού.
Επιτέλους μία συντροφιά, σκέφτηκε,
γεμίζοντας απροσδόκητη θαλπωρή.
Μα το πουλί
άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει.
Άνοιξε τα μάτια του
ξεδίπλωσε τα φτερά
και βούτηξε από το παράθυρο
στα λαμπερά νερά της νύχτας.
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Παράθυρο που φώτιζε
ασύλητα τοπία.
Εκείνος αντίκρυ εκάθονταν
με τα λευκά χαρτιά φτερά
για την καινούργια πτήση.
Εκεί τον οίστρο ετρόχιζε
ώσπου ν’ ανθίσουν μουσική
τα φλάουτα των στίχων
ώσπου ν’ ανάψουν οι φωτιές
για να ψηθούν στον πυρετό
των λέξεων τα σμήνη.
Μα κάποτε άπλωσε στα ξέφωτα
η ομίχλη τα πλοκάμια
και στον καθρέφτη πρόβαλε
κάννη μαυροφορούσα.
Η μνήμη αλεξίσφαιρη.
Έπειτα ο κρότος
σαν κεραυνός στο δάσος
που χτυπάει δεντράκι έφηβο
και τρομαγμένο.
Δίχως ηλικία
γλίστρησε ύπτιος απ’ το σώμα του
στο νοτισμένο δάπεδο
της λύπης.
* Ανδρέας Μιχαηλίδης, Εξαπτέρυγα σιωπής (εκδ. Σοκόλη 2022)