Στη νουβέλα της η Γεωργία Τάτση, με τον τίτλο Πίσω από τον ήχο του νερού, – έχουν προηγηθεί οι νουβέλες: Χορός στα ποτήρια και Γάμπαρη Αμβρακικού (εκδ. Γραβριηλίδη) – με τον ομολογουμένως ιδιόρρυθμο ρυθμό της γραφής της, κινείται μεταξύ ορίου και πραγματικότητας, ενώ η αφήγησή της παρομοίως μεταξύ ωμού ρεαλισμού και μαγικού ρεαλισμού. Ο λόγος της αντιγράφει ελεγειακά, πολύτροπα, σπαρακτικά, συχνά ασθμαίνοντας, τον εσωτερικό κόσμο, εμμένοντας σε μια συνομιλία με το επέκεινα όπου το ονειρικό συνθλίβεται υπό το βάρος της περιγραφής μιας οικογενειακής τραγωδίας, τολμώντας ακόμα και την προφορικότητα σε δόσεις ρεαλιστικά ελάχιστες, μα καθοριστικά πραγματιστικές. Τα σύμβολα της Τάτση προσφέρονται κατακερματισμένα, χωρίς καμιά προσπάθεια υπαινιγμού, σε μια αγωνιώδη ανάλυση μιας εσωτερικής οδύνης, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Πλούσιος σε μεταφορές ο λόγος της χειρίζεται τις αλληγορίες με τεχνική ιδιαίτερη, καθώς βυθίζεται σε ένα ονειρικό – ψυχαναλυτικό ταξίδι με αφετηρία την παύση, τη σιωπή, τον θάνατο και σε ό,τι ζει ανάμεσα μεταξύ του γενέθλιου τόπου και της απουσίας, […] Δεν ξέρω αν βρισκόμουν στην άκρη μιας θαλάσσιας μνήμης ή αν είχα μπει μέσα στη φαντασία μου», σε μια αφήγηση με ευδιάκριτα στοιχεία εσωτερικού μονολόγου.
Πρόκειται για μια διεισδυτική καταβύθιση στη χώρα του ασυνειδήτου, όπου ανασύρονται οι τραυματικές εμπειρίες, ενός εξηντάχρονου, ο οποίος, με αφορμή το ταξίδι του στον γενέθλιο τόπο, ώστε να πουλήσει το πατρικό του συναντά έναν μεσίτη. Η νουβέλα χωρίζεται σε δύο μέρη, όπου θα μπορούσε κανείς να διακρίνει το τα ταξίδι και την άφιξη, η οποία άφιξη φέρει στοιχεία ημερολογιακής γραφής. Η απώλεια των γονιών του, με προεξάρχουσα εκείνη της μάνας σηματοδοτείται με τη συνδρομή ονείρων, όπου ο εσωτερικός κόσμος διαπλέκεται αλληγορικά με τον εξωτερικό όπου ο θάνατος, άλλοτε ωμά ρεαλιστικός και άλλοτε διανύοντας με ωριμότητα τα στάδια του πένθους περιγράφει την απέλπιδα προσπάθεια τριών ανθρώπων, δυο γυναικών κι ενός άνδρα, οι οποίοι αποτελούν το συγγενικό περιβάλλον του ήρωα, να υπηρετήσουν τους κοινωνικούς τους ρόλους. Η μητέρα και η θεία και ο αξόδευτος έρωτας που οδηγεί την πρώτη στην άρνηση και τη δεύτερη στην υποταγή σε μια στείρα συζυγική ζωή, και η ευαίσθητη πατρική φιγούρα που στέκει άπραγη να παρακολουθεί την κατάρρευση του δικού του κόσμου.
Στο κείμενο της Τάτση κυριαρχούν τα δίπολα και οι αντιθέσεις. Πραγματικότητα και φαντασία, ύπνος και αυπνία, άρνηση και συνειδητοποίηση, όλα υπηρετούν τη σιωπή. Μια σιωπή επιβεβλημένη από την ίδια τη μάνα, αλλά και από τον αποσβολωμένο πατέρα, ενώ ο ήχος του νερού μεταφέρει αναμνήσεις, ενώ μέσω του παραληρήματος συμμετέχουν τα στοιχεία της φύσης σε μια προσπάθεια να αποδοθούν γνωστικά και ψυχολογικά σχήματα, να ερμηνευτούν στάσεις, συμπεριφορές, εικόνες από την παιδική ηλικία με την απουσία της μάνας να σημαδεύει την παιδική ψυχή εγκαταλείποντας με τρόπο τραγικό τα εγκόσμια. Όλα διαπερνώνται από το κίτρινο, το υποκίτρινο και τις αποχρώσεις του και συνδέονται μαγικά με τον κόσμο του επέκεινα στα όρια του ονειρικού.
Θραύσματα της πραγματικότητας αποδίδονται με σουρεαλιστικές εικόνες και η αφήγηση αγγίζει τα όρια της τραγικότητας καθώς η απώλεια φέρει μαγικά τον ήχο και την εικόνα του καλπασμού και τη ρευστότητα του υγρού στοιχείου. Όλα γίνονται νερό, ποτάμι, λίμνη θάλασσα που παρασέρνουν τον ήρωα σε μια συμφιλίωση με την απώλεια, με τη συγχώρεση, με την κατανόηση των πράξεων που προσδιόρισαν την ψυχολογική του ταυτότητα. Το «άλλο» ταυτίζεται με τη δική του αποτυχημένη απόπειρα για συζυγική συνύπαρξη και το παράθυρο του πατρικού σπιτιού ανοίγει διάπλατα σαν αστρική πύλη προκειμένου να συνδυάσει τον έξω κόσμο με τον έσω και την υπαρξιακή αγωνία του ήρωα, η οποία πάλλεται μεταξύ της αχλής του ονείρου, της πραγματικότητας και του επέκεινα. Τρία βιβλία που ενέπνευσαν μοιράζονται συμβολικά στις πλάτες των μπροστινών θέσεων του αυτοκινήτου που μεταφέρει τον ήρωα στο πατρικό του. Το Νυχτοδάσος της Τζούνα Μπαρνς, οι Οικογενειακοί δεσμοί της Κλαρίσε Λισπέκτορ πίσω από το κάθισμα του οδηγού, ενώ η «Ανοιξη» από τα Άπαντα τα Πεζά του Μπρούνο Σουλτς επιλέγει τον συνοδηγό. Συντροφεύουν τη συγγραφέα εκεί όπου βασιλεύουν οι απώλειες και τα χάσματα, εκεί όπου γεννιούνται οι πρώτες συγκρούσεις, εκεί, όπου γεννάται επώδυνα η συνειδητοποίηση πως καμιά φορά οι γονεϊκοί ρόλοι συγχέονται και η ύπαρξη νοσεί και διψά να επανασυσταθεί, να υπερβεί τα εγκόσμια, να συγχωρήσει. […] Η μάνα μου πολύ πριν πέσει στο ποτάμι και ο πατέρας μου πολύ πριν το ποτάμι πλημμυρίσει το μυαλό του. […] Αγκαλιασμένα δύο κούφια σώματα. Δύο εκμαγεία σωμάτων. Πλησιάζοντας το σύμπλεγμα, παρατηρώ πως δεν είναι οι γονείς μου. Αυτός που νόμιζα πατέρα μού μοιάζει περισσότερο σε μένα και αυτή που νόμιζα μητέρα μού φέρνει περισσότερο στην πρώην γυναίκα μου. Τους αγγίζω και διαλύονται, η στάχτης τους σκορπίζεται στο κρεβάτι.»
* Γεωργία Τάτση, Πίσω από τον ήχο του νερού, εκδ. Βακχικόν, Αθήνα 2022