Ο Andrea Camilleri είναι ένας από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς του αστυνομικού είδους στη λογοτεχνική σκηνή της Ιταλίας, δημιουργός του giallo camilleriano, του νέου και πρωτότυπου αφηγηματικού μοντέλου, του οποίου άξονες είναι το έγκλημα, η πνευματική και ηθική διαφθορά, η γευσιγνωσία, ο μύθος και το γυναικείο στοιχείο.
To έργο του Camilleri ανήκει στο επονομαζόμενο «νουάρ», μια σύζευξη του Hardboiled με το μεσογειακό αστυνομικό είδος. Η διαφορά έγκειται στο ότι οι περιγραφές ξεφεύγουν από την έντονη βία και στρέφονται σταδιακά προς το περισσότερο κοινωνικό είδος με τόπο εκτύλιξης τον σικελικό χώρο. Εξετάζει το έγκλημα με μια διαφορετική μέθοδο, μέσα από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες, όπως η παράδοση, η κουλτούρα του σικελικού λαού, η γλώσσα, η διάλεκτος, τα ήθη και η νοοτροπία του. Ένας ντετέκτιβ πάντοτε αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο της δολοφονίας ή τις συνθήκες υπό τις οποίες πιθανόν αναπτύχθηκε το Οργανωμένο έγκλημα.
Συγκεκριμένα, τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά, που συνθέτουν το πλαίσιο για την αφήγηση του Σικελού συγγραφέα, είναι ο μύθος, η δράση και ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή αστυνόμου-detective και η σκηνογραφία-σκηνοθεσία του χώρου, του χρόνου και του τόπου, όπου εξελίσσεται η αφήγηση.
Το έργο εντάσσεται σε ένα ορισμένο πλαίσιο: το αφηγηματικό και θεματικό παιχνίδι του Andrea Camilleri με την πόλη Vigata και το γυναικείο στοιχείο. Τα θύματα στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι γυναίκες νεαρής ηλικίας, συγκεκριμένα οι γυναίκες ελαφρών ηθών, που αποτελούν προφανώς πιο εύκολο στόχο και γίνονται θύματα μιας βίαιης και απάνθρωπης κοινωνίας. Συχνά, ο αστυνόμος, για να επιλύσει το αίνιγμα, ανατρέχει στην αρχαία τραγωδία ή ακόμη και στη Βίβλο, επικαλούμενος πάντοτε τον μύθο με οποιονδήποτε τρόπο, πράγμα που υποδηλώνει ότι πράγματι ο μύθος και τα στάδιά του έχουν εφαρμογή ακόμη και στο έγκλημα.
Το πιο σπουδαίο στοιχείο που ανακαλύπτει ο αναγνώστης στη γραφή του Camilleri είναι το στοιχείο της δημιουργίας και αυτό το εντοπίζει σε πολλά και διαφορετικά σημεία. Εξετάζοντας θεματικώς το έργο, παρατηρεί κανείς ότι η κουζίνα και η γραφή αποκτούν τη δική τους γλώσσα. Η Stefania Campo γράφει στο έργο της ότι τα μυθιστορήματα του Camilleri έχουν απλή γραφή και η γλώσσα τους μπορεί να συγκριθεί με ένα καλό γεύμα, μαγειρεμένο με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο.
Andrea Camilleri: Τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά, που συνθέτουν το πλαίσιο για την αφήγηση του Σικελού συγγραφέα, είναι ο μύθος, η δράση και ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή αστυνόμου-detective και η σκηνογραφία-σκηνοθεσία του χώρου, του χρόνου και του τόπου, όπου εξελίσσεται η αφήγηση
Τα εγκλήματα πάθους και η Μαφία αποκτούν μυρωδιά και ανακατεύονται με τη φαντασία. Η γυναικεία γοητεία και ομορφιά, το οργανωμένο έγκλημα και ο τρόπος εξάπλωσής τους στην κοινωνία της Σικελίας αποτελούν δομικά στοιχεία του έργου του Camilleri. Το στοιχείο της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας, η μετατροπή του αμιγώς αστυνομικού είδους σε ένα νέο πρωτότυπο αφηγηματικό είδος που συνδέεται με την πραγματική διάσταση του εγκλήματος, η σχέση του μύθου με την απεικόνιση του πραγματικού στοιχείου και, τέλος, η σχέση και η ανάμειξη του κλήρου και του νόμου με τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος εντυπωσιάζουν.
Όπως και ο George Simenon, ο Andrea Camilleri στρέφει το ενδιαφέρον του στην ψυχοσύνθεση του ατόμου και συγκεκριμένα του δράστη, αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια που κρύβονται πίσω από την παράνομη πράξη του, τη δολοφονία ή τον φόνο, ώστε να οδηγηθεί στη λύση του αινίγματος.
Σημαντικός είναι ο ρόλος του detective στα έργα του συγγραφέα. Κυρίαρχη είναι η μορφή του Montalbano, ενός γήινου και ταυτόχρονα αντισυμβατικού χαρακτήρα, που πάντα δικαιώνεται. Τα ηθικά χαρακτηριστικά του αστυνόμου ταιριάζουν απόλυτα με τη δίκαιη φιγούρα που προσωποποιεί και ενσαρκώνει στα έργα του ο Camilleri. Στη μορφή του Montalbano βασίστηκαν οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι και κυρίως ο Πέτρος Μάρκαρης, ο οποίος θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους αλλά και εκφραστές της μεσογειακής αστυνομικής μυθιστορίας ή του επονομαζόμενου κοινωνικού μυθιστορήματος με αστυνομική πλοκή.
Ο Πέτρος Μάρκαρης κατασκευάζει έναν ήρωα αστυνομικό, που ανταποκρίνεται στον σκοπό και τις ανάγκες της αφήγησης, προσαρμόζοντάς τον στο σήμερα και στις ανάγκες του. Η σύγκριση ως προς τη θεματική της γευσιγνωσίας είναι επιτυχής, γιατί πράγματι ο Σικελός συγγραφέας ακολουθεί την τεχνική γραφής του Ισπανού εκπροσώπου της αστυνομικής μυθιστορίας. Όμως, εμβαθύνοντας στον ήρωα, παρατηρεί κανείς αρκετές διαφορές. Ο αστυνόμος Montalbano δεν μαγειρεύει ο ίδιος, ούτε και η αρραβωνιαστικιά του έχει ικανότητες στη μαγειρική. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως είναι γευσιγνώστης, πως έχει την κουλτούρα του εκλεπτυσμένου και μορφωμένου, γοητευτικού εργένη Σικελού, όμως όπως άλλωστε και ο αστυνόμος Χαρίτος, ο πρωταγωνιστής αστυνόμος του Μάρκαρη δεν μαγειρεύει ο ίδιος.
Η Stefania Campo αναφέρει ότι σε αντίθεση με τους άλλους αστυνομικούς ερευνητές, που είναι λάτρεις του φαγητού και της τοπικής κουζίνας, πιθανόν ο ήρωας του Σικελού συγγραφέα να συνδέει το φαγητό με τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας και τις μνήμες του αθώου παρελθόντος, το οποίο είναι σαν να ανακαλεί μέσα από τη διαδικασία της απόλαυσης αυτής μνήμες και γεγονότα. Αυτή είναι η νέα παράμετρος που εισάγει ο συγγραφέας στην αστυνομική μυθιστορία, η ίδια που θα εμπνεύσει και θα αποτελέσει τη βάση για την περαιτέρω εξέλιξη και μελέτη της αστυνομικής μυθιστορίας στον ελληνικό χώρο.
Το γυναικείο στοιχείο, όπως περιγράφεται από τον Σικελό συγγραφέα, δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας στον πρωταγωνιστή Montalbano. Η μαγείρισσά του τού ετοιμάζει τα αγαπημένα του φαγητά, του τονώνει το ηθικό και τον αποφορτίζει με την ευχαρίστηση που του προσφέρει, λειτουργεί σαν ένα καταφύγιο. Δεν είναι τυχαία αυτή η σχέση, που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μαγείρισσα και τον αστυνόμο, και δεν είναι τυχαία η επιλογή του συγγραφέα να παρουσιάσει τον αστυνόμο σαν έναν μοναχικό χαρακτήρα, που περιστοιχίζεται από γυναίκες όλων των ηλικιών. Πιθανή αιτία είναι η αδυναμία του συγγραφέα για τη γυναικεία ομορφιά και δυναμική.
Πέτρος Μάρκαρης: Κατασκευάζει έναν ήρωα αστυνομικό, που ανταποκρίνεται στον σκοπό και τις ανάγκες της αφήγησης, προσαρμόζοντάς τον στο σήμερα και στις ανάγκες του.
Οι αναφορές στην παραδοσιακή ελληνική κουζίνα είναι εύλογες από πλευράς αφήγησης στον Μάρκαρη. Το φαγητό παρεμβάλλεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ή στα διαλείμματα που κάνει ο αστυνόμος Χαρίτος, χρησιμοποιείται δε ως πηγή ενέργειας, έμπνευσης, σαν μια διέξοδος, σαν μια άλλη γλώσσα που εκφραζόταν μέσα από τη γεύση. Όπως και ο Montalbano, έτσι και ο Χαρίτος δεν ασχολείται με την προετοιμασία του φαγητού, αλλά η σύζυγός του Ανδριανή.
Το φαγητό αποτελεί ένα εθιμοτυπικό τελετουργικό, που ο αστυνόμος σέβεται απόλυτα. Η παραδοσιακή ελληνική μικροαστική οικογένεια μαζεύεται στο τραπέζι τη μεσημεριανή ώρα και γευματίζει ενωμένη, συζητώντας για τα ζητήματα που την απασχολούν. Επομένως, ο αστυνόμος Χαρίτος και η οικογένειά του ανταποκρίνονται πλήρως στα πρότυπα και στις ανάγκες της μικροαστικής ελληνικής οικογένειας, ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του Andrea Camilleri.
Ως προς τους δύο συγγραφείς παρατηρείται διαφορά σε σχέση με το γυναικείο φύλο, καθώς ο μεν Camilleri προβάλλει τη γυναίκα ως θύμα εγκληματικών πράξεων, ενώ ο Μάρκαρης την παρουσιάζει ως θύμα, αλλά παράλληλα και ως ηθικό αυτουργό εγκληματικών ενεργειών.
Στα έργα του Μάρκαρη πρωταγωνιστεί το έγκλημα στη χαοτική Αθήνα: από τη μια εικόνες πλούτου και αίγλης και από την άλλη φτωχικές συνοικίες. Μια πόλη γεμάτη αντιθέσεις, που φαίνονται και σκιαγραφούνται στην καθημερινή ζωή. Αντίθετα, στα έργα του Camilleri, προβάλλεται η ομορφιά του τοπίου και εξιδανικεύεται η φανταστική πόλη Vigata.
Ο Μάρκαρης, με τον αστυνόμο Χαρίτο, ακολουθεί τα πρότυπα του κλασικού ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, στηριζόμενος στον ντετέκτιβ Montalbano, πρωταγωνιστή των έργων του Camilleri, ενώ διαφέρει από πλευράς μορφής και περιεχομένου από το αγγλοσαξονικό μυθιστόρημα. Ο Πέτρος Μάρκαρης, όπως και ο Andrea Camilleri, επικεντρώνονται στην ψυχοσύνθεση του ατόμου, εμβαθύνοντας στις συνθήκες που οδηγούν στην αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής.
Η νοσταλγία για το ένδοξο παρελθόν και η αγάπη για την πατρίδα αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των δύο μυθιστοριογράφων του αστυνομικού είδους. Ο Camilleri εξυμνεί τη Σικελία, ενώ ο Μάρκαρης εξυψώνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τις ομορφιές της Αθήνας και της ελληνικής γης.