Scroll Top

Σουρεαλιστική καταφυγή στον κόσμο του ονείρου/Λίλια Τσούβα, Εγκέφαλος ψάρι – Παρουσίαση από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Φεγγάρι στο παράθυρο. / Οι αστραπές της νύχτας / ξίφη στο κρεβάτι μου αιχμηρά . / Η γάτα μου / η Φιογκούλα / νιαουρίζει. (Εγκέφαλος ψάρι)

Η Λίλια Τσούβα μετά την προηγούμενη της -ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα- εκδοτική εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων (Το τραγούδι των Ινουίτ, εκδ. Βακχικόν), επανέρχεται με μια ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Βακχικόν. Ο σουρεαλιστικός τίτλος «Εγκέφαλος ψάρι» προϊδεάζει τον αναγνώστη πως θα τον εισάγει στον κόσμο των ονείρων, καθώς το ψάρι εκεί, κατά τη λαϊκή δοξασία για την ερμηνεία των ονείρων, συμβολίζει τη λαχτάρα. Υπερρεαλιστική η πρόθεση της Λίλιας Τσούβα, υπηρετείται άξια, καθώς πράττει όσα υπόσχεται απλώνοντας το υφάδι της συμβολιστικά, υπηρετώντας ταυτόχρονα την ψυχαναλυτική λειτουργία της γραφής, που την έχει επιλέξει, μα κι εκείνη του μαγικού ρεαλισμού. Ο κόσμος της παραμυθίας, το διακείμενο, η ταξιδιωτική της λογοτεχνική ματιά, η οποία πάντα την χαρακτηρίζει, διαπλέκονται σε μια ατμόσφαιρα μαγική, με στόχο να υπηρετήσει την ταυτότητα της ποιητικής της συλλογής.
Θέμα της, όπως αναφέρει και η ίδια στη σύντομη συνέντευξή της «[…] η κάθε είδους διάλυση: σωματική, ψυχική, ηθική, ατομική-κοινωνική.»* Έτσι, η ποιήτρια θέτει ένα δίπολο στο ποιητικό της στόχαστρο. Το ποιητικό υποκείμενο, ο άνθρωπος, η μητέρα, η γυναίκα, περιγράφει και περιγράφεται μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου, της πραγματικότητας και της επιθυμίας, «Στο όνειρο μια νέα γυναίκα τραβάει για την πόλη. / Ποιος έχει κλέψει τα παπούτσια μου;» (VI), του καθήκοντος και των ανεκπλήρωτων πόθων, της λογικής και της φαντασίας, της λογικής και της ευαισθησίας, «Τύμπανα με τρελαίνουν. Οι / άνθρωπο που αγαπούσα / στον άνεμο στροβιλίζονται.», (VII), Η ατμόσφαιρα στο ποιητικό σύμπαν της Λίλιας Τσουβά φέρει, όπως συχνά το συνηθίζει, και το χρώμα της ρομαντικής ευρωπαϊκής ατμόσφαιρας, η οποία περιγράφεται εικονοποιητικά, αλλά και λογοτεχνικά, παρόλη την υπερεαλιστική ταυτότητα της ποιητικής της.
Η συλλογή αποτελείται από 37 ποιήματα, εκ των οποίων, τα πρώτα δύο, αποτελούν ποιητικές συνθέσεις. Η συλλογή μορφολογικά διακρίνεται από δύο τάσεις, καθώς κάποια από τα ποιήματα αποτελούν ολιγόστιχες καταθέσεις, όπου άλλοτε φωτογραφίζουν στιγμές του έσω και έξω κόσμου και άλλοτε αποφθεγματικά και θυμοσοφικά περιγράφουν στιγμές που βιώθηκαν και μεταφέρουν έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Στον αντίποδα πολύστιχες αφηγηματικές συνθέσεις, οι οποίες εμπλέκουν διακειμενικά στοιχεία, ταξίδια του μυαλού, εγκεφαλικές διεργασίες με μια τεχνική, σαφώς εγκεφαλική, η οποία συνιστά και την ιδιαίτερη τεχνική της Τσούβα. Η ποιητική της Λίλιας Τσούβα ταξιδεύει τον αναγνώστη, ωθώντας τον έντεχνα στη διαφυγή από τη σκληρή πραγματικότητα, εν είδη παραμυθίας και ταξιδιωτικής περιπλάνησης.
Η πραγματικότητα λοιπόν από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, θέτει το πλαίσιο του ποιητικού σύμπαντος της Τσούβα και το υδάτινο στοιχεία, ένα αρχέγονο σύμβολο, συνδεδεμένο με την καταγωγή, τη γέννηση, εισέρχεται στο ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας. «Η πρωινή παλίρροια άφησε τα λέπια της. /Σκορπίνες/στο δωμάτιο. / Κοφτεροί βράχοι / στο ταβάνι /Δάκρυα τριζονιών / στο μαξιλάρι.», (Λέπια ημέρας). Το λευκό, είναι ένα ακόμα από τα μοτίβα – σύμβολα, που οικοδομούν την ποιητική της Τσούβα. «Λευκό χρώμα το κρεβάτι μου λούζει. / Το πανωφόρι / στην ντουλάπα. / Ομίχλη / η σκέψη μου.», (VI). Είναι το κενό, εκεί όπου εγγράφονται οι επιθυμίες, εκεί όπου το ασυνείδητο υπενθυμίζει βαθιές επιθυμίες, λύσεις, δρόμους διαφυγής από ό,τι επέβαλε η κοινωνική εκλογίκευση και οι επιτακτικές ανάγκες της καθημερινότητας.
Από το ποιητικό σύμπαν της Τσούβα απουσιάζει η Αριάδνη και ο έρωτας περιγράφει τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος, ενώ αναγνωρίζεται το «άλλο», καθώς αναδύεται ο ρόλος της μάνας πολυσχιδής και εναλλασσόμενος. μάνα-γυναίκα-κόρη-μάνα. Το ποιητικό υποκείμενο αφηγείται τον χρόνο καθώς αυτός μεταμορφώνει εκείνο σε μάνα, ενώ περιγράφει τη φθορά, το ανεκπλήρωτο της δικής του μάνας, τον χρόνο που καταπίνει αμείλικτα την ανθρώπινη παρουσία, καθώς το φως της ημέρας υποχωρεί συμβολικά για να καταλήξει στη δύση, στην εγκεφαλική απουσία, «[…] Μια ηλικιωμένη οικοδέσποινα / πυροβολεί το σκοτάδι. / Οι σφαίρες καρφώνονται στο στήθος. / Γίνεται μαύρη η μέρα. / -Μαμά είσαι εκεί;», (Θάλασσα του Αλατιού). Η μητέρα είναι η μορφή στην οποία αφιερώνει η ποιήτρια ένα σημαντικό κομμάτι των ποιητικών συνθέσεων, όπως σε αυτήν με τον τίτλο Στον καθρέφτη, ενώ έχει προηγηθεί το τελευταίο ποίημα της πρώτης ποιητικής σύνθεσης αφιερωμένο στον πατέρα, «Στο τραπέζι του λυκόφωτος / εκάθισε / ο πατέρας. / Τα λόγια του / ονόματα χαμένα.» (VII).
Ο χρόνος, στο ποιητικό σύμπαν της Τσούβα εμπλέκεται έντεχνα σε σουρεαλιστικές αφηγήσεις εμπλέκοντας το «τώρα» με το χτες, ενώ ανάδρομες αφηγήσεις εμπλέκουν ιστορικά, μυθολογικά στοιχεία, καθώς ο έρωτας ανθίζει, προδίδει, ξεγελά και οδηγεί αναπόφευκτα και, συχνά, επώδυνα στην ωριμότητα, «[…] Τα χρόνια ακρωτηριάστηκαν, /οι πόρτες του έρωτα / έσπασαν. / γαμψά τα νύχια του «φίλου» / χάραξαν το δέρμα. / Των άσπρων μας μαλλιών / ύαινες το δάσος βυζαίνουν.» (Ο νόστος του (ε)αυτού). Ο έρωτας δεν αφορά πάντα κάποιο συγκεκριμένο φύλο στην ποίηση της Τσούβα. Ορίζεται εγκεφαλικά και περιγράφει την ολότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Έτσι, είτε πρόκειται για τη «Χρυσοχέρα και / ωραιοπλέξουδη» μα και για την «ανεξάρτητη κι ανυπόταχτη.» Κίρκη είτε για τον παιδιάστικο ενθουσιασμό του Πάτροκλου για τον Αχιλλέα ο πόνος της απώλειας βιώνεται εξίσου οδυνηρά και δεν υπακούει σε κανενός είδους έμφυλη και κοινωνικά κατασκευασμένη ηθική. «[…] Και να τώρα προσμένει / στο δώμα κλεισμένη μα, / έχει νυχτώσει – κι αυτός / ούτε που λέει να φανεί.», (Κίρκη).
Ο άνθρωπος και η αλλοτρίωσή του απασχολούν την ποιήτρια, καθώς για εκείνην προέχει ο ανθρώπινος πολιτισμός, ενώ ιδιαίτερη αξία αποδίδεται και στην ίδια την ποιητική πράξη. «[…] Μη φοβάστε, είπε η Αλίκη στον βυθό / κι άνοιξε τη μαύρη γι’ αντιπερισπασμό ομπρέλα. / Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει… /Η κυδωνόπαστα θα ‘ναι και πάλι νόστιμη. / Ζευγάρια θα φιλιούνται παθιασμένα στα στενά. / Στη Νέα Υόρκη θα βρέχει ποιήματα.» Η κοινωνική ανησυχία του ποιητικού υποκειμένου είναι έκδηλη, καθώς ο χρόνος κινείται αμείλικτα και η ωριμότητα είναι μια πραγματικότητα. Μια αναπόφευκτη διαδικασία η οποία υποδηλώνεται από την αντίθεση που παράγεται συχνά στην ποιητική της Τσούβα, καθώς συναντάται, άλλοτε ως περιγραφή και άλλοτε με την αντίθεση που παράγουν ως σύμβολα τα δύο αντίθετα απόλυτα χρώματα: το λευκό και το μαύρο. «Ο άνθρωπος με το ψηλό καπέλο / χάνει τον δρόμο διαρκώς. / Σκιές των δέντρων τον μπερδεύουν. / Βαδίζει αιώνες. / Τα παπούτσια του έχουν φθαρεί. / Ποιος άραγε σβήνει/ τους πυρσούς / που το μονοπάτι / στο λυκόφως φωτίζουν; / Πόσα τσιγάρα πρέπει ακόμη να ανάψει/  η κάφτρα τους να/ σπινθηρίσει την ανατολή;», (Η μελαγχολία του τσιγάρου).
Η λογική, λοιπόν, πληγώνει τη φαντασία και η ευαισθησία οδηγεί το ποιητικό σύμπαν της ποιήτριας στο σήμερα και στην περιγραφή της ζοφερής πραγματικότητας. Στον επίλογο της συλλογής, καθώς το ταξίδι καταλήγει στην αγαπημένη συμπρωτεύουσα του βορρά, όπου η σύγχρονη πραγματικότητα περιγράφεται από τον προσωποποιημένο άνεμο και η έκταση της ανθρώπινης αλλοτρίωσης τρομάζει το ποιητικό υποκείμενο, «[…] Στη Νέα Κρήνη λήθαργος./…Τα μεγάφωνα μετέδιδαν επιθανάτιους ρόγχους.» (Κακοκαιρία) και το οδηγεί, ώριμο και ανήσυχο για το μέλλον της ανθρωπότητας, στην επιθυμία για απομόνωση. «[…] Κι ένα καλύβι σας ζητώ με/ καυσόξυλα μη / μου χτυπάει χειμώνας.».

* 5 λεπτά με τη Λίλια Τσούβα, 19 Οκτωβρίου 2022, https://bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/16342-5-lepta-me-ti-lilia-tsoyva 

Λίλια Τσούβα, Εγκέφαλος ψάρι, εκδ. Βακχικόν, 2022