Scroll Top

Ρένα Κύρκα – Γυναίκες τεσσάρων Εποχών

Χειμώνας
Βαριά η χειμωνιά, το σπίτι βαρύ. Σήκωσε τα μανίκια της ως πάνω από τους αγκώνες, κοίταξε τα χέρια της που ρόδιζαν σκασμένα από το κρύο, χάιδεψε τη φουσκωμένη της κοιλιά, πήρε μια ανάσα βαθιά -άδεια η ψυχή της, ούτε λύπη ούτε χαρά- άρμεξε την κατσίκα, τάισε τα ζωντανά κι ύστερα ζαλικώθηκε τα ξύλα για το τζάκι. Άναψε σβέλτα τη φωτιά, φρόντισε την ανήμπορη γριά, τάισε τα μικρά που ώρα τώρα ξεγελιούνταν με ένα ξεροκόμματο αλειμμένο λίγες σταγόνες λάδι, σκούπισε, έβαλε το τσουκάλι στον τρίποδα πάνω στη φωτιά κι ύστερα κάθισε στον αργαλειό κι άρχισε να υφαίνει.
Δεν είχε συμπληρώσει τα εικοσιπέντε της η Λέγκω περίμενε ήδη το τρίτο της παιδί και αδιαμαρτύρητα, σήκωνε στις πλάτες της, ανθρώπους, ζωντανά και ολάκερο θαρρείς το σπίτι. Εδώ και λίγο καιρό, με το που κίνησαν οι άνδρες να σώσουν τον κόσμο – δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τον είπαν κι ας ήταν από τους αμέτρητους που ξεπηδούσαν στου χρόνου την αράδα- ζώστηκε κι αυτή με τα δικά της άρματα και κίνησε αγώνα από το δικό της μετερίζι. Και δεν ήταν μόνο που νοιαζόταν για τα δικά της τα παιδιά είχε να νοιαστεί και για τα άλλα, των αδελφών, που κούρνιασαν στο σπιτικό τους αναζητώντας ασφάλεια γύρω από του παππού τη σεβάσμια μορφή, τη μόνη ανδρική φιγούρα που είχε απομείνει να αποπνέει ψήγματα σιγουριάς στους γύρω. Και κάθε που ένα «γιατί εγώ να τα τραβώ», ξεπηδούσε μέσα της βασανιστικά, με ένα «ας είναι» έλυνε αμέσως του μυαλού της τη θηλιά.
Και έτσι παλεύοντας μέρα τη μέρα, μάχη τη μάχη, τα κατάφερνε.

Άνοιξη
Τα αυτιά της έκαιγαν από τον καυτό αέρα της κάσκας, όμως περίμενε υπομονετικά να χτυπήσει το κουδουνάκι που θα την ελευθέρωνε από το πρόσκαιρο μαρτύριο του κομμωτηρίου. Αφού είχε ξεκοκαλίσει το ‘Ρομάντζο’ όσο περίμενε, νιώθοντας μέσα της την κάψα των παθιασμένων ερώτων, τώρα ξεφύλλιζε τη ‘Γυναίκα’ για να ενημερωθεί για τις τελευταίες τάσεις της μόδας. Μια φωτογραφία του νεαρού βασιλικού ζεύγους τράβηξε την προσοχή της κυρίως για το στιλάτο ντύσιμο της Άννα-Μαρίας. Προσπάθησε να αντιπαραβάλει τον εαυτό της, με το μαλλί χτενισμένο λάχανο και το καινούριο ταγιέρ που μόλις παρέλαβε από τη μοδίστρα, με τη νεαρή βασίλισσα. Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί θα πετύχαινε κάτι από το στυλ της κι ας της έλειπαν τα βασιλικά μπιχλιμπίδια. Στο καθιερωμένο τσάι της αδελφότητας κυριών για το οποίο ετοιμαζόταν, ήθελε να ξεχωρίζει. Είχε καταφέρει η Αννέτα να παντρευτεί με υπάλληλο της Εφορίας -αφού έβαλε το χεράκι της η μάνα της, η Λέγκω, τάζοντας λίρες από αυτές που με ιδρώτα κατάφεραν να μαζέψουν- και τώρα έχαιρε τα καλά ενός γάμου που την ανέβαζε μπόλικα σκαλιά στην κοινωνική σκάλα της μικρής επαρχιακής πόλης. Υποδειγματική νοικοκυρά, καμάρωνε για τις συναναστροφές με άλλες κυρίες δημοσίων υπαλλήλων και ονειρευόταν μια ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική άνοδο. Αν όχι η ίδια, τουλάχιστον οι κόρες της κι ας ήταν ακόμα προσχολικής ηλικίας, αυτή θα τις έδινε την κατάλληλη ανατροφή αφού ήταν αποκλειστικά σ’ αυτές αφιερωμένη- αυτό επέβαλε εξ άλλου η τάξη της- γι’ αυτό και παρακολουθούσε με τόσο ενδιαφέρον τις κινήσεις τής καλής κοινωνίας της πρωτεύουσας, ώστε να ξέρει το στόχο. Και ένας πόθος, «γιατί όχι και οι δικές μου κόρες» άρχισε μέσα της να βλαστάνει, που τον καμάρωνε κρυφά και τον πότιζε συχνά.

Καλοκαίρι
Κοίταξε το ρολόι της. Πλησίαζε δέκα, αλλά το φως ακόμα αντιφέγγιζε. Μακριές οι μέρες του Ιουνίου, την παρέσερναν να μείνει ως αργά το βράδυ στο γραφείο. Μάζεψε τα σχέδια και τα άλλα έγγραφα που έπρεπε να καταθέσει την επομένη στην πολεοδομία και δεν άντεξε να μη ρίξει μια ματιά στο φάκελο για το νέο έργο που έπρεπε πάση θυσία να καταφέρει να πάρει. Ύστερα σηκώθηκε έριξε ένα βλέμμα από το παράθυρο, είδε τις αφίσες να κρέμονται στο απέναντι εκλογικό κέντρο με τον άσπρο ήλιο σε πράσινο φόντο, τα μεγάφωνα στη διαπασών, τρίτη εκλογική αναμέτρηση σε λιγότερο από χρόνο, ενώ δεν είχε καν συμπληρωθεί δεκαετία από τότε που για πρώτη φορά ο πράσινος ήλιος ανέτειλε. Στις παραδίπλα οικοδομές άλλες αφίσες στο κόκκινο και στο γαλάζιο συμπλήρωναν τη χρωματική, πολιτική παλέτα. Είχε ένα πετυχημένο τεχνικό γραφείο η Έλενα, είχε συμβάλει και αυτή στην αλλαγή τής μορφής τής πόλης με τις αντιπαροχές που εξαφάνισαν τα παλιά σπίτια και έστησαν στη θέση τους νεόδμητες, απρόσωπες πολυκατοικίες. Ονειρευόταν να επεκτείνει το γραφείο της και πέρα από τα όρια της επαρχιακής πόλης, στο μεγάλο αστικό κέντρο της περιφέρειας. Ήταν βέβαια και οι υποχρεώσεις τής οικογένειας που ξεκίνησε πριν λίγο, όμως να είναι καλά η μάνα της, η Αννέτα, που θα αναλάμβανε εξ ολοκλήρου να μεγαλώσει τα παιδιά, αυτό ήξερε άλλωστε τόσο καλά να κάνει.
Η Έλενα, έμεινε τώρα προσηλωμένη να κοιτά τα πρόσωπα των υποψηφίων στις αφίσες. Ήξερε καλά τον τρόπο με τον οποίο προωθούνταν, καθώς και το πόσοι από τους δικούς της γνωστούς ανελίχτηκαν οικονομικά ξεπληρώνοντας γραμμάτια επειδή στήριζαν υποψήφιους και κόμματα στον προεκλογικό τους αγώνα. Και το ερώτημα «γιατί όχι και εγώ» ξεφύτρωσε μέσα της ξαφνικά και άρχισε να αναζητά διέξοδο, επιτακτικά.

Φθινόπωρο
Τα νερά του Τάμεση στραφτάλιζαν κάτω από τις αχτίδες του ήλιου δίπλα από το ‘Μάτι’ του Λονδίνου, την κυκλική ρόδα, σήμα κατατεθέν της πόλης, που στριφογύριζε αργά προσφέροντας πανοραμική θέα σε τουρίστες και αργόσχολους.
Αφού έριξε μια ματιά η Άννα, στο δυσθεώρητο ύψος της ρόδας, αφήνοντας τις σκέψεις της να στριφογυρίζουν μαζί της ώστε να αποκολληθούν για λίγο από τις γήινες επιρροές τους, έσφιξε τα κορδόνια των αθλητικών της παπουτσιών, έδεσε μια κορδέλα στα μαλλιά και άρχισε να περπατά γρήγορα στη μια όχθη του ποταμού, αποφασισμένη να μη σταματήσει αν δεν έπαιρνε μια τελική απόφαση για το τί έπρεπε να κάνει. Είχε μερικά χρόνια στο Λονδίνο, όπου, αφού έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα οικονομικά, βρήκε μια πολύ καλά αμειβόμενη δουλειά σε μια από τις εταιρείες κολοσσούς που εδρεύουν στο City. Σαν σε κηρήθρες κυψελών κάθονταν για ώρες στα διπλανά γραφεία τους οι υπάλληλοι, αποτελώντας μια πολυπολιτισμική κυψέλη, μα κάθε μέρα, απρόσμενα, έβλεπαν να αδειάζει κάποια από αυτές, όχι γιατί ο υπάλληλος βρισκόταν σε άδεια, όπως νόμιζαν, αλλά γιατί είχε επιλεγεί να απολυθεί από την εταιρεία. Και αυτό το καθημερινό αλισβερίσι ήταν μια γροθιά στο στομάχι της Άννας. Τώρα, της είχε προταθεί προαγωγή, αν υποδείκνυε παραλείψεις σε τρεις άλλους συναδέλφους της, ώστε η εταιρεία να προβεί σε περαιτέρω ανακατατάξεις του προσωπικού, ειδάλλως θα απολυόταν η ίδια.
Περπατώντας για ώρες, είδε το ωοειδές γυάλινο κτήριο στην αντίπερα όχθη και αμέσως το ταύτισε με το σοκολατένιο αυγό που χάρισε στο παιδάκι με την ανίατη νόσο, του συναδέλφου που ήταν υποψήφιος προς απόλυση. Περνώντας ύστερα από την ‘πεζογέφυρα της χιλιετίας’, η ανεπαίσθητη ταλάντωση της οποίας στο πέρασμα των πεζών τής θύμισε το λίκνισμα της δεύτερης συναδέλφου, που εμμέσως της ζήτησαν να υποδείξει για φευγιό, κι ας είχε περισσότερες περγαμηνές από την ίδια. Έπειτα τα βήματά της την έφεραν μπροστά από το ‘Παγκόσμιο Θέατρο του Σαίξπηρ’, όπου όρθιοι παρακολουθούσαν και τώρα οι θεατές, όπως συνήθιζαν στην εποχή ακόμα του ίδιου του συγγραφέα. Θυμήθηκε το έργο ‘Βασιλιάς Ληρ’ που είδε παρέα με τον τρίτο συνάδελφο με τον οποίο συχνά έπιναν μπύρες και που έπρεπε τώρα να του καταλογίσει παραλείψεις και λάθη. Άφησε την παραποτάμια διαδρομή και προχώρησε στους πίσω δρόμους, ενώ από ώρα πάλευε στο μυαλό της με τη σκέψη ‘γιατί εγώ να απολυθώ’.
Το βλέμμα της έπεσε στην αφίσα ενός από τα καταστήματα μεταχειρισμένων ρούχων της φιλανθρωπικής οργάνωσης Oxfam, που αγωνιζόταν για την καταπολέμηση της πείνας στον τρίτο κόσμο, και αναρίγησε με τα απισχνασμένα κορμιά των μικρών παιδιών. Έμεινε κοκαλωμένη να κοιτά, έως ότου ένα ‘ας είναι’ ξεπήδησε μέσα της ξαφνικά.
Συνέχισε με αποφασιστικά βήματα, ενώ σκεφτόταν την απογοήτευση της μάνας της, της Έλενας, και τις φιλοδοξίες που είχε γι’ αυτήν, να ‘φτιαχτεί’ περισσότερο από εκείνην.
Στο μυαλό της ήρθαν οι στίχοι τού Καββαδία και η φωνή τού Μικρούτσικου «γιε μου πού πας; -μάνα θα πάω στα καράβια» και ύστερα τους προσάρμοσε σ’ αυτήν και στο δικό της καράβι που δεν ήταν άλλο από τον εθελοντισμό που αποφάσισε να κάνει, για κάποιο τουλάχιστον διάστημα, στη Μαύρη Ήπειρο.
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.