Δεν ξέρω αν έχω επηρεαστεί από τον Τόμας Μαν και το μυθιστόρημά του «Το μαγικό βουνό». Όμως, συχνά μου τυχαίνει να ονειρεύομαι πως είμαι στις Άλπεις συνοδεύοντας τον ήρωά του Χανς Κάστροπ, κρατώντας στα χέρια μου τον ταξιδιωτικό του σάκο στο ταξίδι της απομάκρυνσης από τον πολύβουο κόσμο. Νιώθω να γίνομαι διαφορετικός, το σώμα μου και το μυαλό, τα συναισθήματα να συντονίζονται με αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «Ιεροφαντασμαγορική πύργωση του κορυφόκοσμου των Άλπεων».
Ξυπνώ και το όνειρο γίνεται σύννεφο που σκορπάει από το ήλιο που ανεβαίνει στον ουράνιο θόλο του. Όμως, μένει μαζί μου η «φαντασμαγορική πύργωση», η προσπάθεια να χτιστεί ένας μυθιστορηματικό σύμπαν, στα όρια του οποίου οι ήρωες θα αναζητούν τον εαυτό τους μέσα από μια διαρκή πορεία, η οποία μπορεί να είναι και κατάβαση στο υποσυνείδητο.
Η φράση του Μαν δεν με άφηνε ήσυχο. Γινόταν τρυπάνι που άφηνε την πληγή ανοιχτή. Τι εννοούσε ο συγγραφέας; Ο συγγραφέας υποδύεται τον ιεροφάντη που αποκαλύπτει τα μυστικά του κόσμου; Δεν μου άρεσε αυτή η διαπίστωση, με γυρνούσε πίσω, στον 19ο αιώνα, τότε που πίστευαν ότι ο συγγραφέας είναι ‘ιερωμένος᾿ Που έχει το καθήκον να μιλήσει για έναν κόσμο μυστικιστικό αλλά και να οδηγήσει τους απλούς θνητούς στον δρόμο της ‘αμόλυντης’ τέχνης.
Πιστεύω ότι η φράση του Μαν είναι η σπονδυλική στήλη, γύρω από την οποία υφάνθηκε η συζήτηση για τον ρόλο της λογοτεχνίας. Τι κάνει το πεζογράφημα; Μήπως πρέπει να μετακινηθεί προς την ποίηση, ιδίως το διήγημα, και να γίνει άσκηση ύφους και μόνο; Ούτως ή άλλως, ο κόσμος, λένε κάποιοι, είναι υβριδικός, δεν υπάρχουν όρια, το ένα είδος εισέρχεται στο άλλο κι αυτό αναδιατάσσει το λογοτεχνικό τοπίο.
Δεν έχει άδικο ο Φάις που υποστηρίζει ότι κάθε μορφή λογοτεχνίας κρίνεται από το «εσωτερικό βάρος του κειμένου». Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Ειδάλλως, αμβλύνονται τα κριτήρια και προκύπτει ένας αφηγηματικός χυλός, που κρίνεται με όρους ακραίου υποκειμενισμού. Δεν υπάρχουν κριτήρια, ίσως το μόνο που είναι καθοριστικό ορίζεται από τον αριθμό των πωλήσεων και την ταξινόμησή του στην κατηγορία των ευπωλήτων.
Στην εποχή του τεχνολογικού εκδημοκρατισμού» γράφονται πολλά. Όλοι έχουν ιστορίες που μπορούν να αφηγηθούν με τρόπο επαρκή, έχοντας μυηθεί σε κάποιες βασικές τεχνικές. Όμως, η λογοτεχνία δεν είναι μια απλή μεταφορά αυτού που συμβαίνει γύρω μας. Δεν είναι μόνο αξιοποίηση των οικογενειακών αφηγήσεων για τη συγγραφή. Δεν είναι πρωτίστως ικανοποίηση ορισμένων κοινωνικών και πολιτικών ομάδων θέτοντας τη μνήμη, προσωπική και συλλογική, στην υπηρεσία της ικανοποίησης των απόψεων και των συμφερόντων.
Ο πεζογράφος ανασύρει στην επιφάνεια της λογοτεχνικής του συνείδησης την «κρυμμένη μνήμη» της Ζατέλη, αυτήν που βρίσκεται στα διάκενα και ο συγγραφέας συνομιλεί μαζί της. Ωστόσο, δεν περιορίζεται σ’αυτό που φαίνεται. Δεν αρκείται στην περιγραφή της εικόνας και της μνήμης. Αυτά είναι η αφετηρία, για να δημιουργήσει ένα δικό του σύμπαν, καμωμένο με τη γλώσσα και τα άλλα εκφραστικά του μέσα.
Με επίκεντρο τις επισημάνσεις αυτές έχουν γίνει πολλές συζητήσεις και έχουν γραφεί ακόμη περισσότερα για τη σχέση ενός κειμένου με την κοινωνική πραγματικότητα, που συμπεριλαμβάνει τα πάντα. Όσα γίνονται έξω από τον άνθρωπο αλλά και εντός του. Δεν νοείται πρόσωπο εκτός ιστορίας, επιμένει η Γαλανάκη. Γιατί δεν υπάρχει το πρόσωπο εκτός μιας ομάδας. Ακόμη και όταν γίνεται ενδοστρεφής και αποσύρεται, οι σκέψεις του, τα αισθήματα και συναισθήματα συναρτώνται με ό,τι τον περιέβαλε και τον διαμόρφωσε.
Κοινοτυπίες θα ισχυριστεί κάποιος/α. Αιώνες τώρα, όμως, η συζήτηση διεξάγεται γύρω από τα ίδια πράγματα. Το ερώτημα που επαναλαμβάνεται διαχρονικά είναι λογοτεχνικό δημιούργημα έχει αυτονομία και αναμετράται με τον κόσμο του, χωρίς να αντανακλάται η κοινωνική πραγματικότητα.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το λογοτεχνικό έργο έχει αυτονομία, η οποία όπως αναμετράται με την ιστορία και τη σχέση του με το αναγνωστικό κοινό. Ο Τσετβάν Τοντορόφ αντικρούει τον ισχυρισμό αυτό, υποστηρίζοντας ότι το πεζογράφημα, το ποίημα δεν γεννιέται εκ του μηδενός. Η λογοτεχνία αρδεύεται από την πραγματικότητα, στη διαχρονία, τη θεματολογία της, την οποία διηθίζει με βάση τα εκφραστικά μέσα του παρόντος..
Η σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα ανιχνεύεται ως αφετηρία, ακόμη και στον Μπόρχες, που θεωρούσε ως πρώτη αφετηρία για τη γραφή όχι την κοινωνική πραγματικότητα αλλά την αναγνωστική εμπειρία. Και στη δική του περίπτωση, οι αναγνωστικές εμπειρίες που χρησιμοποιεί, αντανακλούν θραύσματα της κοινωνικής πραγματικότητας.
Η κοινωνική πραγματικότητα, έστω και ως διάθλαση, τροφοδοτεί τη γραφή του λογοτεχνικού έργου. Τα πράγματα με πλησίαζαν σαν ένα πουλί που πετά μπροστά απ’ το παράθυρο, εξομολογείται ο Κορτάσαρ. Η λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τα πουλιά. Ο λογοτέχνης τα χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει το δικό του λογοτεχνικό σύμπαν. Με απώτερο στόχο να συνομιλήσει με τους αναγνώστες/τριες.