Ο άνθρωπος αγαπά τις ιστορίες. Πραγματικές ή φανταστικές, δεν έχει σημασία. Τα παιδιά τρελαίνονται για παραμύθια και μεγαλώνοντας τα αντικαθιστούν με ιστορίες που κατασκευάζει η λογοτεχνία. Αν οι ιστορίες αυτές είναι καλογραμμένες, χωρίς υπερβολές και αναληθοφάνεια, αν καλύπτουν μάλιστα και τις ηθικές μας ανάγκες, τότε ο αναγνώστης μένει ευχαριστημένος.
Η λογοτεχνία είχε πάντα ένα σταθερό κοινό, αν και σε παλαιότερες εποχές το κοινό αυτό ήταν σχετικά περιορισμένο, καθώς ο περισσότερος κόσμος ενδιαφερόταν περισσότερο για την επιβίωσή του και διασκέδαζε με εύκολα λαϊκά θεάματα.
Σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες ζουν άνθρωποι λίγο πολύ καλλιεργημένοι, επομένως μπορούμε να υποθέσουμε ότι η λογοτεχνία είναι προσιτή και αγαπητή σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Με τη δυνατότητα μάλιστα της μετάφρασης η ξενόγλωσση λογοτεχνία είναι οικεία σε πολλούς αναγνώστες παντού στον κόσμο.
Φυσικά, όταν μιλάμε για λογοτεχνία, σκεφτόμαστε την καλή λογοτεχνία, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και μάλιστα ευημερεί και η ελαφρά λογοτεχνία, αυτή που δεν έχει και μεγάλη σχέση με την κοινωνία και δεν την αντικατοπτρίζει.
Από την άλλη έχουμε και τη λεγόμενη στρατευμένη λογοτεχνία που κατά τη γνώμη μου περιορίζει τις δυνατότητες και το ταλέντο των δημιουργών της που στοχεύουν σε συγκεκριμένο στόχο, ενώ θα μπορούσαν να μας δώσουν ακόμα καλύτερα έργα, αν δεν ένιωθαν δεσμευμένοι σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ωστόσο η στρατευμένη λογοτεχνία μάς δίνει μια εικόνα της κοινωνίας του καιρού της, αν και μερικές φορές παραποιημένη και υπερβολική.
Γενικά πάντως, η σύγχρονη λογοτεχνία διακρίνεται από ένα είδος ναρκισσισμού: κυριαρχούν οι πολύ προσωπικές εξομολογήσεις, η μελαγχολία και η απαισιοδοξία μέσα σε ένα κόσμο αδιάφορο και απόμακρο, η μοναξιά του υποκειμένου και ένα τέλος αναμενόμενα δυσάρεστο.
Για να το πω αλλιώς: δεν υπάρχει χαρούμενη λογοτεχνία.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι η κοινωνία σήμερα δεν είναι χαρούμενη;
Θα έλεγα ότι ποτέ η κοινωνία δεν υπήρξε χαρούμενη, αλλά η λογοτεχνία στο παρελθόν άλλοτε το κατέθετε αυτό απ’ ευθείας και άλλοτε το άφηνε να υπονοηθεί.
Ο λογοτέχνης σήμερα, περισσότερο συνειδητοποιημένος από ό,τι στο παρελθόν, βλέπει την κοινωνία αρνητικά, αποσύρεται και περιγράφει τον εσωτερικό του κόσμο που είναι τελικά μια αντανάκλαση της κοινωνίας του.
Θα έλεγα ότι σήμερα η λογοτεχνία είναι εσωστρεφής και συγχρόνως καταγγελτική. Αν είναι υψηλής ποιότητας ή όχι, αυτό δεν μπορούμε να το κρίνουμε εμείς οι σύγχρονοι. Ο χρόνος θα δείξει κατά πόσον οι λογοτέχνες της εποχής μας κατάφεραν να αναπαραστήσουν την κοινωνία τους με επιτυχία και αν πλησίασαν με την τέχνη τους το μεγαλειώδες και αριστουργηματικό.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η λογοτεχνία έχει σήμερα ως μεγάλο ανταγωνιστή τον κινηματογράφο που μπορεί να μας δώσει σπουδαίες ταινίες. Και ενώ ο γραπτός λόγος απαιτεί να έχει ο αναγνώστης ησυχία και χρόνο, μια κινηματογραφική ταινία μέσα σε δυο πάνω κάτω ώρες έχει ολοκληρώσει τον στόχο της, να συγκινήσει δηλαδή και να συναρπάσει τον θεατή προσφέροντάς του λόγο και εικόνα συγχρόνως και μεταδίδοντάς του τα ίδια κοινωνικά μηνύματα που μπορεί να μεταδώσει και η λογοτεχνία.
Για τον λόγο αυτό υπάρχει ο κίνδυνος να συρρικνωθεί το αναγνωστικό κοινό και να περιοριστεί σε ελιτίστικες ομάδες, ενώ αντίθετα θα αυξηθούν υπέρμετρα όσοι παρακολουθούν καλές κινηματογραφικές ταινίες που αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνία και στα προβλήματά της.
Ωστόσο πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν με τον γραπτό λόγο περιγράφοντας επιτυχώς τον κοινωνικό τους περίγυρο και πάντα θα υπάρχουν αναγνώστες που θα ενδιαφέρονται να διαβάσουν το λογοτεχνικό τους έργο.
Ο λογοτέχνης, ακόμα κι αν ζει σε πλήρη απομόνωση από την κοινωνία, ακόμα κι αν το έργο του είναι καθαρή φαντασία, πάντα θα εκπέμπει το φως που αναδίνει η εποχή του και οι σύγχρονοί του αναγνώστες αντίστοιχα θα βρίσκονται σε παράλληλη τροχιά και θα μπορούν να κατανοούν τα μηνύματά του.