Εάν υπήρχε η δυνατότητα ν’ απομονώσει ένας άνθρωπος εαυτόν από το οικογενειακό, κοινωνικό αλλά και ιστορικό περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και ανατράφηκε, άραγε ποιον εαυτό θα συναντούσε; Εάν βρισκόταν απαλλαγμένος από την κυτταρική και εγκεφαλική μνήμη, την κληρονομικότητα και τα εξωγενή ερεθίσματα, θα βίωνε μήπως την πραγμάτωση της ελευθερίας ή απλά και μόνον το βιολογικό υφίσταμαι ενός δίποδου πλάσματος; Μήπως, ακόμη και σε αυτή την παρατραβηγμένη συνθήκη, η ίδια η πρωτογενής φύση του όντος θα το υποκινούσε να ψάξει να βρει άλλα όμοιά του, προς επιβεβαίωση και ενίσχυση του υπάρχω; Τότε πάραυτα η συνθήκη της απομόνωσης θα καταργούνταν και η ιστορία θα ξεκινούσε εκ νέου με την ελευθερία ν’ αποκτά όρια, περιορισμούς και προσκόμματα.
Η φύση του ανθρώπου, αυτή καθ’ εαυτή, ρέπει στο «ανήκειν», στο συναγελάζεσθε, με τα όποια επακόλουθα αυτών. Διαμέσου αυτής της συνύπαρξης πλάθει εαυτόν, καθορίζεται στον κόσμο με βάση τις εμπειρίες του, οι οποίες χτίζουν μια από τις ζωτικότερες πνευματικές του λειτουργίες, τη Μνήμη. Τη μνήμη που σχετίζεται άμεσα με τη μάθηση, τόσο την καθοδηγούμενη όσο κι εκείνη λαμβάνει άκριτα από το περιβάλλον του.
«Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Αν θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ότι χρειάζεται, σβήνει»
Γ. Σεφέρης
Από τον μικρόκοσμο της οικογένειας, του γενέθλιου τόπου, των καιρικών και κοινωνικών συνθηκών τους μέχρι το ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής του καθενός, η μνήμη εμπλουτίζεται διαρκώς μέσα από τη μάθηση, διαμορφώνοντας την προσωπική και συλλογική ταυτότητα του ατόμου. Καταγράφονται όχι μόνον τα γεγονότα και οι συμπεριφορές αλλά και αισθήσεις: μυρωδιές, ήχοι και αγγίγματα. Συναισθήματα: χαρά, έρωτας, λύπη, φόβος, απόγνωση.
Ως ζώντα όντα λοιπόν, είμαστε «δέσμιοι» του περιβάλλοντος που μας έτυχε να υπάρξουμε. Αυτό μας προσδιορίζει, μας καθορίζει, μας τοποθετεί ασφαλώς ή επισφαλώς στον κόσμο. Όσο κι αν πολεμήσουμε να διαγράψουμε από τη μνήμη μας τα στοιχεία που μας συνιστούν, όπως προσπάθησε απελπισμένα ο Καντ, θα διαπιστώσουμε πως αυτή είναι μια μάταιη αναμέτρηση μαζί της.
Κατά συνέπεια, γιατί οι λογοτέχνες να διαφέρουν από το σύνολο των ανθρώπων; Γεννήματα του καιρού τους είναι και αυτοί που διαθέτουν την ιδιαίτερη ιδιότητα της οξείας παρατηρητικότητας και της ενσυναίσθησης. Ενδεχομένως η μνήμη τους καταγράφει λεπτομερέστερες αποχρώσεις αναγκών, συναισθημάτων και συμπεριφορών από ότι η πλειονότητα, με την επιπρόσθετη ικανότητα να τις εκφράζουν σε γραπτό λόγο είτε μέσω της μυθοπλασίας είτε μέσω ρεαλιστικών αποτυπώσεων.
«Η μνήμη υπήρξε είδος λογοτεχνικό πριν ακόμη γεννηθεί η γραφή»
E. Montale
Κατά την άποψή μου οι λογοτέχνες, όπως και το σύνολο των καλλιτεχνικών δημιουργών, δεν δύνανται να είναι άμοιροι της ιστορικής τους στιγμής, όποιο λογοτεχνικό είδος κι αν υπηρετούν με την πένα τους. Από αυτούς που χρησιμοποιούν την αυτοβιογραφία τους ως όχημα για να εκφράσουν προβλήματα, ρεύματα και απόψεις, μέχρι εκείνους που αντλούν και συνδυάζουν πληροφορίες από την συλλογική και προσωπική μνήμη, συνθέτοντας έργο προφητικό, όλοι, αρχικά εμπνέονται από τα ερεθίσματα και τις εμπειρίες που παίρνουν ως μέλη της κοινωνίας που βρέθηκαν. Λειτουργούν ως υπερευαίσθητοι αισθητήρες.
Αυτό άλλωστε είναι και το σημαίνον που πράττουν: η δημιουργία της καταγραφής, με όποιο είδος, η δημιουργία δηλαδή ενός βιβλίου που αφήνει ανεξίτηλο το αποτύπωμα της Ιστορίας, προς καταφυγή των σύγχρονων αλλά και προς μελέτη από τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Τι θα είμασταν, άλλωστε, σήμερα αν δεν υπήρχαν τα βιβλία;
Από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια μέχρι τώρα, αλλά και πριν ακόμη την εφεύρεση της γραφής από τον καιρό των προφορικών επικών ποιητών, οι δημιουργοί «δεν επιτρέπουν στις εμπειρίες, στις ζωές και στη συσσωρευμένη γνώση να χαθούν στην άβυσσο της λήθης». Ιρένε Βαγιέχο, Πάπυρος.