Ήμουν δεκαεννιά χρονών και ήταν ο δεύτερος χειμώνας που περνούσα στη Φλώρινα φοιτητής. Διάβαζα τότε μετά βουλιμίας και έγραφα με τη συνηθισμένη νεανική συστολή, που διοχετεύει κάθε γραπτό σε κλειδωμένα συρτάρια. Τον έβλεπα να κυκλοφορεί στη μικρή πόλη κι άκουγα για αυτόν. Ήταν ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης, φιλόλογος και εκδότης μιας τοπικής εφημερίδας πολύ αξιόλογης. Κάποια στιγμή επισκέφτηκα τα γραφεία της εφημερίδας με όλο τον μαγικό της διάκοσμο, ένα παλιό λινοτυπικό, στοίβες χαρτί για εκτύπωση, βιβλία, άλλες εφημερίδες. Εκπαιδευτικός ο ίδιος και αλιεύς ψυχών διάβασε το νεανικό πάθος για τη γραφή και ζήτησε να δει δικά μου ποιήματα.
Χάρη στον Μίμη άκουσα από νωρίς απόψεις για την τέχνη του λόγου πολύ δυσεύρετες τότε. Μπόρεσα να καταλάβω τη διαχρονική δύναμη της ειρωνείας, του υπαινιγμού, του χιούμορ αλλά και τη δύναμη του κλασικού. Ευρυμάθεια, ελευθερία και συντροφικότητα. Αγάπη για όλα τα κείμενα, δημοσιογραφικά, πολιτικά, κριτικά, σκωπτικά, κυρίως αυτά. Τον δάσκαλο που ποτέ δεν αξιώθηκα σε καμιά σχολική τάξη τον βρήκα σε ένα τυπογραφείο που μύριζε αμμωνία, καφέ και τσιγάρο. Ο Μίμης μου ανέθεσε μια εβδομαδιαία στήλη κι εγώ συνέχιζα να τον ρωτάω χωρίς σταματημό γιατί το ένα, πώς το άλλο, πώς η αρόσιμη γη του λόγου μπορεί να βγάλει τους καλύτερους καρπούς. Πολύ συχνά μου απαντούσε με τον συνηθισμένο του αφορισμό: Δούλευε και κώφευε.
Από τα γραφεία της εφημερίδας παρέλασαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι. Εμείς, νέα παιδιά, ακούγαμε και αποταμιεύαμε, ενώ μια φορά την εβδομάδα ξενυχτούσαμε να ετοιμάσουμε το καινούριο φύλλο, για να σταλεί στους συνδρομητές με το πρωινό ταχυδρομείο.
Πολλά χρόνια μετά κι ενώ ο Μίμης έχει αποδημήσει, αναρωτιέμαι πού να βρίσκονται τώρα οι συγγραφείς που αγαπήσαμε. Νομίζω στο σκευοφυλάκιο της μνήμης και στων πνευματικών παιδιών τους τα κατάστιχα. Άλλη απάντηση δεν έχω.