Μια πληγή που διαχρονικά αιμορραγεί, ο κόσμος. Ο άνθρωπος έφτασε ως τις μέρες μας μέσα από τα σφαγεία των πολέμων, τους ανομολόγητους θανάτους, την τέφρα των αθώων και σήμερα, μετά τόσους αιώνες, ψάχνει ακόμη το πρόσωπό του σ’ έναν πλανήτη που του κόβει την ανάσα από την ομορφιά αλλά και τη φρίκη. Και πιο πολύ από ποτέ, μένει απαθής, τρομαγμένος και εγκλωβισμένος σε μια φοβερή και αόρατη καταστολή, που συντελείται με τεχνολογική μαεστρία μέσα από την εικονική πραγματικότητα η οποία εισβάλλει στις ζωές ασύστολα. Ο θάνατος και τα αίσχη παρελαύνουν και λογής εφιάλτες προδίδουν κατά συρροή. Η εμβόλιμη εσωστρέφεια και ο θρίαμβος του ατομικού έχει στραγγαλίσει το «μαζί» και οι λόγοι είναι καταφανείς.
Κάποτε, σε κάθε τραγική κατάσταση, το όραμα γεννούσε μια εκρηκτική αντίσταση. Οι λέξεις παιάνιζαν στα στόματα των καταπιεσμένων, εκπυρσοκροτούσαν και γκρέμιζαν θρόνους και μιαρές εξουσίες. Τώρα σιωπή και φόβος. Οι λέξεις παραπαίουν σε γκρεμισμένα νοήματα και οι αξίες χάσκουν στις ακρώρειες της απώλειας.
«Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;» αναρωτήθηκε ο Γερμανός ποιητής Χέλντερλιν.
Οι ποιητές σ’ αυτούς ακριβώς τους καιρούς χρειάζονται περισσότερο. Γιατί η ποίηση είναι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω των λέξεων. Η ποίηση βρίσκεται μες στον καθρέφτη μας. Δακρύζει με το θαύμα μιας γέννησης, με το ανέκκλητο του θανάτου, με το μυστήριο του έρωτα. Βρίσκεται εκεί που στοχαζόμαστε ποιοι είμαστε, εκεί όπου ψάχνουμε την ευθύνη μας απέναντι στον άνθρωπο που αδικείται, απέναντι στο παιδί που πεινά.
Θα πρέπει ο ποιητής να υψώνει εκείνες τις λέξεις που φυλάσσουν τον ναό του αύριο. Να σπαράζει με τον ακατάσχετο καημό της γης, να μιλεί για ένα «ναι» που παραμυθεί, για ένα «όχι» που σώσει. Να ενεργοποιεί τις δυνάμεις της ανθρωπινότητας και της αγάπης.
Να αντιστέκεται στην προσ-ποίηση, την παρα-ποίηση, την εκ-ποίηση και σε άλλες προθέσεις…
Αγρύπνα ποιητή
Μίλησε ποιητή.
Μη σε σωπαίνει ο ήχος της κραυγής
μήτε το κρώξιμο της νύχτας
και του φιδιού το σύρσιμο γύρω από τ’ αυγό του.
Αγάπα ποιητή.
Σφίξε τις λέξεις, ξέπλυνε το αίμα της πληγής.
Το βογγητό του άλλου σώσε.
Πολέμα ποιητή.
Μη φυλακίζεσαι στο ψέμα του καιρού
στο θάμπωμα της λήθης.
Άκου τ’ αηδόνι, που έρχεται απ’ τη γη
και στην καρδιά της πλάσης, κλαίει.
Αγρύπνα ποιητή.
Όπως το νυχτολούλουδο.
Ο ήλιος, όπως χρυσορρόης πέφτει
και αξεχώριστα τις σκιές φιλεί.
Μην κοιμηθείς, μη ξεχαστείς
κι αποτελειώσει ο κόσμος.