Ο Κυριάκος Κοτσίνης είναι σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους. Η υπαρξιακή νουβέλα “Περισσότερο χρόνο” είναι το πρώτο του βιβλίο. Διαπνέεται από αγωνιώδη υπαρξιακό προβληματισμό ο οποίος σχεδόν έχει πάρει τη θέση μιας δράσης ως σειράς γεγονότων. Η δράση, οι περιπέτειες του ήρωα είναι κυρίως περιπέτειες υπαρξιακής αναρώτησης και εσωτερικής αγωνίας.
Ο Κ, ο ήρωας της νουβέλας, υποφέρει από το ψυχικό κόστος της μη αξιοποίησης του χρόνου, καθώς τα συμποσούμενα άδεια κομμάτια της ζωής τον έχουν βυθίσει σε μια ανήκεστη μελαγχολία. Είναι σαν ένας “τυφώνας μέσα σε μπαλόνι”, ένα καταχωνιασμένο δυναμικό τόσο πικρό που μπορεί να αποδιοργανώσει ολοκληρωτικά έναν άνθρωπο.
Ο Κ έχει χτίσει τη ζωή του και την προσωπικότητά του, το ανάστημα που περιφέρει στις κοινωνικές συναναστροφές του, μέσα από την επανάληψη ασθενικών αντιδράσεων απέναντι στις προκλήσεις της ζωής. Ζώντας δι’ αυτών των ασθενικών καθημερινών αντιδράσεων, ζώντας ήπια και ασθενικά, δεν καταφέρνει να βρει ικανοποίηση. Συλλέγει μόνο μικρές τέρψεις που σποραδικά του προσφέρουν οι καθημερινές χωλές επιλογές του. “Δεν θα περίσσευε τίποτε και διαρκώς θα έλειπε κάτι. ‘Ετσι κατανοούσε τη ζωή, σαν ένα διαρκές έλλειμμα, ένα κενό που υπολειπόταν και δεν γίνονταν να πληρωθεί”.
Υπάρχει αυτό που αποκαλείται “στάση ζωής”. Συντίθεται από ένα πλήθος αποφάσεων και συμπεριφορών που αποβλέπουν να εφαρμόσουν ένα σύνολο αρχών και αξιών. Είναι ο συνήθης, μάλλον, τύπος βίου, του ανθρώπου που με αυτοκυριαρχία και πείσμα προσπαθεί, μέσα στην χαοτικότητα της ζωής, να ευθυγραμμίσει διάφορες δράσεις και συμβαίνοντα προς έναν άξονα αξιών υποκειμενικό, δικό του. Μοιάζει σαν ο άνθρωπος να προσπαθεί να υποτάξει τη φυσική χαοτικότητα της ζωής στη δική του βούληση, σε ένα υποκειμενικό σχέδιο.
Βεβαίως, εμπεριέχεται μια παραδοξότητα σ’ αυτήν την αξίωση να επιβληθεί ένα υποκειμενικό, ιδιοτελές σχέδιο στην εγγενή, φυσική χαοτικότητα του κόσμου. Η θέα ενός οργωμένου χωραφιού αποτελεί μια απεικόνιση αυτής της ανθρώπινης επιμονής, να θέλει να μεταμορφώσει για ιδιοτελείς, εν προκειμένω βιοποριστικούς, λόγους, ένα λόγγο, γεμάτο βάτα και ανυπότακτη βλάστηση, σε ένα διαγραμμισμένο, οργωμένο και πειθαρχημένο χωράφι. Με παρόμοιο τρόπο οι περισσότεροι προσπαθούν να ευθυγραμμίσουν τα άτακτα δρώμενα της ζωής, που είναι φύσει απείθαρχα, προς έναν υποκειμενικά και ιδιοτελώς αποφασισμένο άξονα, αξιών και αρχών. Ένα σχέδιο υποκειμενικό, όπως προαναφέραμε. Οι άνθρωποι επιστρατεύουν επιχειρήματα για να επευφημήσουν αυτήν την ιδιοτελή και ιδιότροπη μεθόδευση. Την αποκαλούν βίο σύμφωνο με αρχές, “συνεπή” βιοθεωρία, που είναι συναγμένη μέσα από αναμέτρηση με την πραγματικότητα και που δύναται να καθοδηγεί έναν υπερήφανο βηματισμό ζωής. Είναι ο αποφασιστικός βίος.
Στην περίπτωση του Κ δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Ο βίος του Κ είναι η βιοτική περιπλάνηση που απομένει αν αφαιρέσουμε τον άξονα αναφοράς. Είναι μια περιπλάνηση ασπόνδυλη και φοβική, που πρωτίστως χαρακτηρίζεται από προφύλαξη.
Ο Κ περιπλανιέται στη ζωή του προφυλασσόμενος. Δεν υπάρχει αναμέτρηση και βιοτική αγωνιστικότητα. Οι αρχές, οι καθοδηγητικές του βίου, έχουν δώσει τη θέση τους σε τεχνικές προφύλαξης. Δεν δεσπόζει μια κραταιά βιοθεωρία και ένα θάρρος, κυριαρχεί μια λύπη για όσα δεν έγιναν.
Όλα αυτά που καθοδηγούν το βίο και τις επιλογές του Κ χαρακτηρίζονται από αμηχανία και διστακτικότητα. Πρόσφεραν στον Κ το “αβρόχοις ποσί”, μια αβλαβή διέλευση από τη ζωή. Ο βίος, όμως, ο οποίος συναρμολογείται από πλήθος ήπιων, διστακτικών αντιδράσεων δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθοδηγείται από μια στάση ζωής. Μια αποφασιστικά οδηγητική στάση ζωής. Οι πράξεις ως τέκνα μιας νοτισμένης βούλησης δεν μπορούν συναθροιζόμενες να αρθούν στο ύψος μιας στάσης ζωής. Μπορούν όμως να βολευτούν στην επιείκεια και την προσωρινότητα μιας διάθεσης.
Αλήθεια, μπορεί μια διάθεση να είναι οδηγητική του βίου; Και τι σημαίνει αυτό; Τι συνέπειες έχει μια διάθεση στο τιμόνι του βίου;
Αν ως στάση θα αποκαλούσαμε μια συγκροτημένη δέσμη αξιών και καταστατικών αρχών που καθοδηγεί με αυτοπεποίθηση έναν βίο, περισσότερο από τον προσδιορισμό του περιεχομένου των καταστατικών αρχών και αξιών, εντύπωση μας προξενεί η αποφασιστικότητα και το πείσμα με το οποίο υπηρετούνται και πρεσβεύονται αυτές οι αρχές. Το πείσμα αυτό, παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητά του για το βίο, φαντάζει παράδοξο, ανυπόστατα παράτολμο.
Η διάθεση, από την άλλη, ως οδηγός ζωής είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αλλά για ποιά διάθεση μιλούμε; Κάποιοι άνθρωποι έχουν το χάρισμα μια διάθεση να τους καθοδηγεί στη ζωή. Μια γοητευτική αυθορμησία, η οποία αντιδρά αντανακλαστικά σε κάθε τι που αξίζει. Αυτοί οι χαριτωμένοι άνθρωποι, αβίαστα πετούν σαν τις πεταλούδες από άνθος σε άνθος και το ίδιο το πέταγμά τους έχει κι αυτό μια χάρη ζωγραφική. Τέχνη του βίου λέγεται, από έμφυτο βιοτικό ταλέντο.
Ο αντίποδας αυτής της γοητευτικής αυθορμησίας είναι όταν μια διάθεση καθοδηγεί το βίο, όχι ελκυόμενη από κάθε τι ωραίο και άξιο, αλλά ως μια φοβική προφύλαξη. Όταν η διάθεση δεν καθοδηγεί χαριτωμένες βιοτικές πτήσεις αλλά ούτε και αποφασιστικά βήματα μέσα στη ζωή. Ο Κ καθοδηγείται από μία διάθεση πού μέριμνα για την αυτοπροστασία και την ψυχική του αρτιμέλεια, να διαπερνά δηλαδή το βίο του ο ήρωας αλώβητος, ανέπαφος και αρυτίδωτος. Αποφεύγοντας αλλά και παραλείποντας πολλά.
Η στάση είναι μια ιδιότροπη συστηματική απόπειρα καθυπόταξης της χαοτικότητας της ζωής και ελέγχου της ατίθασης ενδεχομενικότητάς της, μια πεισματική επιχείρηση επιβολής. Η διάθεση είναι ένας εύκαμπτος τρόπος απόκρισης στην πραγματικότητα, όχι συμπαγής και αποφασιστικός, αλλά μία υπαρξιακή ευλυγισία και μια ιδιοτελής προσαρμοστικότητα. Η διάθεση του Κ αναζητεί στέγη προφύλαξης μέσα στο στίβο της ζωής όπου κοχλάζει η ενδεχομενικότητα, εκφέροντας τροπές και κινδύνους υπαρξιακούς. Η διάθεση αναπαύεται όταν εύρει καταφύγιο που προφυλάσσει τον Κ από την επισφαλή, σχεδόν τρομακτική γι’ αυτόν ενδεχομενικότητα της ζωής. Το καταφύγιο και η προφύλαξη ως απόκριση στη ζωή. Η διάθεση του Κ μας έχει εισαγάγει στο βασίλειο μιας βιοτικής επιείκειας, ηπιότητας και υποτακτικότητας. Μιας υπαρξιακής ευλυγισίας ως τρόπου αυτοπροστασίας για μια αλώβητη και αβλαβή διέλευση από τη ζωή.
Η στάση ζωής, ως αποφασιστικό σχέδιο ζωής προς το οποίο επιχειρείται να συμμορφωθεί η χαοτικότητα της ζωής, όπως το χωράφι στην καλλιέργεια, επιτυγχάνει συχνά έναν περήφανο βίο. Όμως, όπως είπαμε, εμπεριέχει αυτήν την παραδοξότητα, μια μάλλον αβάσιμη πεποίθηση ότι είναι εφικτό να τιθασευτεί η χαοτικότητα της ζωής, ότι με έναν τρόπο πεισματικό και επίμονο θα υποταχθεί στην υποκειμενική βούληση.
Αν σε μια λέξη έπρεπε να συμπυκνωθείο βίος του Κ, όπως η διάθεση τον ορίζει, θα χρησιμοποιούσαμε τη λέξη άναιχμος. Άναιχμος βίος, βίος χωρίς αιχμές, αμβλυμένος, συμμορφωμένος, βολικός, απαρατήρητος. Όχι όμως όπως το εννοεί ο Επίκουρος με το “λάθε βιώσας”, δηλαδή ως προϋπόθεση του “ηδέως ζην” που συνυπονοεί μία λελογισμένη αποχή από κάθε τι το εριστικό, όπως η πολιτική, η εξουσία, το χρήμα, τα κοσμικά πράγματατα οποία διαταράσσουν την εσωτερική γαλήνη. Ο άναιχμος βίος δεν είναι φιλοσοφημένος βίος, είναι βίος φίλαυτος και φοβικός. Και δεν φέρνει ευτυχία. Ο Κ διακατέχεται από μία μελαγχολία, μία αίσθηση ανικανοποίητου, απώλειας χαμένων ευκαιριών. Ο Κ νιώθει αδυναμία ανταπόκρισης στις προκλήσεις της ζωής, σε ότι η ζωή μπορεί να προσφέρει. Κάποτε αισθάνεται ότι η ζωή τον παρέκαμψε, σαν να κύλησε δίπλα του και αυτός να μην κατάφερε να τη ζήσει. Από αυτήν την ίδια την ατολμία του, από αυτοσυγκράτηση, από προφύλαξη από τον ίδιο τον κοχλασμό της ζωής.
Η προφύλαξη τον γλίτωσε από τα χειρότερα και του στέρησε τα καλύτερα.
* Κωνσταντίνου Ακρίβου (δρος Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ)