Αχ ρε μάνα, βιάστηκες να φύγεις
Τη μαμά της Ζωίτσας την αγαπούσε όλη η γειτονιά. Αρχόντισσα την φωνάζανε κι αρχοντικά φερόταν. Το σπίτι τους ήταν το τελευταίο απ’ τα παλιά που κατοικούνταν μέχρι τις μέρες μας. Στην οδό Επιμενίδου, εκεί στην Άνω Πόλη, υπόδειγμα μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής, όπως υπόδειγμα ήταν κι η οικογένεια της Δέσπως, μέχρι που έμεινε έγκυος στη Ζωίτσα.
Ψηλή και λυγερόκορμη με μαλλιά μαύρα η Δέσπω, και δυο αμυγδαλωτά μάτια που ‘χανε κλέψει κάτι απ’ το φως της νύχτας, τότε που τ’ άστρα ξέχασαν να κοιμηθούν. Μικρή η αγκαλιά της, μα χώραγε ο κόσμος. Αγαπούσε τα ταξίδια μα και τη γεωγραφία στο σχολείο. Σα μεγαλώσω, έλεγε, θα γίνω καπετάνισσα. Θα διαφεντεύω τα καράβια και θα ορίζω τους καιρούς. Έμεινε έγκυος μόλις στα δεκάξι της, για ένα μακρινό ταξίδι που της τάξανε. Μα κι αυτό δεν έγινε ποτέ. Ο δικός της καπετάνιος την στοίβαξε με τα απολεσθέντα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και μπάρκαρε για αλλού. Τη μέρα σαν τ’ αερικό τα ‘φερνε βόλτα όλα, σπίτι, δουλειά και τη Ζωίτσα. Αν ήθελε ας έκανε κι αλλιώς. Τη ρετσινιά του κόσμου ντύνονταν και κάθε που ξημέρωνε φόρτωνε τη ζωή στην πλάτη κι έβγαινε για το μεροκάματο. Τις νύχτες έγραφε. Τα χέρια τρέμανε, από καιρό είχανε αγριέψει μα δεν την έπαιρνε από κάτω. Τις φουρτούνες της στο χαρτί τις αράδιαζε. Μούτσος γινόταν και το κατάστρωμα πάντοτε έλαμπε κι ας ήταν το αμπάρι στοιβαγμένο σκελετούς. Καθισμένη πάντα στην μεγάλη πολυθρόνα στο παράθυρο μπροστά, κάπνιζε ”Sante” κι έγραφε. Όχι για να τα διαβάσει ο κόσμος, μονάχα η Ζωίτσα, σα θα ‘ρχονταν η ώρα.
Την βλέπαμε από μακριά και τη θαυμάζαμε. Πάντα από μακριά. Σα σταρ του σινεμά. Έτοιμη να μας υπογράψει το αυτόγραφο αλλά και να μας κεράσει ένα τσιγάρο στα ζόρια. Οι δικές μας οι μανάδες την ζηλεύανε γιατί τ’ αρσενικά της γειτονιάς όλο και την καλοκοιτούσαν. Ο χρόνος της έκλεβε στιγμές, μα είχε τον τρόπο της να τον ξεγελάει. Σα μεγαλώσω έλεγα στη Ζωή, στη μάνα σου θέλω να μοιάσω. Να με κοιτά η θάλασσα, ν’ απλώνεται· να με θωρούν οι πέτρες και ν’ ανθίζουν· να με κοιτά κι αγάπη, ν’ ανασταίνεται. Κι η Ζωίτσα από μέσα της αυτό παρακάλαγε, να ‘χε μοιάσει της μάνας της κι όχι εκεινού, του πατέρα της, που δεν τον είχε δει και ποτέ της.
Ακόμα κι εκείνη την τελευταία στιγμή, πριν κλείσει η κασέλα για το μεγάλο ταξίδι, η Δέσπω με το χαμόγελο έφυγε κι όλοι ζηλέψανε τον Άδη για την τύχη του. Μονάχα τότε ήταν π’ ακούστηκε το δάκρυ της Ζωής «αχ, ρε μάνα, βιάστηκες να φύγεις».
Άνω Πόλη – Θεσσαλονίκη