Το καλοκαιρινό αεράκι έπαιζε παιχνιδιάρικα με την κουρτίνα του παραθύρου. Το φεγγάρι είχε πάρει τη συνηθισμένη Αυγουστιάτικη θέση του πλάι στ’ αστέρια. Εκείνη καθόταν, όπως κάθε βράδυ, μπροστά από την τηλεόραση κοιτάζοντας αφηρημένα την οθόνη δίχως να καταλαβαίνει, δίχως να επικοινωνεί με το χαζοκούτι. Η μελαγχολία και η κατάθλιψη είχαν πλέον αποτυπωθεί στο κουρασμένο βλέμμα της, στις άνευρες κινήσεις του σώματός της. Όχι, δεν μπορούσε ακόμη να δεχτεί την αλήθεια, να σταθεί ενώπιον της και να παραδεχτεί πως ο γιος της, εκείνο το παλικάρι, που επί τριάντα χρόνια την αποκαλούσε μάνα, είχε καταλήξει στο χώμα.
Οι φυλλάδες έγραφαν διάφορα πράγματα για εκείνον, πως τάχα είχε σκοτώσει τέσσερις ανθρώπους και είχε επιτεθεί σε αστυνομικούς. Ό,τι κι αν έλεγαν όμως, όσα ψέματα κι αν αράδιαζαν στον κόσμο, εκείνη δεν πίστευε λέξη. Ο λεβέντης της δεν ήταν το αποφώλιον τέρας που παρουσίαζαν οι ανέντιμοι συκοφάντες για να πουλήσουν, δεν θα αφαιρούσε ποτέ τη ζωή κανενός, επειδή έτσι τον είχε γαλουχήσει η ίδια. Τριάντα ετών! Σκέφτηκε νιώθοντας τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Τον δολοφόνησαν επειδή τόλμησε να υπερασπιστεί τα πιστεύω του και ο κόσμος, αυτή η απρόσωπη μάζα, η οποία είναι ικανή να καθορίσει τη ζωή μας, τον αποκαλούσε «κτήνος» και «κανάγια».
Ο σύζυγός της, ο πραγματικός και γνήσιος κανάγιας, το πραγματικό και γνήσιο κτήνος, την είχε εγκαταλείψει όταν ο γιος τους ήταν δέκα ετών. Έκτοτε δεν τον ξανάδε ποτέ κανείς στη γειτονιά. Μόνη της πάλεψε με τις δυσκολίες της ζωής, στάθηκε απέναντι στην άτεγκτη κοινωνία και προσπάθησε να μεγαλώσει το παιδί της, σκουπίζοντας σκάλες, κάνοντας λάντζα. Δεν είχε μετανιώσει για τίποτα, δεν ντρεπόταν γι’ αυτό που ήταν, αντιθέτως, ένιωθε υπερήφανη που είχε καταφέρει να μεγαλώσει το παιδί της και να το σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ένας σωστός άνθρωπος για τη λάθος κοινωνία.
Τώρα πια τίποτα δεν είχε νόημα για εκείνη. Είχε χάσει τον γιο της με τον χειρότερο τρόπο και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε τους βέβηλους δημοσιογράφους, που της τηλεφωνούσαν για να της πάρουν συνέντευξη και τους συγγενείς, που ρωτούσαν με δειλή, αναποφάσιστη φωνή αν όλα αυτά που ακούγονταν για τον γιο της ήταν αλήθεια. Αναλόγως τι εννοεί ο καθένας, χρησιμοποιώντας τούτη την εκπορνευμένη λέξη, την αλήθεια…
Πως τολμάνε; Αναρωτήθηκε. Δεν σέβονται τίποτα πια; Δεν είναι οι ίδιοι γονείς; Φίλοι; Αδέλφια; Δεν μπορούν να καταλάβουν το πένθος και τη στενοχώρια μιας μάνας; Όχι, δεν μπορούν, το μόνο που ενδιαφέρει τους συγγενείς είναι να κορέσουν την πείνα του κουτσομπολιού τους και τους δημοσιογράφους να πάρουν αποκλειστική συνέντευξη από τη μάνα του αποφώλιου τέρατος. Έπειτα, όλοι αυτοί, οι ευαίσθητοι και καλόκαρδοι άνθρωποι, που ονειρεύονται μια καλύτερη κοινωνία, θα κάνουν κήρυγμα αλτρουισμού, θα υμνήσουν την αγάπη, την ελευθερία και το βράδυ, έρμαια της δοκησισοφίας τους, θα ξαπλώσουν στο κρεβάτι τους νιώθοντας ικανοποίηση, μια αίσθηση ανωτερότητας έναντι της πλέμπας.
Ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί. Αυτή η φράση φούντωνε μέσα της την ανεξέλεγκτη φωτιά της ψυχής της. Μια βαθιά ρυτίδα χαράχτηκε ανάμεσα στα φρύδια της, το σαγόνι της ήταν σφιγμένο. Έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε πίσω στην πολυθρόνα της. Αν μπορούσε, θα άρπαζε από τον γιακά έναν ελεεινό υποκριτή (συγγενή ή δημοσιογράφο, ένα κομμάτι της σάπιας κοινωνίας) και θα τον έβριζε χυδαία. Έπειτα εκείνος, θα προσπαθούσε να ξεφύγει χρησιμοποιώντας ανόητα επιχειρήματα και όταν εκείνη θα τον στρίμωχνε περισσότερο, θα αναγκαζόταν να παραδεχτεί τη δική του ασχήμια, τα δικά του λάθη, χρησιμοποιώντας την γλυκιά και βολική δικαιολογία, την οποία ουδέποτε θα δεχόταν αν ο ίδιος βρισκόταν στη θέση της. «Δεν φταίω εγώ, τη δουλειά μου κάνω» ή «ρωτάω από ενδιαφέρον».
Υποκρισία, ανοησία, εγωισμός, ένα εκρηκτικό μείγμα, έτοιμο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Ο απαίδευτος άνθρωπος δικαιολογεί τη δική του εσωτερική ασχήμια και στρέφεται κατά την εσωτερική ασχήμια των άλλων για να χλευάσει, να κρίνει, να δικάσει, να καλύψει τα συμπλέγματά του και νιώσει ανώτερος, επαΐοντας της κοινωνίας, ταΐζοντας για ακόμη μια φορά το υπερτροφικό εγώ του. Η όμορφη και αστραφτερή εικόνα που έχουν πλάσει στο μυαλό τους οι άνθρωποι, γι’ αυτό που αποκαλούμε ζωή, πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Μήπως όμως και η πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε μια πολυσχιδής έννοια ή μήπως ήταν έτσι από καταβολής κόσμου;
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου καρατόμησε τις σκέψεις της. Ποιος να ‘ταν; Αναρωτήθηκε κοιτάζοντάς το για μερικές στιγμές. Πως καταντήσαμε έτσι; Τι στο καλό έγινε και το σκοτάδι κατάπιε το φως; Σηκώθηκε και προχώρησε μέχρι το τραπεζάκι του διαδρόμου. Στάθηκε πάνω από το τηλέφωνο, που χτυπούσε επίμονα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Αν ήταν πάλι ένας από εκείνους τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους ή συγγενείς θα τον έστελνε στον αγύριστο.
Δυστυχώς, δεν μπορούσε πλέον να κάνει όνειρα για το μέλλον, το παιδί της είχε πεθάνει μαζί με την ευτυχία της, ωστόσο, μπορούσε να γυρίζει πάντα πίσω στο παρελθόν για να ζωντανεύει εικόνες και συναισθήματα μέσω των αναμνήσεων. Αυτό θα την κρατούσε στη ζωή για όσο ακόμη χρειαζόταν.
Τελικά, αποφάσισε πως όποιος κι αν την καλούσε, θα τον έστελνε στον αγύριστο χωρίς να του μιλήσει. Έπιασε τη συσκευή τηλεφώνου και την τράβηξε με δύναμη ξεριζώνοντας τα καλώδια από την πρίζα. Έπειτα πήγε στην τηλεόραση και επανέλαβε την ίδια κίνηση.
«Επιτέλους, ησυχία», είπε και ξάπλωσε στον καναπέ κοιτάζοντας στο πάτωμα το άδειο κουτί με τα ηρεμιστικά. Πόσα είχε πάρει; Άραγε θα έκαναν γρήγορα τη δουλειά τους;
Photo Sergio Larrain, Paris 1959