Από παλιά μου λένε όλοι πως γλιστρώ απ’ τις κακοτοπιές σαν χέλι.
Γι’ αυτό κι από μικρός ξεκίνησα να περπατώ δίπλα στη λιμνοθάλασσα του Λούρου*, εκεί που αράζουν τα φλαμίνγκο και φωλιάζουν χέλια. Έκθαμβος κοίταζα τις κινήσεις τους τις οφιοειδείς μέσ’ στο νερό κι ένιωθα μέσα μου δονήσεις, ώσπου κατάλαβα πως ένα από αυτά είχε φωλιάσει βαθιά στα σωθικά μου.
Κίνησε από μακριά- απ’ τους κουφαλιασμένους απ’ την άρμη βράχους εκεί στου Παλιοπόταμου* τη μπούκα. Πριν έρθει να με βρει, κυκλοφορούσε σαστισμένο -μου ‘πε- ανάμεσα στις Εχινάδες, αυτές τις αναιδείς τις σουσουράδες, που ο Αχελώος θύμωσε μαζί τους και τις έκανε νησιά, ενώ πριν ήταν Νύμφες*. Γίνανε το λοιπόν λόγω κατάρας νησοβούνια, να δέχονται στα στήθια τους το μαύρο πόντο να ξεχύνεται μ’ αφρούς και λύσσα, μουγκρίζοντας από μακριά στη φόρα του Πουνέντε και της Όστριας. Κι έμειναν έτσι πετροκάρφωτα γεμάτα αλιφασκιές, σπάρτα, αγριλίδια και αφάνες, να καρτερούν περαστικούς.
Εκείνο ζούσε στα ζαφείρια των νερών, βαθειά μέσ’ στους αβλέμονες για να φυλάγεται απ’ τους γλάρους. Δεν ήξερε τι γύρευε εκεί, ωσότου μία μέρα κάτι το ‘σπρωξε να έρθει να με βρει. Νομίζω έγινε την ώρα που ερχόμουνα κι εγώ από πολύ μακριά-σαν κύτταρο στης μάνας μου τη θάλασσα. Τότε θα μπήκε μέσα μου, προνύμφη στην αρχή, να μην τρομάξω σαν το δω, να μη σκιαχτώ.
Έχω ένα χέλι μέσα μου-από τότε που υπάρχω.
Περίμενε για χρόνια εκεί, στου Παλιοπόταμου το ψαρολίβαδο, που ‘χει περίκλειστα γυροβολίδια, φυρονέρια κι αλκυόνες, ωσότου να με βρει κι εγώ να το ‘βρω.
Κι όλο γυρνάμε πάλι στο ίδιο μέρος, ανάμεσα στους ξεκομμένους βράχους. Γυρεύουμε να μας κυκλώσει η μυρωδιά από αγριοβότανα και ασφάκες. Γυρεύουμε τις σμυρτοδάφνες και τα κιτρινόσπαρτα.
Χίλιες χιλιάδες χρόνια πριν, θαρρείς εδώ βρισκόμασταν.
Έχω ένα χέλι μέσα μου εξ’ αρχής.
Βρίσκεται πάντα εκεί, να μου θυμίζει από που ξεκίνησα και που θα επιστρέψω.
*Λούρος: παραλία της Αιτωλοακαρνανίας, δίπλα στις εκβολές του ποταμού Αχελώου.
*Παλιοπόταμος: η παλιά κοίτη του Αχελώου στο Νεοχώρι Αιτωλοακαρνανίας.
*Αναφέρεται στο μύθο, όπου ο θεός Αχελώος θύμωσε με τις Νύμφες Εχινάδες επειδή δεν του έκαναν θυσία και τις μεταμόρφωσε σε νησιά.