Scroll Top

Αφιέρωμα σε Έλληνες και Ελληνίδες Λογοτέχνες της Γενιάς του ’80 | Παντελής Μπουκάλας | Γράφει η Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Πεχλιβάνη

Το  culturebook, συνεπές στην προσπάθειά του να φέρει τους αναγνώστες σε επαφή με τη νεότερη Ελληνική ποίηση και πεζογραφία και πιστό στο όραμά του να κοινωνεί την καλή λογοτεχνία, σχεδιάζει ένα φιλόδοξο –και ίσως ανεφάρμοστο στην ολότητά του– αφιέρωμα σε σύγχρονους Έλληνες και Ελληνίδες λογοτέχνες, που θα αντληθούν, κυρίως, από τη δεξαμενή της ενδιαφέρουσας γενιάς του’80. Το αφιέρωμα θα περιλαμβάνει συνεντεύξεις, κριτικά δοκίμια, ανέκδοτα κείμενα και φωτογραφικό υλικό και φυσικά θα «εκδιπλωθεί» σε βάθος χρόνου δεδομένου ότι ο αριθμός των λογοτεχνών είναι μεγάλος και  η δυσκολία του εγχειρήματος τεράστια. Κάποιος θα αναρωτηθεί τί θα εξυπηρετήσει αυτή η προσπάθεια, μια ακόμα προσπάθεια, ένα ακόμα αφιέρωμα, όταν υπάρχει πληθώρα –για να μην πω πληθωρισμός– λογοτεχνίας και κριτικής. Η απάντησή μας είναι κρυστάλλινη και αταλάντευτη: Η καλή λογοτεχνία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Τον Φεβρουάριο συνεχίζουμε με τον ποιητή, μεταφραστή και κριτικό Παντελή Μπουκάλα, που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2024 για τη συνολική του προσφορά στα γράμματα.

Σας ευχαριστώ

Η επιμελήτρια

Αγγελική  Πεχλιβάνη

Γράφει η Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009

Άνθρωποι σε κοινή θέα

«Έρως. Καιρός. Τα μάτια σου.»

Ο Παντελής Μπουκάλας από το 1978 αρθρογραφεί ως λογοτεχνικός συνεργάτης σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Και πραγματικά, καθώς μαρτυρά το πλούσιο βιογραφικό του, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί σημαντική η συμβολή του στα ελληνικά γράμματα και είναι πολλά εκείνα που αξίζει να σημειωθούν. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τα κυριότερα. Άρθρα και μεταφράσεις του αρχαίων ελληνικών ποιημάτων έχουν δημοσιευτεί και στα περιοδικά Η λέξη, Το δέντρο, Νέο Επίπεδο, Τεχνοπαίγνιο, Γαλέρα, The Book’s Journal, Ποιητική κ.α. Από το 1980 έχει δημοσιεύσει στις Εκδόσεις Άγρα τα βιβλία ποίησης : Αλγόρυθμος, Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος και Ρήματα, έναν τόμο δοκιμίων και βιβλιοκριτικών υπό τον τίτλο Ενδεχομένως – Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου και δύο τόμους υπό τον τίτλο Υποθέσεις, με τις επιφυλλίδες του στην Καθημερινή της Κυριακής. Μετέφρασε τον ελληνιστικό Επιτάφιο Αδώνιδος του Βίωνος του Σμυρναίου, τα ποιήματα του τόμου Επιτάφιος λόγος – Αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα και τα Συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, που έχουν εκδοθεί όλα από την «Άγρα».

Για την ποιητική συλλογή «Ρήματα» ο Παντελής Μπουκάλας βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης (2010) και πράγματι πρόκειται για ένα έργο που συγκεντρώνει πολλές αρετές. Στις τρεις ενότητες του (Ιστορίες, Ερωτήματα και Μυθολογήματα) διακρίνονται οι επιρροές του από τη μελέτη της δημοτικής ποίησης, της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και μυθολογίας και ιδιαίτερα της Ομηρικής ποίησης, η οποία αντλεί, αντίστοιχα με τη δημοτική ποίηση, θα τολμούσε να πει κανείς, δημοτική καταγωγή. Ωστόσο, από το ποιητικό του σύμπαν δεν λείπει ο ρεαλισμός, τα σύμβολα, καθώς και οι σύγχρονες επιρροές. Αρχαιοπρεπείς τίτλοι, αναφορές σε αρχαία κείμενα, στίχος μετρημένος, συχνά επηρεασμένος από τον δεκαπεντασύλλαβο, είναι κάποιες από τις αρετές της ποιητικής αυτής συλλογής. Βεβαίως, δεν παραλείπεται η αφηγηματική υπόσταση, όπου ο στίχος, αν και σύγχρονα ελεύθερος, εξακολουθεί να υπηρετεί το μέτρο και τον ρυθμό.

Στις Ιστορίες ο ποιητής επιλέγει τον έρωτα ως εισαγωγή «…τακερός δ’ ο Έρως…», (σελ. 9),  για να δηλώσει το εύτηκτο και τη ρευστότητά του έρωτα, αλλά και να υπονοήσει το εφήμερο του βίου, ενώ η γραφή κινείται, κυρίως, μεταξύ πρώτου ενικού και τρίτου ενικού και πληθυντικού προσώπου. Είναι εξαιρετικά εύστοχη η αναφορά στον Πύθερμο τον Τήιο, που αποτελεί και τίτλο του ομώνυμου ποιήματος, ως άνθρωπο και ως ποιητή. «Θα πρέπει να τραγούδησε πολύ τον έρωτα/ πώς τήκονται τα σώματα όταν σμίγουν /πώς ορφανεύουνε στο χωρισμό/ανόητα μισά δίχως το σύμβολό τους/και πώς τραντάζεται η καρδιά όταν φυσάει ο πόθος…», (σελ. 17). Ωστόσο, το δίπτυχο έρωτας – θάνατος, καθώς και ο πόνος και ο κόπος που καταβάλλει ο άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής, θα συνδεθούν, ακόμα και μυθολογικά με το αστικό τοπίο. Εδώ ο ποιητής θα αποχαιρετήσει, θα αναπολήσει ανθρώπους που γνώρισε, που παρατήρησε, θα τους περιγράψει και θα αφηγηθεί για άλλους κινούμενος στον χρόνο. Θα αναφερθεί στη ματαιότητα της ποιητικής προσπάθειας, στη ματαιότητα του βίου και θα προετοιμάσει τον αναγνώστη για το σημαντικότερο στοιχείο της θεματικής του. Την απομυθοποίηση του θανάτου.

Στην πρώτη ενότητα τον ενδιαφέρει ο άνθρωπος, ο ποιητής, οι Κυριακές στο καφενείο, ένα απλό εισιτήριο αστικού λεωφορείου, οι λέξεις, η ίδια η γλώσσα, ο χρόνος και η αφόρμηση θα δοθεί σε πέντε λέξεις. «Και πέντε λέξεις, θα ‘θελε να πει,/ και πέντε λέξεις είναι βαριές κι ατίμητες /αν έχουν νόημα καρδιάς αιματωμένο κι αρκούν/για να ιστορήσουν έναν άνθρωπο/ Οι άλλες όλες /υπήρξαν για να υπάρξουν μόνο οι πέντε/ Έρως. Καιρός. Τα μάτια σου /. . . . .»

Στα ποιήματα «Τέλος επισκέψεων», «Άλλ’ άλλος άλλω», «Το λάθος», «Άουτ 2008» άνθρωποι κοινοί, σε κοινή θέα, υπόγεια, στάσεις λεωφορείων, αφηγούνται έμμεσα, καθώς οι λέξεις αποκτούν οντότητα στο ποιητικό σύμπαν του Π. Μπουκάλα. «Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες/που απαρτίζουνε τον άνθρωπο,/Φιλιά και λέξεις.» «Χορτάρι λένε πως καπνίζουμε ή χαρτί;/Λέξεις καπνίζουμε.», «Καπνός αι ημέραι μου» (σελ.24). Ζωές ξοδεμένες, υπαρξιακή αγωνία, περιγράφουν το ελληνικό αστικό τοπίο, το βούλιαγμα σε μια επιφάνεια που καταλήγει να μιμείται την οθόνη, «να καταπίνουμε σκιές ομοιωμάτων», το άσκοπο ξόδεμα στη ρουτίνα και στον αγώνα για επιβίωση. Η ποίηση του Μπουκάλα δεν περιγράφει απλά, εμπεριέχει έναν βαθύ κοινωνικό προβληματισμό που αγγίζει τα όρια της υπαρξιακής αγωνίας και ενίοτε τα ξεπερνά. «Στα κρίματα» (σελ. 31), η εσωτερική αγωνία κορυφώνεται με τη χρήση της υποτακτικής καθώς περιγράφεται το καταβύθισμα στον έσω κόσμο με μια ειλικρίνεια κι έναν ρεαλισμό που καταλήγει σε κρεσέντο. Στο «Ανάποδο», το «Εντούτοις», στην «Αντιπαραβολή»* το ποιητικό του σύμπαν ακολουθεί ένα ευθύγραμμο βέλος, σχεδόν συνεπαγωγικό.

Έρως, ζωή, θάνατος, θεός κι ανάμεσα η υπαρξιακή αγωνία, η ύβρις, η συνειδητοποίηση της ελαχιστότητας της ύπαρξης απέναντι στο σύμπαν και σ’ αυτό που ονομάζουμε θεό. (σελ. 27-28). Τίποτα δεν ξεφεύγει από την ευαίσθητη γραφίδα του ποιητή, η φύση, η καθημερινή ζωή, οικοδομούν εικόνες που απλώνονται καρέ- καρέ στα μάτια του αναγνώστη για να εξυπηρετήσουν ένα σχεδόν κινηματογραφικό ποιητικό τοπίο. Πρόσκαιρος ο βίος για τον ποιητικό υποκείμενο, μονάχα η μνήμη της πληγής, ακόμα και της απώλειας, λειψή και μακρινή. «Κανένα ποίημα» δεν μπορεί να σταθεί αντάξιο. Με έρωτα ξεκινά, τελειώνει με τον θάνατο. «Μια μεταφορά ο βίος/Κυριολεκτικά//Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα/ένας αέρας πες αέρας, Ούτε.//… Όλα τα συνοψίζει ο θάνατος»  (Σύνοψη σελ. 44).

Στα «Ερωτήματα», τη δεύτερη ενότητα της συλλογής, συχνά, βρίσκουμε λέξεις ενωμένες, αφού η λέξη δεν είναι απλά εργαλείο στα χέρια του Μπουκάλα σε αυτή τη συλλογή, είναι το θέμα του. Οι λέξεις είναι αυτό που εννοούν κι αυτό που είναι. Δεν τις λυπάται, τις σέβεται και τις χρησιμοποιεί όπως εκείνος κρίνει για να χτίσει τον κόσμο του. Στο «Κάπα», οι λέξεις γίνονται γράμματα, λεξιλογικά παιχνιδίσματα με το πάθος, γλυκιά οδύνη του έρωτα, πόθος, πάθος αναλώσιμο, ενώ εδώ προστίθεται και η απεύθυνση σε πρόσωπο δεύτερο, αφού σε όλη την ενότητα η σχέση είναι γραμμική από το πρώτο στο δεύτερο ενικό πρόσωπο. «Κάπα. Μπορεί και κόκκινο,/όπως το θυμωμένο αίμα της αγάπης. Μπορεί και κάρβουνο,/που υπάρχει για ν’ αναλωθεί/που υπάρχει μόνο αν αναλώνεται.» (σελ. 52) και στο ποίημα Έροτας (σελ.60) «Και μ’ ερωτάς/…Γίνεται να υπάρξει έροτας,/βρόχος κλειστός/να φαρμακώνει τον αέρα της ψυχής;» Στον Πτόρθο (σελ.54)  «Βαραίνουνε στον έρωτα οι λέξεις κι ομορφαίνουν/Κι ο πόθος πάντοτε σκιρτά σαν πτόρθος διψασμένος».

Η θάλασσα, κι η αγάπη, κι ο έρωτας, παντού σαν θάλασσα, γένους θηλυκού γίνεται σύμβολο για το αντικείμενο του πόθου του, όπως στα (Συμβάντα, σελ. 54) «Συμβαίνει. Απλώς συμβαίνει η αγάπη. Όπως συμβαίνει η θάλασσα.» και πάλι ο ρυθμός, το μέτρο δανεισμένο από τη δημοτική ποίηση, «Αχ, να ’μουνα τραγούδι να με πει/να με στολίσει,/να μ’ ευλογήσει ο ρυθμός της/την ψυχή να λύσει.» Δεν είναι ο έρωτας στάσιμος στην ποίηση του Π. Μπουκάλα. Δεν σταματά στο ανεκπλήρωτο. Αγαπά και φλέγεται. «…η αγάπη/εφτάφωτη λυχνία./Που φλέγεται. Και φέγγει όσο καίγεσαι.» (64) Ο χρόνος διατρέχει όλο το ποιητικό του σύμπαν, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς συμπλέκεται σ’ έναν γραμμικό βιότοπο, όπου χωρούν τα επίγεια και τα ανθρώπινα. «Η λέξη χρόνος, απλώς ανθρώπινη./Έχει τα δυο της όμικρον, πανσέληνα τα μάτια σου.» (Λεξείω, σελ. 69)

Στα «Μυθολογήματα», την τρίτη ενότητα, ο ποιητής δικαιώνει τον λογοτεχνικό του σύνδεσμο με την αρχαιότητα, καθώς έλκεται και υφολογικά από τις ραψωδίες του Ομήρου, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί, ρεαλιστικά, τη θεματική σύνδεση με τις προηγηθείσες ενότητες. Ο θεός, ο πόνος και ο θάνατος, είναι η θεματικές του ενότητες μα  προηγείται η ανθρώπινη ύπαρξη και η ανθρώπινη βούληση ενάντια σ’ αυτό που αποκαλούμε μοίρα, θεϊκή βούληση, καθώς οι τίτλοι αφηγούνται την εξανθρώπιση μυθικών ηρώων. Ο Αίας, «μέγας, πελώριος και έρκος Αχαιών», όπως αναφέρεται σ’ αυτόν ο Όμηρος, θα επιλέξει την αυτοχειρία για λόγους τιμής. «Πριν λάβουν την απόφαση του τέλους/θεοί και θέαινες και άλλες τυχόν ασημαντότητες/παίζοντας ζυγαριές και τις κλωστές τους/θέλω το τέλος μου.» (σελ. 80) Παρομοίως και ο Χείρων. ελευθερία ο θάνατος και γι’ αυτόν.  Ο Αίας αρνείται την ειμαρμένη και επιλέγει να παραδώσει το κορμί του ξαρμάτωτο, ως «Μνημείο ανθρώπου.» Ο Χείρων ευγνωμονεί τον Προμηθέα για το δώρο της θνητότητας. «Πεθαίνοντας/βρήκα οριστικά την ανθρωπότητά μου/Δίκαιο αντίτιμο.», (σελ. 83), θα πει. Ο Προμηθέας χαρίζει δώρα στην ανθρωπότητα και εξανθρωπίζεται από τα ίδια τα παιδιά του, που είναι οι άνθρωποι. Ως θεός και άνθρωπος ενάντια στο Κράτος και τη Βία κηρύττει την ταπεινότητα. «Μέσα στον πόνο ανθρώπεψα/Μέσα στον πόνο έμαθα/όσα ποτέ τους δεν θα μάθουνε οι παντογνώστες», (σελ. 86).

Μέσω της εξομολόγησης του  Μισηνού, ο ποιητής αμφισβητεί την ύβρη και κάθε ανθρώπινη ιδιότητα που αποδίδεται στους θεούς ή στον θεό τον ένα, αφού έμμεσα υπονοεί την ανάγκη κατανόησης της θεϊκής υπόστασης από τον άνθρωπο με την απόδοση σ’ αυτό ιδιοτήτων που μόνο ο άνθρωπος κατέχει. Ο Μαρσύας αντίθετα αρνείται την ευθύνη των πράξεών του και εμμένει στη θεϊκή παρέμβαση «Μα ποιος αγώνας./Όλα γραμμένα./Τυχαία βρήκα τον αυλό./Τον πέταξε η Αθηνά.» (σελ. 89), ωστόσο παλεύει πια κι αυτός ως ποταμός να ελευθερωθεί απ’ ότι είναι γραμμένο. Ο Ορέστης βρίσκει τη δικαίωση στον θάνατο και η Πηνελόπη που δεν διαφέρει από τη σύγχρονη απατημένη γυναίκα, η οποία δεν φοβάται να ομολογήσει τα αληθινά της συναισθήματα. Αυτά της απατημένης συζύγου. Η Καλλιστώ, η Μορία, ο Μελάμπους, ο Σίσυφος, η Θέτις, ο Παλαμήδης, όλοι τους κάτοικοι του κάτω κόσμου, μα τον περιγελούν, καθώς αυτό που τους ενώνει είναι απείθειά τους απέναντι στους θεούς, η ελευθερία της βούλησης. Μονάχα ο Πένθος παραμένει άβουλος απέναντι στην καταδίκη του και γίνεται ρόλος και τον υπηρετεί πιστά. Απέθαντος, δεν ανταλλάσσει την άχαρή του αποστολή, μοναχά παιχνίδι την θεωρεί, μια εξουσία αέναη, όπως και ο θάνατος. Έχει τον τρόπο του να κλονίζει τους ανθρώπους, να τους ξεγελά, για να μην δουν πως ο θάνατος είναι στ’ αλήθεια αντίσταση απέναντι σε ό,τι ορίστηκε, ως βάσανο που είναι μοιραίο να βιωθεί. «Να ’χουν να κλαίνε/να ’χω να πεινάω/ο απέθαντος.» Η ποίηση του Π. Μπουκάλα δεν σκύβει το κεφάλι στο απευκταίο, που είναι το τέλος της ζωής. Η ποίησή του είναι επανάσταση, είναι φως, αφού αψηφά με περηφάνια την ανυπαρξία. Κρατά ψηλά το κεφάλι κι επιδιώκει την ανύψωση της ανθρώπινης υπόστασης, κατά πως της αξίζει, αφού ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του θεού και κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση «παιδί του».

Φωτογραφία: Ο Παντελής Μπουκάλας στο συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη, στη Σκιάθο, το 2024.

Βιογραφικό Παντελής Μπουκάλας

Βιογραφικό Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Βιογραφικό Αγγελική Πεχλιβάνη