Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-2020) σε ηλικία 23 χρονών εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο Λύκοι και σύννεφα (1963). Χαρακτηρίστηκε ως «προπομπός της β΄ μεταπολεμικής γενιάς, της λεγόμενης γενιάς της αμφισβήτησης»[1]. Σημαντική ποιήτρια και μεταφράστρια δεν δημοσίευσε μόνο ποιήματα και μεταφράσεις. Άρθρα της και κριτικά δοκίμια φιλοξενήθηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το ποιητικό της έργο εκτείνεται σε είκοσι περίπου συλλογές, με επανεκδόσεις και συγκεντρωτικές ανθολογήσεις. Ποιήματά της συμπεριλαμβάνονται σε συλλογικά έργα και λευκώματα. Αξιοσημείωτη είναι η αναγνωστική απήχηση του έργου της και στο διαδίκτυο. Αρκετά ποιήματά της κυκλοφορούν ευρέως σε προσωπικά ιστολόγια, ενώ εμπνέουν και νέους δημιουργούς.[2] Παρά την αναπηρία της και τη μεγάλη της ηλικία δεν δίσταζε να δίνει διαλέξεις και συνεντεύξεις συμμετέχοντας παράλληλα σε διάφορα πολιτιστικά δρώμενα[3] μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, στο μεταίχμιο της β΄ μεταπολεμικής γενιάς και της γενιάς του ’70, συχνά ερωτοτροπούσε με τον πόνο, τη μοναξιά και τη σιωπή. Με φωνή άλλοτε σπαρακτική και άλλοτε ήρεμη, μίλησε για την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης και την αναμέτρησή της με τον χρόνο. Μίλησε όμως και για το όνειρο, την ελπίδα και για την ίδια τη ζωή.
Το ποιητικό της έργο εμπεριέχει ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου προσωπικού ύφους. Κέντρο του είναι το σώμα, όπως επισημαίνεται από το σύνολο σχεδόν της κριτικής. Το επιβεβαιώνει άλλωστε και η ίδια: «Αυτό που εγώ θα μετουσιώσω σε ποίηση ή σε απελπισία πρέπει πρώτα να περάσει από το σώμα μου».
Υπαρξιακή, φιλοσοφική και προπάντων ερωτική η ποίησή της, άνοιξε δρόμους και για την έκφραση της γυναικείας σεξουαλικότητας.[4] Η ίδια, «ποιήτρια του πάθους»,[5] κατέθεσε με ειλικρίνεια, φυσικότητα και εκφραστική λιτότητα μια ποίηση εξομολογητική για έναν έρωτα γένους θηλυκού, με έντονη σωματικότητα και αιχμηρές εκμυστηρεύσεις.
Ιχνηλατώντας τοπία οδύνης και σωτηρίας στην πορεία προς το τέλος
Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής της, η Αγγελάκη-Ρουκ έγραψε έργα περισσότερο υπαρξιακά. Κείμενα ποίησης και πρόζας, με μεγάλη θεματική συγγένεια, μπορεί να θεωρηθούν και ως απολογισμός ζωής: Η ανορεξία της ύπαρξης (2011), Η σιγανή φωνή της μνήμης (2013)[6], Άνθρωπος και χρόνος (2017)[7], Με άλλο βλέμμα (2018), και δύο θεατρικά – συνομιλίες με τον εαυτό της και με τον χρόνο: Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι (2016) και Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο (2018). Το 2014 εκδόθηκαν συγκεντρωτικά τα ποιήματά της σε έναν τόμο 512 σελίδων με τίτλο: Ποίηση (1963-2011). «Τα ΑΠΑΝΤΑ μου δεν είναι μόνο η συγκέντρωση των ποιημάτων μου αλλά κι ολόκληρης της ζωής μου, αφού δε θυμάμαι να έζησα ποτέ χωρίς ποίηση» σημειώνει η ποιήτρια.
Η ποιητική συλλογή Με άλλο βλέμμα (2018), «μια μελέτη θανάτου μέσα από την εξουθενωτική εμπειρία του γήρατος, μια ελεγειακή ομολογία του τέλους της ζωής και της ποίησης»[8] κλείνει έναν κύκλο ποιητικής ζωής με οδηγό το σώμα. Έναν κύκλο τοπίων οδύνης και έξαρσης. Με το σώμα άλλωστε «άνοιξε» το ταξίδι της στην ποίηση. Αυτό δηλώνεται ρητώς με τον πρώτο στίχο της στη συλλογή Λύκοι και σύννεφα, (1963): Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού και με αυτό πορεύτηκε μέχρι το τέλος. Το σώμα που βιώνει τη νιότη, τον έρωτα και τη χαρά, τα γηρατειά και τη φθορά. Το δικό της σώμα όμως «κουβαλούσε» τον θάνατο από τη στιγμή της γέννησης:
Η ουλή
Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου˙
[…]
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
[…]
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου,με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
[…]
(Επίλογος αέρας, 1990)
Το διπρόσωπο σώμα
Πριν ακόμα βυζάξω το γάλα της ζωής
έπεσε πάνω μου η σκιά του θανάτου.
Το ανύποπτο σώμα μου πάλεψε,
νίκησε
κι ακολούθησε την τροχιά του
γύρω από το ανάπηρο αστέρι της γέννησής μου.
Αεράκι φυσούσε και χάιδευε ουλές, καμπύλες.
Το σώμα μεγάλωνε και με κουβαλούσε σ’ αυτή τη γη
μαζί με τους δυο αντίθετους κόσμους.
Τη ζωή και το θάνατο.
Τα πορφυρά χρώματα της δύσης με μάγευαν
άνοιγαν του παράδεισου τις πύλες
κι ας σήμαιναν το τέλος της ημέρας.
Όταν ανέτελλε το αρσενικό σώμα
το δικό μου ξαναγεννιόταν,
ξάπλωνα τότε πάνω στη γη
τη ζέστα της έκλεβα
και θαρρούσα πως μάντευα
πώς αισθάνονται τα φυτά της.
Σώμα μου, δικό μου σώμα
από σένα όλα απορρέουν [ …]
Ως κι εκείνες οι στιγμές οι άυλες,
οι μεταφυσικές
όταν ανεβαίνει ο νους και γίνεται ουρανός
όλα από σένα ρέουν.
Όμως του σώματος η διπροσωπία,
δεν είναι απάτη.
Είναι ευλογία.
(Η σιγανή φωνή της μνήμης, 2013)
Το οδυνηρό βίωμα λοιπόν δεν εξαφάνισε τον ενθουσιασμό για τη ζωή. Αντίθετα, το προσωπικό τραύμα γέννησε ποίηση. Και φαίνεται ότι αυτό που ξέρει καλά η ποίηση, το ξέρει και η ποιήτρια: θάνατος και ζωή και έρωτας και χρόνος, όλα συμπορεύονται, κουβαλώντας τη διπλή τους φύση. Και με αυτή τη διαλεκτική συνύπαρξη των αντιθέτων προχωρά η ζωή. «Έτσι είναι η ζωή. Παίρνει από δω, δίνει απ’ εκεί. Κι εμένα η αναπηρία μου ήταν το ελιξίριο».
Συχνά την επισκέπτονταν ο πόνος, ο φόβος, η θλίψη∙ την κατοικούσε η μοναξιά. «Μοναξιά» ονόμασε εκείνο το πρώτο της νεανικό ποίημα, τόσο στοχαστικό, προφητικό σχεδόν, που πολύ θαύμασε ο αγαπημένος της νονός Νίκος Καζαντζάκης. Κι ήταν τότε μόλις δεκαεφτά χρονών κορίτσι. Έκτοτε με τη μοναξιά και τα διαφορετικά της πρόσωπα, συνδιαλεγόταν πολύ συχνά:
Μοναξιά
Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
(περ. «Καινούρια Εποχή», 1957)
Απρόσμενη εξέλιξη
[…]
Οι άνθρωποι δεν ήσαν το κουραστικό αντίθετο της μοναξιάς
αλλά πηγάδια που στο βάθος τους
έκρυβαν μυστικά δροσερά και παρήγορα.
Λέω: εγώ άραγε φταίω ή
το μαύρο αντίθετο της ζωής που όλο πλησιάζει;
(Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)
Επιβίωση
[…]
οικονομία στο όνειρο
ότι αλλάζει το σαρκίο
η μοίρα της μοναξιάς
[…]
Ελάχιστες κινήσεις πια,
επιβίωση
μόνο επιβίωση
διδάσκουν οι ατελείς οργανισμοί
της φύσης!
Όπου βρείτε άνθρωπο
πιάστε τον
απ’ το μπράτσο
όπου σπιτάκι κρατήστε το σφιχτά
στην αγκαλιά.
Δέστε τ’ αυγό
όλο στέρηση το μακρουλό του σχήμα
μα μέσα τι φως και μέλλον!
(Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό, 1974)
Έξοδος
[…]
Πίσω από ‘να μαύρο απ’ τη σκόνη τζάμι
στεκότανε μια τραγική ζακέτα: κανείς
δε θα ζήταγε ζεστασιά από δαύτη, ποτέ.
[…]
Έφυγα. Στις χούφτες μου ανάμεσα
σαν να κρατούσα ενός παγωμένου πουλιού
την τελευταία ανάσα
προστάτευα την τελευταία χειραψία.
(Λυπιού, 1995)
Όμως, η μοναξιά των γηρατειών είναι αφόρητη. «Ο χρόνος χώνει όλο και πιο βαθιά τα νύχια του μέσα της» και με τη φθορά του προκαλεί βαθιές πληγές. Η ποιήτρια αρνείται να συμβιβαστεί με τη φθορά και τον μαρασμό της σάρκας. Φοβάται, θυμώνει για την έκλειψη του πόθου. Αντιστέκεται στον θάνατο του φωτός και για ένα επιπλέον λόγο: για την έλλειψη ποιητικής έμπνευσης. Γιατί πώς θα υπάρξει πια ποίηση χωρίς τον έρωτα, αφού νεότητα και ποίηση, είναι σαν δίδυμες αδερφές;
Φόβος το νέο πάθος
Οι πληγές δεν ανθίζουν πια
σε ποιήματα και τραγούδια∙
κακοφορμίζουν μοναχά.[…]
Ήρθε ο φόβος και σάρωσε
όλα τα πάθη.
Ο έρωτας τώρα μοιάζει
πότε με ζητιάνο στη γωνιά
και πότε με γελωτοποιό χωρίς δουλειά
αφού κανέναν πια δεν κάνει να γελάσει.[…]
Φόβος για την κατάρρευση
της φύσης, του κορμιού, του κόσμου.
[…]
(Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)
Η μνήμη έρχεται να συνδράμει τη μοναξιά. Όμως η ανάμνηση της πρότερης κατάστασης, τότε που το σώμα παλλόταν από νεανικό σφρίγος και ρίγος ερωτικό, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερο πόνο. Ο πόνος του έρωτα συχνά λειτουργούσε σαν αντίδοτο θανάτου. Τώρα παρηγορεί, καθώς η επιθυμία δεν έχει ακόμη πεθάνει, και η σαρκική μνήμη, σαν ηλιόλουστη ονειρική ανάμνηση προκαλεί νοσταλγική, γλυκιά θλίψη. Το ανδρικό σώμα ξεπερνά τα όρια της ύλης και γίνεται ασώματος έρωτας, γίνεται ιδέα και ποίημα.
Υπαρξιακές Ερωταποκρίσεις
[…]
Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
[…]
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
(Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)
Η αλλοτρίωση της έλξης
[…]
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις το θάνατο.
(Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)
Χαμόγελο φως
Κι είναι σαν εκείνους τους μαρτυρικούς έρωτες
όταν μέσα από τα καυτά φιλιά
αναδύεται η οδύνη…
[…]
το σώμα σου τυλίγεται, αντί για σάβανο,
με τα τελευταία ερωτικά χειρόγραφά σου.
Ολόκληρη η ύπαρξη σου ουρλιάζει:
[…]
Τέλος το μαρτύριο έρωτας.
Και ξαφνικά, μες στη νύχτα της ερωτικής μου φαντασίας
αστράφτει το χαμόγελό του.
Νέος ορίζοντας ανοίγεται, το σύμπαν φωτίζεται,
η γη μεταμορφώνεται σ’ αστέρι και καρφώνεται στον ουρανό.
[…]
(Η σιγανή φωνή της μνήμης, 2013)
Η Αγγελάκη-Ρουκ υμνεί τον σαρκικό έρωτα, τη λατρεία του ανδρικού σώματος και τη σεξουαλική επιθυμία με έντονο αίσθημα, αποτέλεσμα οδυνηρού βιώματος. Γι’ αυτό ίσως μπορεί να σαρκάζει με «μαύρη» ειρωνεία τώρα που νιώθει τόσο κοντά την ανάσα του θανάτου: «Ποτέ μου δεν είχα δύο εραστές μαζί. Τώρα ναι. Τον έρωτα που κατοικεί στην κρεβατοκάμαρα της μνήμης και τον θάνατο που περιμένει στην αίθουσα αναμονής»[9].
Γνώριζε πάντοτε η ποιήτρια ότι η μόνη αμετάκλητη μοίρα του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Τον είχε άλλοτε ονομάσει σκοτεινό έρωτα ή έρωτα-θάνατο. Είχε επίγνωση ότι «τα σώματα ποθούν και παράλληλα πενθούν για το εφήμερο», ότι η ηδονή και η οδύνη,[10] η πνευματικότητα και η σεξουαλικότητα συνοδοιπορούν. Ωστόσο, υπήρχε η ελπίδα πως η απώλεια των αισθήσεων αναπληρώνεται με τη σοφία της εμπειρίας:
Λέει η Πηνελόπη
[…]
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
-απουσία από τη ζωή-
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.
[…]
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
[…]
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σα να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία.
(Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977)
Οδυνηρά λοιπόν όσο και πολύτιμα δώρα η μνήμη, η μοναξιά, ο έρωτας και ο χρόνος ο οποίος προκαλεί φόβο και υπαρξιακή φόρτιση. Αυτός όμως μπορεί να οδηγήσει σε μια άλλη θεώρηση, σε μια υπέρβαση: στη συμφιλίωση μέσω της έλλειψης. «Νομίζω ότι βασικό στοιχείο της ύπαρξής μου είναι η έλλειψη. Γεννήθηκα με μία έλλειψη, τη συνήθισα, τη θεωρούσα μέρος της ζωής μου και αργότερα εκτίμησα την ουσιαστική αξία της. […] Έτρεχα, χόρευα, κολυμπούσα, η αναπηρία είχε γίνει αυτονόητο μέρος της ζωής μου» εξομολογείται σε μια συνέντευξή της.
Η Ευλογία της Έλλειψης
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει.
[…]
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με -παρακαλώ το Άγνωστο-
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.
(Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)
Η ανορεξία της ύπαρξης
[…]
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
[…]
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
(Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)
Η στέρηση των λυτρωτικών δακρύων, αυτών που «εφεύρε η πανέξυπνη αυτή -ψυχή ή φύση;- για να δροσίζεται ο πόνος» (Η νομοτέλεια των δακρύων), παραπέμπει στην «Λυπιού», στην πολιτεία που έπλασε η φαντασία της, εκεί που άλλοτε έβρισκε καταφυγή για να ακουμπήσει τη βαθιά της λύπη:
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
[…]
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που ‘δειξες την αξία της λύπης.
Όχι δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
[…]
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.
[…]
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ‘μαι πάντα ένα μ’ αυτά που ‘χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
[…]
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
[…]
Εδώ ο έρωτας και ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
[…]
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
(από την Λυπιού, 1995)
Συχνά λοιπόν η έλλειψη και η ανάγκη παλινδρομούν κάτω από τη βαριά σκιά του γήρατος και της φθοράς. Η ανορεξία της ύπαρξης οδηγεί και στην ανορεξία της ποίησης. Κι αυτό γιγαντώνει τον πόνο.
Γράφει: «Μια μοναξιά με είχε τυλίξει, σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά κι εκείνη απουσίαζε. Αυτό το καταλαβαίνω, σκέφτηκα, αφού η νιότη είναι η κύρια πηγή της ποίησης κι ακολουθεί η έμπνευση που γεννιέται από το σμίξιμο πόνου και νιότης. Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’ αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή: τον εαυτό μου… Τώρα τον βάζω απέναντι στις δύσκολες πληγές της ζωής μου και του λέω να ξαναπαίξει το έργο… να δω πώς αντιμετωπίζει τον πόνο, τον καθρέφτη με την ανίερη επικαιρότητά του, το άδειο -άδειο ακόμη κι από επιθυμίες-, το χρόνο κ.ά.».
Η στέρηση της ποίησης γίνεται αφορμή εσωτερικών ανακατατάξεων. Μια ενδοσκόπηση, αρκετά βασανιστική αλλά ουσιαστική, οδηγεί την ποιήτρια σε νέα συμπεράσματα και απελευθερωτικές αλήθειες. Στα εβδομήντα εφτά της χρόνια, γράφει σε πεζό λόγο έναν θεατρικό μονόλογο, με πράξεις (για το άδειο, τη θλίψη, την υποκρισία) και ιντερμέδια, που το τιτλοφορεί Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι, 2016:
Μαθήματα μοναξιάς:
Πάντα έλεγα πως το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να συνειδητοποιήσεις πως η απουσία σου κανέναν δεν κάνει να υποφέρει. Έμαθα τώρα ότι υπάρχει χειρότερο από αυτό: εσύ να μην υποφέρεις από την απουσία κανενός.
Ιντερμέδιο: Εξομολόγηση στον καθρέφτη
[…]
Μικρέ μου καθρέφτη… ξέρω ότι ο εχθρός δεν
είσαι εσύ αλλά ο χρόνος.
[…]
Καθρέφτη μου, θύμα είσαι κι εσύ του ανθρώπινου
παραλογισμού που ομορφαίνει αυτό που βλέπει για να
μην πονέσει γι’ αυτό που είναι.
[…]
Ο χρόνος κι εγώ / Διπρόσωπος Μονόλογος
Μα γιατί σ’ έχει κυριέψει τέτοιος φόβος; Χρόνος είμαι, δεν είμαι θάνατος. […]
Χρόνε, εσύ συνδυάζεις όλα τα αντίθετα. Είσαι μια αφηρημένη έννοια και, μαζί, μια συγκεκριμένη καθημερινότητα. Είσαι το απαραίτητο στοιχείο για να εκπληρώσει κανείς το όνειρο, να πετύχει μια προσπάθεια και μαζί φέρνεις την καταστροφή και το θάνατο.
Η συνομιλία πρόσωπο με πρόσωπο με τον πραγματικό «εχθρό», τον χρόνο, και η διαπίστωση της αντιφατικότητάς του, γεννά ένα νέο έργο με τίτλο Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, (2018). Η ποιήτρια εγγράφει ζωντανούς διαλόγους ανάμεσα σε αντιθετικά ζεύγη προσωποποιημένων εννοιών. Έτσι μέσα από τον λόγο-αντίλογο φωτίζονται σκοτεινές πλευρές και ανατρέπονται αλήθειες:
Διάλογος Πέμπτος, Ομορφιά – Ασχήμια
ΟΜΟΡΦΙΑ: Είναι δυνατόν να αισθάνεσαι καλά όταν όλοι σε απορρίπτουν;
ΑΣΧΗΜΙΑ: Είναι, γιατί αυτή η απόρριψη σημαίνει ελευθερία.
ΟΜΟΡΦΙΑ: Και τι να την κάνεις την ελευθερία όταν τόσα πράγματα, τα οποία όλοι λαχταρούν, σου είναι απαγορευμένα;
ΑΣΧΗΜΙΑ: Ακριβώς. Επειδή είναι απαγορευμένα, βάζεις άλλους στόχους, δικούς σου. Και ανακαλύπτεις ότι αυτό που η πλειοψηφία λαχταράει ν’ αποκτήσει, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό που εσύ πραγματικά επιθυμείς. […] (Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο, 2018).
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου επίσης εγγράφεται: «Όσο προχωράει η ζωή, τόσο πιο ανεξέλεγκτη γίνεται η εξάρτησή μου από το χρόνο. […] Η απόλυτη εξουσία του με οδήγησε σε μια πιο πεζή προσέγγιση της ζωής. Ο διάλογος των αντιθέτων βοηθάει να ανοίξει ο ορίζοντας και να αντικρίσω ίσως διαφορετικά την πραγματικότητα. Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα. Ο δυνάστης χρόνος εμπνέει, πάντα όμως με τον πεζό του λόγο, ποιήματα ουσίας που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, το χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια το θάνατο. Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ το χρόνο, έστω και για μια στιγμή».
Στην ποιητική μυθολογία της Αγγελάκη Ρουκ ο δυνάστης χρόνος είναι ο πρωτομάστορας της φθοράς και του Άδειου, ο συνεργός του θανάτου. Όμως μετά την κατά μέτωπον αντιμετώπισή του, την παρακολούθηση του αγώνα λόγων και την εκ βαθέων συνομιλία με τον εαυτό της, συντελείται μια μεγάλη τομή: η ποιήτρια Με άλλο βλέμμα «βλέπει» τώρα τη ζωή και την τέχνη. Κοιτά κατάματα τον χρόνο-θάνατο, δεν τον φοβάται και δεν παραδίνεται σε αυτόν. Για να συνεχίσει όμως να υπάρχει, πρέπει να αντέξει. Είναι αναγκαία λοιπόν η προσαρμογή. Η ενσυνείδητη προσπάθεια κατανόησης και αποδοχής της νέας, ανελέητης πραγματικότητας, μιας νέας απώλειας, μπορεί να την οδηγήσει στην εξοικείωση με ό,τι την πληγώνει. «Με άλλο βλέμμα προσπαθώ να δω τώρα τη ζωή μου, που δε στηρίζεται πια στην ιδέα του μέλλοντος αλλά συγκεντρώνεται στο τώρα, και μ’ αυτή την οπτική γδύνω το παρελθόν από τα φανταστικά παραμύθια που με βοηθούσαν τότε να ζήσω και προσπαθώ να βρω την ουσία της ζωής πριν το τέλος της δικής μου…».
Εξακολουθεί να αναζητά την ουσία και το βαθύτερο νόημα της ζωής. Έχει μάλιστα αποφασίσει ότι οι τωρινές αλήθειες πρέπει να γεννήσουν ποιήματα ουσίας, με έναν λόγο γυμνό από ψιμύθια, σαν την αλήθεια και σαν την πραγματική ζωή. «Η ποίηση και η ύπαρξη αδιάρρηκτα δεμένες. […] Ο ποιητής ψάχνει μέσ’ από την ποίηση, δρόμους που να οδηγούν στην ύπαρξη ως ουσία, ως προορισμό, ως αναπάντητο ερώτημα, ως μαρτυρία φθοράς και βέβαια ως υποστασιακή αγωνία. Οι στίχοι θυσιάζουν ακόμη και την ομορφιά αν χρειαστεί … ».
Στα ποιήματα λοιπόν και της τελευταίας συλλογής, η ποίηση είναι απόλυτα ταυτισμένη με τη ζωή. Το παρόν βιώνεται και εδώ «σωματικά», έστω και με μια «αίσθηση», έστω και με σπασμένη τη μνήμη.
Ουσία η αφή
Με το που αγγίζω κάτι, ο νους μου ταξιδεύει
[…]
Ποια αλήθεια, ποιο ψέμα
ποια ουσία θα λάμπει ως την επόμενη αφή.
(Με άλλο βλέμμα, 2018)
Μνήμη, το σπασμένο παιχνίδι
Τα μάτια του
τα μπράτσα του, πώς ήτανε στ’ αλήθεια;
Ποια ήταν η πρώτη μέρα που με πήρε;
Κι αν ήταν η μέρα της ανάμνησης μέσα μου
ηλιόλουστη
ερχόταν η φαντασία να προσθέσει λεπτομέρειες
όμως όταν η θλίψη κυριαρχούσε στην ψυχή
η ανάμνηση κι αυτή θρηνούσε.
(Με άλλο βλέμμα, 2018)
Η Αγγελάκη-Ρουκ στο τέλος της ποιητικής διαδρομής και πριν το τέλος της ζωής της μιλά με βεβαιότητα, με ήρεμη στοχαστικότητα, καταθέτοντας την εμπειρία της και μόνο.
Έρωτας, ο αιώνια αθώος
Έρχεται ο έρωτας κι ο κόσμος
του καθενός λάμπει.
[…]
Όταν όμως σταματήσει ο ευλογημένος καταρράχτης
-το συνηθίζει να μην κρατάει πολύ-
μας τριγυρίζει η στάχτη που ‘χει μαζευτεί.
(Με άλλο βλέμμα, 2018)
Θάνατος, ο ανύπαρκτος
Ο θάνατος ήταν πάντα ο πραγματικός εχθρός
γι’ αυτό και μόνο στη φαντασία ζει.
Εγώ τώρα το θάνατο κατάματα κοιτώ
κι αδιάφορη μ’ αφήνει˙
με αγωνία δεν τον ρωτάω, να μαντέψω δεν
προσπαθώ
πόση ζωή μου μένει.
Ένας είναι μόνος ο σκοπός μου:
η επιβίωση.
(Με άλλο βλέμμα, 2018)
Το χαμένο σώμα
Το σώμα είναι πάντα αυτό που ήταν:
η μοναδική απόδειξη της ύπαρξής μας
μόνο που τώρα νιώθει πως άσκοπα περιπλανιέται
κι απορεί γιατί με τόσο πάθος το στηρίζει η ζωή
αφού καμιά ηδονή –την επιβίωση μονάχα–
δεν έχει να προσφέρει.
(Με άλλο βλέμμα, 2018)
Τη συλλογή κλείνει το ποίημα:
Επίλογος αέρας
Βρίσκομαι στο σημείο εκείνο της ζωής
που θα ‘πρεπε να «επιλογώ»
όμως νιώθω το παρελθόν μου να χάνεται, να φεύγει.
Γεύσεις και εικόνες αμυδρές
αφήνει πίσω του
όμως κανένα λόγο.
Αλλά υπάρχει ο αέρας.
Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός
τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά.
Ναι, αυτός είναι ο σωστός επίλογος
μιας ολόκληρης ζωής
που βέβαια στο γιατί ήρθε
ποτέ δεν απαντά.
(Με άλλο βλέμμα, 2018)
Ο αέρας λοιπόν θα σφραγίσει σαν επίλογος αυτή τη μακρά ποιητική πορεία (1963-2018): «Η ψυχή μου καυτός ανεμοστρόβιλος υπόσχεται το τίποτα» (Λύκοι και σύννεφα, 1963). Ο αέρας, άλλοτε «καυτός ανεμοστρόβιλος» και άλλοτε «αεράκι που χάιδευε ουλές και καμπύλες», αυτός που «τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά», θα βοηθήσει να διαβαστεί «ευανάγνωστη η σελίδα της ζωής μας, σε συνθήκες νηνεμίας, σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο», όπως έλεγε τρεις δεκαετίες νωρίτερα η ποιήτρια στο παρακάτω ομώνυμο ποίημα:
Επίλογος αέρας
Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά
απ’ τις κουτές σκευωρίες μας
και τ’ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη·
εκεί ν’ ανθίσουν.
[…]
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.
(Επίλογος αέρας, 1990)
Έτσι τελειώνει μια ποίηση αληθινή, που δεν φοβάται τις κοινοτυπίες ούτε τις επαναλήψεις, και, χωρίς κομπασμούς, δηλώνει την αδυναμία της να απαντήσει στο μυστήριο της ύπαρξης, όσο κι αν αυτό ήταν μια συνεχής και αγωνιώδης αναζήτηση. Αέρας και η ζωή που φεύγει και χάνεται. Έτσι απλά σβήνει η εφήμερη ζωή του ανθρώπου, γήινη, χωρίς μεταφυσικές ελπίδες. Ωστόσο, αυτός ο αέρας που σφραγίζει το τέλος ως επίλογος «μιας ολόκληρης (ποιητικής) ζωής» και δεν «αφήνει πίσω του κανένα λόγο» (ίσως επειδή δεν απαντά στο γιατί της ύπαρξης), διαφυλάττει και μεταφέρει κάτι από αυτήν την ουσία, κάτι από το ακέραιο νόημα.
***
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, μια γυναικεία φωνή που φιλοσοφεί πάνω σε παμπάλαια θέματα, υμνεί τον έρωτα και σέβεται τον θάνατο. Με τον ποιητικό της λόγο μετατρέπει την υλική πραγματικότητα σε ονειρική, την πληγή σε ενθουσιαστικό ποίημα, ακόμη κι όταν αιωρείται «ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας».
Μια «εμμονή» στην ποίησή της είναι και το σώμα. Δοχείο-πανδοχείο σκέψης και αισθημάτων, γίνεται τοπίο οδύνης μα και σωτηρίας, τοπίο ποιητικό. Γύρω από αυτό, ως υλική και πνευματική υπόσταση, αισθητοποιούνται τα μεγάλα θέματα του έρωτα, του θανάτου, του χρόνου και της ποίησης, με όλες τις παραμέτρους: νιάτα, χαρά, ορμή, ηδονή, πάθος, πόθος, ανάμνηση, φαντασία, σκέψη, φθορά, γήρας, απώλεια, στέρηση, αναπηρία, ανημπόρια, πόνος, πένθος, οδύνη, λύπη, θλίψη, δάκρυ, μοναξιά, φύση. Και μέσα από τις πολλαπλές συζεύξεις και αντιθέσεις τους, ανιχνεύεται το αναπάντητο μυστήριο της ζωής και της δημιουργίας.
Και ενώ σε όλο της το έργο φαίνεται να αφηγείται την ιστορία του σώματός της, είναι αξιοθαύμαστο πώς αυτή η τόσο προσωπική ποίηση καταφέρνει να συγκινεί βαθιά. Ίσως γιατί μια ευαίσθητη στοχαστική ερωτική φωνή, που την χαρακτηρίζει «η ευγένεια της λύπης»,[11] μετατρέπει την αγωνία και το τραύμα σε σωτήρια τέχνη. Ίσως γιατί μέσα από την απελπισία μιας πικρής ματαίωσης ξεπηδά μια φωτεινή αισιοδοξία και μια στοχαστική καλοσύνη. Ή ακόμη γιατί πείθει ότι πρόκειται για μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη που υπακούει, χωρίς μελοδραματισμούς, στον νόμο της φυσικότητας και της αλήθειας. «Δεν ήμουν ποτέ μου ωραία, μα έζησα τη ζωή με τους δικούς μου όρους». Μια σκέψη καθάρια, περήφανη και ελεύθερη, από ένα σώμα σακάτικο που λάτρεψε τη ζωή μέσα από τις ελλείψεις, που βυθίστηκε αρτιμελώς στη χαρά, στον έρωτα, στον πόνο και στις λέξεις από πολλές διαφορετικές γλώσσες. Και μίλησε για τη σάρκα, «την πιο παραμελημένη θεά», και για τις ίδιες ανθρώπινες ανάγκες. Αφού το σώμα, ο υπαρξιακός πυρήνας της ανθρώπινης υπόστασης, αρσενικό ή θηλυκό -αρχέγονα στοιχεία αλληλοσυμπληρούμενα και όχι αντίθετα-, ωραίο ή άσχημο, αρτιμελές ή ανάπηρο, χαίρεται, κραυγάζει, διεκδικεί, και προπαντός, μοιράζεται την ίδια μοίρα της φθαρτότητας και του θανάτου.
Πιστή θεραπαινίδα της ποίησης η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ αναμετριέται μαζί της ως το τέλος. Και την υπηρετεί με απόλυτη αφοσίωση. Ευτύχησε μάλιστα να προλάβει να κλείσει τον κύκλο, βάζοντας το οριστικό τέλος στην ποιητική της διαδρομή, όπως εκείνη το ήθελε, αφήνοντας έργο ολοκληρωμένο. Για να επιβεβαιωθεί και έτσι πως ζουν και πεθαίνουν μαζί η ζωή και ποίηση, η ποίηση και η ζωή. Πως μια τόσο σωματοποιημένη ποίηση σβήνει, όταν στερεύει και η πηγή από όπου αυτή αναβλύζει.
Η πεπερασμένη ζωή του ανθρώπου κάποτε τελειώνει, το έργο της δημιουργίας του όμως μένει και ζει και μετά απ’ αυτόν και χωρίς αυτόν. Γιατί, εν τέλει, τον τελευταίο λόγο τον έχει η ποίηση και ο χρόνος.
*Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι φιλόλογος.
[1] Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς. Ένας κριτικός οδηγός, εκδ. Πατάκης, 1999
[2]Μουσικό άλμπουμ «Η Τέλεια Εξαφάνιση» (2018) σε ποίηση Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, από τους DILEMMA. Σύνθεση, φωνή, όργανα: Σωτήρης Τράγκας – Πόπη Νταλαχάνη. Απαγγελία:Κ. Αγγελάκη-Ρουκ. Μουσικό έργο «Κλείσε τα σκούρα» (εκδ. Μετρονόμος 2014), περιέχει και το π. «Η ευλογία της έλλειψης» της Αγγελάκη-Ρουκ. Μελοποίηση-ερμηνεία: Ελισσάβετ Καρατζόλη. Μελοποίηση-ερμηνεία ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τον εμπνευσμένο μουσικό και στιχουργό Θάνο Ανεστόπουλο.
[3] Θεατρική παράσταση «Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι» της Αγγελάκη-Ρουκ (2017), θέατρο «Έαρ Βικτώρια», σκηνοθεσία Γιάννη Φαλκώνη και ερμηνευτές τους: Γεωργία Ζώη, Γιάννο Θεοδούλου, Δήμητρα Ζέρβα και την ίδια την ποιήτρια επί σκηνής. Εκδήλωση ποίησης και μουσικής με τίτλο: «Είμαστε εδώ, με ποιήματα και μουσική –2013». Πλατεία Κλαυθμώνος (17/9/2013). Η ποιήτρια διαβάζει από την ανέκδοτη συλλογή της «Η σιγανή φωνή της μνήμης» τα ποιήματα «Χαμόγελο φως» και το «Διπρόσωπο ποίημα» (βίντεο: Ναπολέων Ροντογιάννης).
[4] Μαρία Τοπάλη, «Η λόγια, σεξουαλική, ελληνόφωνη ποίηση του θηλυκού στοιχείου», περιοδικό Ποιητική, τεύχος 14 (Φθινόπωρο 2014).
[5] Η Κριτική Επιτροπή Κρατικών Βραβείων απένειμε ομόφωνα το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας 2014 στην ποιήτρια και μεταφράστρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, με αυτή την αιτιολόγηση: «Έκδηλα ερωτική και με αμείωτη την αισθησιακή σχέση της με τον κόσμο, ποιήτρια του πάθους, με την πάροδο του χρόνου έγινε πιο στοχαστική, εστιάζοντας με τη μνήμη της στη χοϊκή και στην ουράνια αίσθηση ενός κόσμου που δεν χάνει ποτέ την πρωτογενή του δύναμη…».
[6] Περιοδικό Ποιητική, τχ. 12, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013 (6 ποιήματα).
[7]Το βιβλίο «Άνθρωπος και χρόνος» (Ποίηση – Πραγματεία) είναι ο διάλογος δύο ποιητών, σε πεζό λόγο, με εγκιβωτισμένα ποιήματα και θραύσματα ποιημάτων. Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ εκπροσωπεί τον Άνθρωπο και ο Δημήτρης Βίκτωρ υποδύεται τον Χρόνο.
[8] Ευριπίδης Γαραντούδης, «Μια δραματικά εξομολογητική μελέτη θανάτου», Εφημερίδα των συντακτών (08.12.2018).
[9] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Ποιητικές (Υπαρξιακές;) Υποσημειώσεις», Poeticanet,19/1/09.
[10] Γραμμένου Ευαγγελία, «Η σωματικότητα και η απώλεια στον “τόπο” της Λυπιού: μια περιδιάβαση στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ», Διπλωματική Εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, όπου και εκτενής βιβλιογραφία.
[11] Παντελής Μπουκάλας, «Ελάχιστα για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ», εφημ. Καθημερινή (26-1-20).