«Είμαστε η ματιά του Δημήτρη Φύσσα στην Αθήνα» γράφει ο Δ. Μακρίδης
Είναι από τις μετρημένες στα δάχτυλα φορές που τα διαδικτυακά σχόλια μετά την απώλεια κάποιου είναι γνήσια και χωρίς ίχνος υπερβολής. Γιατί γνήσια μορφή διανοούμενου και καλλιτέχνη ήταν και ο ίδιος. Πνεύμα ανένταχτο, απίστευτα σεμνό και με τεράστια καρδιά. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Φύσσας δεν ήταν μονάχα φίλος για πολλούς από εμάς. Ήταν αυτός που μας σύστησε την πόλη που μέχρι τότε δεν ξέραμε.
Αν στην σειρά «Τα Στέκια» του Νικόλα Τριανταφυλλίδη είδαμε την Αθήνα πέρα από την προφανή επιφάνεια, με τον Μήτσο χωθήκαμε και εμείς στο πλάνο. Αυτός ήταν που μας μύησε, όπως είπε εύστοχα ο Δημήτρης Ρηγόπουλος, στην πόλη. Η πρώτη μας συνάντηση, πάνε δέκα χρόνια τώρα, περιείχε αυτό το τελετουργικό.
Συναντηθήκαμε ένα Σαββατιάτικο πρωινό στην Βαρβάκειο Αγορά. Αν δείτε το χάρτη της Αθήνας, η Βαρβάκειος Αγορά αναφέρεται όχι ως κάποια συνοικία αλλά ως Αθήνα. Πιο κέντρο δηλαδή δεν γίνεται. Φλυαρήσαμε για τα πάντα σε ένα καφενείο στην οδό Θεάτρου υπό το πολύβουο background της αγοράς. Ανακαλύψαμε τις διαφορές μας και βρήκαμε τα κοινά μας κοινά σημεία. Στην ώρα απάνω, σηκωθήκαμε να φύγουμε. Εγώ θα συνέχιζα το σουλάτσο μου και εκείνος είχε μάθημα. Είχε παρκάρει ψηλά στη Μαυρομιχάλη και προθυμοποιήθηκα να τον συνοδεύσω μέχρι εκεί. Ξεκινήσαμε λοιπόν να διασχίσουμε αυτή τη μικρή απόσταση –από την Αθηνάς στην Μαυρομιχάλη– και παράλληλα σχολίαζε ό,τι βλέπαμε.
«Αυτά είναι υπολείμματα του τραμ» μου είπε σε κάτι παλιοσίδερα πίσω από τον Άρειο Πάγο και η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού που τον άκουσε μας κοίταζε λες και είχαμε κατέβει από τον Άρη. Κυριολεκτικά σοκαρίστηκε μόλις άκουσε τι ακριβώς έβλεπε καθημερινά έξω από το μαγαζί της. Στη Φειδίου σταματήσαμε για να μου δείξει κάποια δικά του στέκια. Έπειτα ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε τη Μαυρομιχάλη, έναν ήσυχο δρόμο παράλληλο στην Ιπποκράτους και στην Χαριλάου Τρικούπη με ωραία μεσοπολεμικά κτίρια. Βαδίσαμε ερευνητικά με χωροθεσία αντάξια του Προύστ και του Τζόυς σε κάθε γωνία. Στα δεξιά μας ξεπρόβαλε το «Πανελλήνιον», το παλιό σκακιστικό καφενείο όπου και ο ίδιος έπαιρνε πολλές συνεντεύξεις του στο πατάρι του. Στη συνέχεια της διαδρομής αναγνωρίσαμε τα σπίτια του Χρηστομάνου και του Χατζόπουλου αναφέροντας φευγαλέα έργα και ημέρες τους. Στη Σμολένσκη σταματήσαμε για να δούμε και τους δύο λόφους που ξεπροβάλλουν, τον Λυκαβηττό στα δεξιά μας και του Στρέφη στα αριστερά. Στην Καλλιδρομίου για να δούμε πανοραμικά το δάσος των τεντών από τους πάγκους της Εξαρχιώτικης λαϊκής του Σαββάτου. Και με όλα αυτά σχεδόν φτάσαμε. Σε μερικές εκατοντάδες μέτρα είχαν χωρέσει άπειρες πληροφορίες ιστορίας και μικροϊστορίας.
Τον άφησα στο αμάξι ρωτώντας τον που μπορούσα να φάω εκεί κοντά μιας και είχε μεσημεριάσει. Ενώ οι άλλοι θα είχαν ανοίξει το διαδίκτυο και θα κοίταζαν κριτικές και άρθρα, ο Μήτσος απλά σήκωσε το χέρι «Στη γωνία είναι η Λεύκα, είναι μία χαρά» μου έδειξε χωρίς πολλά-πολλά. Πριν τον αφήσω, κάτι επισφράγισε πως ταιριάζουν τα χνώτα μας. Ρίξαμε αυτόματα, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, μία ματιά στους υπερφορτωμένους κάδους με τα ανακυκλώσιμα μήπως βρούμε κάτι που θα μας ενδιέφερε. Κάτι πολύτιμο για μας άχρηστο στα μάτια των άλλων. Βρήκε έναν απλό τουριστικό χάρτη και τον πήρε μαζί του. Ήταν τουλάχιστον σουρεαλιστικό ο Φύσσας, ο άνθρωπος – χάρτης να περιμαζέψει έναν αδιάφορο χάρτη.
Και ενώ ο χάρτης της ιχνηλάτησης απλωνόταν στις συνοικίες της πόλης, η φιλία όλο και δενόταν. Από το παζάρι στον Ελαιώνα μέχρι τα Άνω Πατήσια και την Ριζούπολη αναζητούσαμε τη χαμένη συνεκτικότητα μίας Αθήνας που άλλαζε. Σε στοές, γήπεδα και πλατείες μάθαμε να βλέπουμε ομορφιά μέσα από την ματιά αυτού του ιδιαίτερου city lover. Συνειδητοποιώντας πως «οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους», όπως τιτλοφορείται η ποιητική συλλογή του. Γνωρίζοντας στέκια, πριν τα δεκάδες σάιτ τα κάνουν mainstream και τα μαζικοποιήσουν μέχρι κορεσμού. Στο βιβλίο του
« Πλατεία Λένιν, Πρώην Συντάγματος», εκδόσεις Εστία, αναφέρει σαν πρώιμος influencer και food blogger όλες αυτές τις ταβέρνες που θα ανακάλυπτε η κυρίως κοινωνία μετά από πολλά χρόνια.
Και η αναπάντεχη είδηση για τον θάνατό του ήρθε την Παρασκευή το πρωί. Μα μέσα στην γνήσια στεναχώρια μας, νιώθουμε μία υποψία χαράς. Δεν κάναμε το λάθος να μην σου εκφράσουμε την εκτίμηση που έχουμε για σένα . Είχαμε την ευκαιρία όταν σε συστήσαμε στην λογοτεχνική βραδιά των πολιτιστικών ομάδων του Πανεπιστημίου Πατρών. Είπαμε πως «είμαστε η ματιά του Δημήτρη Φύσσα στην Αθήνα». Μα και τότε φάνηκες σεμνός και ολιγαρκής όπως πάντα. Αρνήθηκες να σε φιλοξενήσουμε και επέστρεψες με το μεταμεσονύχτιο ΚΤΕΛ στον Κλεινόν Άστυ. Άλλοι θα έκαναν και τούμπες για ένα εκδρομικό διήμερο, εσύ ποτέ.
Αχ ρε επικούρειε Μήτσο, σε ευχαριστούμε για όλα όσα γενναιόδωρα μας προσέφερε σε γνώσεις, εμπειρίες και περπατήματα. Ξέχειλα και αυθεντικά χωρίς κανένα υλικό αντάλλαγμα και τον παραμικρό μικροϋπολογισμό.
Θα πιούμε στην μνήμη σου σε μέρη που αγαπούσες και μας σύστησες. Στον «Σπύρος- Αντώνης» στην γειτονιά σου στην Κυπριάδου, στο «Δίπορτο» στην Αγορά και στον «Λελούδα» στο Βοτανικό αμέσως μετά την βόλτα μας Κυριακάτικο παζάρι. Ιστορικοί πολίτες στην επώνυμη ανωνυμία μας, όπως και οι ήρωές σου.
Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μας φίλε Μήτσο!
ΥΓ: Και μία ιστορία που έχει σχέση με την Athens Voice. Ο Μήτσος είχε Σαββατιάτικη βραδινή βάρδια στην εφημερίδα και εγώ διασκέδαζα εκεί κοντά. Ενώ κατέβηκε να με χαιρετήσει κατά λάθος κλειδώθηκε έξω από τα γραφεία. Τον συνόδευσα να πάρει άλλα κλειδιά από το σπίτι ενός συναδέλφου. Ο κλασικός μεταμεσονύχτιος ταξιτζής έπιασε ευθύς την κουβέντα. Είχε γίνει μέσα στην μέρα η δολοφονία ενός γνωστού δικηγόρου. Σε όλη την διαδρομή διαφωνούσαν για το που ακριβώς έγινε η δολοφονία. Αν ήταν Εξάρχεια ή Παναθήναια το νομικό γραφείο του θύματος. Ένας αυτοκινητιστής και ένας ιχνηλάτης προσπαθούσαν να ορίσουν τα ακριβή όρια της κάθε Αθηναϊκής γειτονιάς στη 1 η ώρα το βράδυ…