ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΤΣΩΝΑΚΗΣ – ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΥΣΣΑ
Τον Δημήτρη τον γνώρισα κάπως τυχαία –εδώ μέσα– όταν μέσω μιας φίλης είδα ότι (ξε)πουλούσε δίσκους, περιοδικά και βιβλία από το προσωπικό του αρχείο. Εκεί που έμενε ήταν η παλιά μου γειτονιά, στο ίδιο Λύκειο πηγαίναμε κι έτσι από την πρώτη μας συνάντηση στο σαλόνι αυτού του υπέροχου σπιτιού του, επικοινωνήσαμε με μια ματιά αμέσως. Νομίζω ότι το πετύχαινε με όλους. Κι έτσι οι επισκέψεις μου εκεί συχνά κατέληγαν σε κουβέντες, φαγητό, ανταλλαγές απόψεων και ειδών. Ξεφορτωνόταν κι ένιωθε ευτυχισμένος. Φρόντιζε ακόμα τον πατέρα του με μια αφοσίωση συγκινητική, ήταν πάντα ευγενέστατος αλλά και άμεσος, μιλούσαμε για συγγραφείς, έργα και μουσικές, φίλε με έλεγε, και Σταύρο. Πήγα ένα βράδυ σε ένα καφενείο στο κέντρο στην αντισυμβατική παρουσίαση της επανέκδοσης του βιβλίου του για τα τσοντάδικα της Αθήνας και ήταν αναμφίβολα η πιο ενδιαφέρουσα παρουσίαση βιβλίου που έτυχε να βρεθώ (εξαιτίας του ίδιου, βέβαια, δεδομένου δεν ήταν τελικά παρουσίαση αλλά κάτι…βαθιά απλό και ανθρώπινο).
Με προβλημάτιζαν κάποιες ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις του από εδώ, δεν ταίριαζαν καθόλου με τον αντισυμβατικό και χωρίς θεούς ή προστάτες χαρακτήρα του, τις προσπερνούσα και δε συζητήσαμε ποτέ βέβαια γι’ αυτές, αφού ξέραμε κι οι δυο ότι δεν είχε νόημα και δε θα συμφωνούσαμε απαραίτητα. Τον τσιγκλούσα που δεν του άρεσε ο Ελύτης. Και μου άρεσε που ξαφνικά με πήρε κάποια στιγμή τηλέφωνο επειδή είχε εκεί έναν φίλο και διαφωνούσαν για ένα τραγούδι του Γκάτσου σε ποιον δίσκο ήτανε και είπε να με ρωτήσει ως ‘ειδικό’ επί του θέματος να του λύσω την απορία ως…διαιτητής αξιόπιστος, λόγω του ότι είχα ασχοληθεί με τον ποιητή. Λίγες φορές ξεκινούσα τα τελευταία χρόνια να πάω σε ένα σπίτι με τόση χαρά, αφού πάντα θα έβρισκα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να πάρω, πάντα μου έλεγε σε ευχαριστώ πολύ που με στηρίζεις (για τη σύνταξη που αργούσε να βγει), εγώ σε ευχαριστώ του ανταπαντούσα αφού σχεδόν τα χάριζε όλα σε συμβολικές τιμές, αλλά το θέμα βέβαια δεν είναι αυτό.
Το θέμα είναι ρε φίλε ότι ήσουν επιτέλους χαρούμενος που θα άρχιζες να ζεις χωρίς υποχρεώσεις, λιτά, με τις αγάπες σου, θα έγραφες τα βιβλία που είχες στο μυαλό σου, θα αγαπούσες κι άλλες γυναίκες, θα αγνάντευες κι άλλο την θάλασσα, αφού αυτόν τον υλικό κόσμο τον είχες ξεπεράσει και με βαραίνει πολύ έτσι που μας αποχαιρετάς ξαφνικά και δε θα σε ξαναδώ και δε θα ξαναμιλήσουμε. Και δεν είναι ο Λορεντζάτος που μου είχες κρατήσει και θα ερχόμουν αυτές τις μέρες να πάρω, ήταν που ξέραμε και οι δυο πως δεν ήταν το βιβλίο, παρά μια αφορμή να βρεθούμε. ΄Ησουν σίγουρα ένας ξεχωριστός, πολύ ξεχωριστός άνθρωπος με χιούμορ, οξυδέρκεια, αγάπη και αμεσότητα. Θα μου λείψουν τα ετερόκλητα κείμενά σου εδώ, και τα ωραία σου ποιήματα, η σκέψη σου, τα κεράσματα στο σπίτι σου και το σπίτι Σου. Κυρίως εσύ κι αυτό το ΦΙΛΕ έτσι όπως το έλεγες και το έγραφες μοναδικά σε εμένα όπως δεν μου το είχε ξαναπεί κανείς που ήξερα τόσο λίγο. Μακάρι να σε είχα γνωρίσει νωρίτερα.
Θα μου λείψεις