«Καλημέρα, ομότεχνη κυρία»
Ήταν αρχές του 2013, σχεδόν δώδεκα το βράδυ, όταν έστειλα στον Δημήτρη Φύσσα ένα email. Δεν γνωριζόμασταν. Μόλις είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο μου με τις καρκινικές φράσεις και ήθελα να του το στείλω.Με πήρε αμέσως τηλέφωνο. «Αφού στέλνει email τέτοια ώρα, θα είναι ξύπνια, σκέφτηκα.»
Συναντηθήκαμε στο «Παντός Καιρού», στην Κυπριάδου. Συζητήσαμε για το βιβλίο. Με ρώτησε αν έχει βρισιές. «Κάθισες και τα έγραψες όλα αυτά, ρε τρελοκομείο;» «Να με λες “Μήτσο”.» «Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για σένα, όχι για μένα.» «Μετά χαράς» δέχτηκε να είναι ομιλητής στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου. «Όλα θα πάνε καλά. Θα σκίσεις, γιατί και το βιβλίο και η συγγραφέας του αξίζετε. Κανένα άγχος, θα λυθούν τα μέλη και οι γλώσσες σύντομα, δέκα λεπτά μετά το ξεκίνημα.»
Στο δεύτερο βιβλίο έκανε την επιμέλεια. «Ό,τι θες υιοθετείς, ό,τι θες απορρίπτεις. Καλή συνέχεια στη Βρυξελλιάδα σου, γλυκιά μου Σ2.» Λίγο πριν το τυπογραφείο, κανονίσαμε να βρεθούμε στην Κυπριάδου. «Αύριο θα πιούμε καφέ για την καύλα μας, άσχετα από το βιβλίο. Θα έρθω κουτσαίνοντας και αργά αργά, αλλά δίχως δεκανίκια.»
Μιλήσαμε για τα συγγραφικά μας σχέδια. Του είπα ότι το επόμενο βιβλίο μου ίσως είναι με τα ποιήματα της αϋπνίας. Ξυπνάω στη μέση της νύχτας, αργώ πολύ να ξανακοιμηθώ, και γράφω. «Και γιατί δεν γαμιέσαι; Είναι πιο εύκολο από το να γράφεις ποιήματα.»
Τελευταία φορά συναντηθήκαμε τον Αύγουστο του 2023 στο σπίτι του. Διάλεγα βιβλία, όπως τόσοι φίλοι, από τα ράφια της βιβλιοθήκης του. Θα ιδωθούμε το άλλο καλοκαίρι, όταν έρθω ξανά στην Ελλάδα. Φτάνω στην Πλατεία Παπαδιαμάντη και χτυπάει το κινητό. Είχα ξεχάσει μία τσάντα. Γυρίζω πίσω και βγαίνει στον κήπο. Απλώνει το χέρι και μου δίνει την τσάντα. «Με αγάπη, ο πρώην γείτονάς σου Μήτσος.»
Σοφία Σταμπολίτη