Χρυσούλα Γιαννίκη
(Εκ)ποίηση
Ποιούμε την ποίηση
τιθασεύοντας την οίηση,
στην αναλγησία των καιρών
που διψάει για την ψυχή των ζωντανών νεκρών.
Πνοές απελπισίας
με στιγμές αισιοδοξίας,
ξεπροβάλλουν απʼ τον νου
διαχέοντας τις ακτίνες του απέραντου ουρανού.
Ζητά, μα δε χαρίζει,
ανεκτίμητο αυτό που δεν κοστίζει.
Αγοραπωλησίες άυλες και συνάμα ακατάλληλες.
Ζημιώνεις και χρεώνεις
και το κόστος μεγαλώνει,
σε έναν κόσμο που πληγώνει,
ενώ θεωρούσες πως λυτρώνει.
Ψευδαισθήσεις του μυαλού
και σενάρια του νου
που ζητούσε διαρκώς
το αστείρευτο το φως.
Νεφέλες
Νεφέλες και νεφελώσεις
με διάφορες αποχρώσεις,
χαρτογραφούν τον ουρανό
στο απέραντο κυανό.
Το βράδυ ξεπροβάλλει η σελήνη
που έχει διάχυτη σαγήνη,
στον κατάμαυρο ουρανό
με τʼ άστρα να φεγγοβολούν.
Το τοπίο σε ηρεμεί
και εμπνέει για γραφή,
σκιαγραφεί όλη τη ζωή
με τη διττή όψη για πνοή.
Η όαση
Γαλάζιες υφές σε υφαντό κρυστάλλινο,
με σταλακτίτες λευκούς και ηχώ απίστευτου
βεληνεκούς.
Διαπερνά η όαση του βλέμματος την όψη
και διαπεραστική είνʼ η ματιά, στην αντίπερα την
όχθη.
Ανίατη ειρκτή
Μελανά τα σημεία από μελανιές
του παρελθόντος.
Ουλές χωρίς επούλωση,
κι η ψυχή αδούλωτη.
Με συχνές παρεμβάσεις του μυαλού
για νʼ αποδράσει,
μα δεν ξεπροβάλλει
και τη φυλακή επιβάλλει.
Εμμονές και κραδασμούς,
της ψυχής μα και του νου,
αναζητώντας τον παντού,
μα αυτός πήγε πια αλλού.
Αρπακτικά όρνια ψυχών
Πώς γίνεται να σου στοιχίζουν, πράγματα που
δεν αξίζουν;
Στοιχίζουν και στοιχειώνουν
και μέρα-νύχτα σε σκλαβώνουν.
Σε δεσμεύουν, σε αμαυρώνουν
κι όσο τʼ αποφεύγεις, σε σιμώνουν.
Αδίστακτα όρνια με βλέμμα αφοπλιστικό
που σε σκανάρουν στο λεπτό.
Το μόνο που επιζητούν
να σε αρπάξουν με ρυθμό.
Τα πάντα με τον δικό τους να γίνονται σκοπό,
αδιαφορώντας για της καρδιάς των άλλων τον παλμό.