Γιώργος Τσιβελέκος
Ανακαίνιση
Γεμάτοι λακκούβες οι δρόμοι.
Ραγισμένα τα κράσπεδα.
Ξεφλουδισμένοι οι τοίχοι και οι πόρτες των σπιτιών.
Σκουριασμένα τα κάγκελα.
Θαμπωμένες οι βιτρίνες των μαγαζιών.
Ξηλωμένες από τη μία τους πλευρά οι μαρκίζες
– κρεμάμενες σαν αυτόχειρες από τη θηλιά τους.
Ερειπωμένη όλη η πόλη.
Κι έτσι απλά,
ερχόμενη η δική σου ύπαρξη κοντά μου
λέγοντάς μου δυο πράγματα
που πρόσμενα καιρό να με δικαιώσουν,
με έκανες να τα δω όλα πλήρως ανακαινισμένα,
δίχως ίχνος εγκατάλειψης, φθοράς και βρομιάς.
Με έκανες να φτιάξω φωταγωγημένους δρόμους
εκεί που μέχρι πρότινος υπήρχε μόνο σκοτεινιά και κανένα πέρασμα.
Πεφταστέρι
Μόνο για σένα βρίσκω το θάρρος
να ακολουθώ άγνωστους δρόμους
και να βρίσκομαι σε μέρη
όπου τα πόδια μου δεν έχουν ξαναπατήσει.
Μόνο μαζί σου θέλω να μοιραστώ τα πάντα∙
έχω συνειδητοποιήσει πολύ καλά
πως τότε και μόνο τότε θα είναι όλη η ζωή μου
ένα χαμόγελο κι ένα τραγούδι.
Μόνο εσύ βρίσκεσαι συνεχώς μες στο μυαλό μου∙
είσαι ο λόγος που νιώθω σαν να έχω αποκτήσει διάσπαση προσοχής.
Όλοι και όλα νομίζω ότι μου μιλούν για σένα∙
παρακούω και κολλάω παντού το όνομά σου.
Είσαι ευχή που υλοποιήθηκε.
Είσαι αστέρι που έπεσε στη γη.
Είσαι το πεφταστέρι που πρόλαβα να δω.
Ο, και πόσα έτη φωτός λάμπουν στα μάτια σου!
Υποταγή
Ένα φεγγάρι είμαι
που καταδυναστεύτηκε απ’ τον ήλιο του.
Αφήνω να κλείσεις στην παλάμη σου
την πυξίδα που φοράω στον λαιμό
–σαν άλλη έκλειψη–
και να γίνεις εσύ ο οδηγητής μου.
Να με οδηγήσεις εσύ στο κέντρο σου,
αν και δύσκολα δε θα το έβρισκα πια κι εγώ,
αφού για μια ζωή στην ουσία σε ακολουθούσα,
ακολουθούσα την πορεία προς τα σένα
– όλα τα ξένα μέρη ήταν δικά μας τελικά,
ήταν βαλτά να μας φέρουν στα τόσο οικεία.
Να με σύρεις από την αλυσίδα του κοσμήματος
σαν άλλος τύραννος,
σαν άλλος αφέντης,
σαν άλλος βασανιστής.
Σαν έρωτας.
Σαν πανδαιμόνιο.
Περί υπερβολής στην αγάπη
Αν θέλεις να μου δείχνεις πόσο πολύ με αγαπάς,
μη μου λες ότι μ’ αγαπάς χίλια τα εκατό,
μην υπερβάλλεις συγκρατημένα.
Ή αρκέσου στην πληρότητα της απλότητας,
στο εκατό τοις εκατό,
ή πες μου ότι μ’ αγαπάς απείρως,
να μην υπάρχει μεγαλύτερη υπερβολή.
Δε φταίει η θάλασσα
Η αγάπη κρατάει όσο μια εποχή,
όσο ένα καλοκαίρι,
σαν το σ’ αγαπώ να είναι γραμμένο στην άμμο
και η θάλασσα να βιάζεται να το πάρει μαζί της.
Ο, και πόσο αμείλικτη είναι…
Σπρώχνει ξανά και ξανά τα κύματά της στο ακρογιάλι,
ώσπου να μην απομείνει ούτε ίχνος,
ώσπου να το ισοπεδώσει.
Αλλά τι τα θες;
Η αληθινή αγάπη δε γράφεται στην άμμο…
Σε βράχια χαράσσεται και μένει για πάντα,
κρατάει όσο μια ζωή,
σαν η θάλασσα να μη φτάνει εκεί,
όσο κι αν φουρτουνιάζει και χτυπιέται αφρισμένη
για να την καταπιεί,
να την απαλείψει.
Και τόσο που αγαπάς τη θάλασσα,
ήδη θα το κατάλαβες πως εκείνη δε σου φταίει.