Παναγιώτης Αυγουστή
Το πάρκο της γειτονιάς
Κάθε απόγευμα περνούσαμε τις ώρες μας στο πάρκο της γειτονιάς
ο αδερφός μου και εγώ,
μέχρι η φωνή της μητέρας, ξεδίπλωνε το δρόμο για το σπίτι.
Τώρα στο πάρκο έχουν μείνει μόνο οι κούνιες μαζί με δυο πεύκα, τελευταίοι σωματοφύλακες του πράσινου.
Δίπλα μου έχει πάντα μια κενή θέση,
βλέπεις, οι άλλοι είναι αρκετά μεγάλοι για τις κούνιες.
Ασανσέρ
Σταματήσαμε κάπου
ανάμεσα στον έκτο και
την ταράτσα
ο συναγερμός χαλασμένος
το φως να τρεμοπαίζει
αυτή στο πάτωμα
να κάνει αέρα με τη φούστα της
μην πανικοβάλλεσαι μου είπε
δεν είναι η πρώτη μου φορά
Ξεναγός
Δεν γερνάνε μου λέει, τα αγάλματα
και βλέπω τον πατέρα μου
μ’ άσπρες τρίχες
Το ξύλινο πλοίο
Ο καιρός άρχισε να αντιστέκεται
λιγότερη βροχή, περισσότερη λάβα
έσταζε ο ήλιος
Οι άνθρωποι αδιάφοροι, έχτιζαν όλο και πιο ψηλά
μέχρι η γη δεν άντεξε άλλο το βάρος τους,
ζευγάρωσαν μπλε σύννεφα της θάλασσας
κι όσο λέγαμε θα κοπάσει η βροχή
τόσο βουλιάζαμε
Το ξύλινο πλοίο έφτασε
μαζεύοντας ζευγάρια ζώα
ο τελευταίος άνθρωπος πνίγηκε
παλεύοντας να χωρέσει το αμάξι του
στη πρύμνη του πλοίου
Μωβ σταγόνες
Τις Κυριακές έφερνε
σταφύλια απ’ το χωριό
φτιάχναμε κρασί
πάνω σε καυτή άμμο
με τις γλώσσες μας
μεθούσαμε το φεγγάρι
κι αυτό ξεχνούσε
να νυχτώσει
Στο ίδιο σημείο,
το αγριεμένο κύμα
διώχνει τις βάρκες
Κ’ εγώ να ψάχνω
στο παλτό του χειμώνα
Τι απέγιναν τα σταφύλια;