Σπύρος Ι. Γραμμένος
ΟΡΤΑΝΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Σκέψου τη θάλασσα,
να είναι φτιαγμένη από γαλάζιες ορτανσίες
κι ανάμεσά τους να κολυμπάς.
Σκέψου τον ουρανό,
ως έναν θόλο από γαλάζιες ορτανσίες
κι όλα τα σύννεφα να είναι
λευκά τριαντάφυλλα
και η βροχή να είναι τα πέταλα,
που πέφτουν μόλις μαραθούν.
Φαντάσου, σε παρακαλώ,
το στρώμα στο κρεβάτι σου,
να είναι γεμάτο ορτανσίες και τριαντάφυλλα
κι ενώ κοιμάσαι όλα τα πέταλα
ν’ ανακατεύονται με τα μαλλιά σου.
Φαντάσου, μονάχα, να σε σκεπάζουν
ορτανσίες και τριαντάφυλλα,
σαν ένα πάπλωμα με αποχρώσεις
του λευκού, του κόκκινου και του γαλάζιου,
ενώ τα μάτια σου,
με κάποιον τρόπο μαγικό,
τα χρώματα αυτά ν’ απορροφούν.
Μάλλον, άσε σ’ εμένα
να φανταστώ πως τα τριαντάφυλλα
σού έγιναν ένδυμα
και τη λευκότητά τους έχεις υιοθετήσει.
Άσε σ’ εμένα
να φανταστώ πως οι ορτανσίες
σού έγιναν άρωμα
και την πνοή τους έχεις ανασάνει.
Στο τέλος, άφησέ με να σκεφτώ,
πως αν επέλεγες εσύ
ενός από των λουλουδιών τον χαρακτήρα,
θα υψωνόσουν ως περήφανος ηλίανθος,
λίγο πριν σβήσει ο χειμώνας.
ΠΕΤΡΙΝΟ ΓΕΦΥΡΙ
Για στάσου λίγο.
Να ξαποστάσω θέλω.
Με κούρασαν τα τόσα μετέωρα βήματα.
Βαδίζω αργά, σε στάσιμα ρηχά νερά
και δεν μου λες να προχωρήσω γρηγορότερα.
Με βλέπεις ν’ ανοίγω τα πόδια μου σαν πελαργός
για να βαδίσω μάταια προς το μέρος σου
και δεν αντιδράς σε αυτή μου την προσπάθεια.
Ακούω ξέμακρα ποτάμια να κυλούν κι εσύ,
που μέσα σου έχεις την ορμή τους,
στέκεις ακίνητος, λιμνάζεις και το νερό σου αλλάζει χρώμα.
Βγήκα από το νερό το στάσιμο και το ρηχό
και προχωρώ τώρα μπροστά από εσένα.
Πρώτος πατάω το πράσινο έδαφος με τα αγριόχορτα,
μα δεν ακολουθείς τα βήματά μου,
δημιουργείς δικά σου, καινά, πρωτότυπα, απάτητα.
Για προχώρα λίγο.
Να μην νυχτώσει θέλω.
Να μην ξεμείνω εδώ στ’ άγριο τοπίο.
Κοιτάζεις πίσω συνεχώς, τι είναι εκεί;
Καλά, αν θέλεις μην γυρνάς να με κοιτάξεις.
Βλέπεις πιο πίσω το ποτάκι και ζηλεύεις λίγο, όπως θαρρώ;
Είχατε κάποτε την ίδια ορμή και τώρα πίσω σου
άφησες κάθε διαφάνεια και κρυσταλλένια υφή,
στέκεις ακίνητος, λιμνάζεις και το νερό σου αλλάζει χρώμα.
Άκουσε με, μπορώ αν θες να γίνω ένα γεφύρι πέτρινο.
Μπορώ αν θες τα δυο μου πόδια να τα πατήσω σε κάθε του όχθη.
Αν πάλι θες, ξαπλώνω ολόκληρος πάνω από το ποτάμι.
Θέλεις να γίνω ένα γεφύρι πέτρινο πάνω από το ποτάμι;
Για να βαδίσεις πάνω μου και να διασχίσεις ετούτα τα νερά
τα διάφανα, τα παγωμένα, που δεν τους μοιάζεις πια.
Σε βλέπω. Βλέπω
κινείς και πάλι το νερό σου.
Βλέπω πως αποκτά ξανά διάφανη όψη.
Μα βλέπω κύματα να το ορίζουν.
Τι γίνεται;
Μα δεν μπορώ να καταλάβω.
Ήσουν ποτάμι, για λίγο λίμνασες και τώρα τι;
Τώρα είσαι θάλασσα.
Γίνεσαι θάλασσα.
Μα πως το κάνεις τώρα αυτό;
Πως θα περάσω εγώ τη θάλασσα;
Σε ποιες σου όχθες τα δύο πόδια μου να βάλω τώρα που έγιναν ακτές;
Τη θάλασσα, το ξέχασες θαρρώ,
δεν την περνούν τα πέτρινα γεφύρια.
ΥΜΝΟΣ Σ’ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ
Εσύ,
της θύελλας του φωτός λουλούδι.
Πιο ανθρώπινος και πιο αληθινός
απ’ όσο τόλμησα να σε φαντάζομαι.
Και στέκω τώρα μοναχός και πληγωμένος,
όσο μπορώ ακόμη να θυμάμαι,
εκείνες τις μέρες που περάσαν και παγώνουνε
στη μνήμη μου και ξεθωριάζουν,
όσο δεν βλέπω την εικόνα σου ν’ ανανεώνεται στα μάτια μου
κι όσο βαραίνει το στήθος μου και με πονά,
όταν τους δρόμους τούτης της πόλης της κενής
τους αντικρίζω χωρίς να τη βαδίζεις
και χωρίς να ζω σε προσμονή για μια τυχαία συνάντηση
μπρος σε κάποιο κτήριο, με ανοιχτά ίσως παράθυρα
και με τα φώτα από τις λάμπες του δρόμου
να ζεσταίνουνε τα γκρίζα πεζοδρόμια.
Κι ήσουν αληθινός γιατί έφυγες
κι ήσουν θνητός γιατί πίσω δεν ξέρω αν θα γυρίσεις
και μόνο το εικάζω και φήμες μετέωρες
κι ελπίδες φρούδες ακούω και τρέφω.
Κι ήσουν ανθρώπινος γιατί έφυγες
κι ήσουν διαφορετικός μονό στα μάτια τα δικά μου,
τα θλιμμένα και τα φαντασιόπληκτα,
που ενώ τους χάρισαν την ικανότητα
ως τα μάκρη του ορίζοντα να βλέπουνε καθάρια,
όταν σε συναντούσαν τυφλωνόταν.
Εσύ, της θύελλας λουλούδι
έφυγες με τα σύννεφα και χάθηκες
σε μακρυσμένο τόπο και λησμονώ
την ύπαρξή σου, γιατί όταν τον θεό σου
δεν θωρείς, μπορεί να έρθει η στιγμή
που θα ξεχάσεις την ύπαρξή του την αιώνια.
Εσύ, του φωτός λουλούδι
έσβησες όταν τον ήλιο τον σκεπάσανε τα σύννεφα
και η γη με ίσκιους σκοτεινιάζει και λησμονώ
το φως από το πρόσωπό σου, γιατί όταν τον θεό σου
δεν τον φωτίζουνε τα φλεγόμενα κεριά,
μπορεί μέσα στο σκοτεινό σου το μυαλό
να τον παραμερίσεις και δεν θα φαίνεται ξεκάθαρα.
Πιο ανθρώπινος και πιο αληθινός
απ’ όσο τόλμησα να σε φαντάζομαι
είσαι πραγματικά κι έφυγες μακριά
από επιλογή συνειδητή κι αν επιστρέψεις
θα με βρεις εδώ να περιφέρομαι ασκόπως
και μόνος σκοπός της άδικης παραμονής μου
θα είναι η παρουσία σου η δευτέρα,
μέχρι να χάσω πια την πίστη μου,
μέχρι να χρειαστεί να ψάξω νέο θεό
ή τον παλιό μου τον θεό ν’ αναζητήσω
πίσω στα ιερά εδάφη της δημιουργίας του.
Πες μου ποιος τόλμησε
τόσο πιστά να σε υμνήσει;
Ποιος άλλος δόξασε τόσο πολύ
την πιστή του σ’ έναν επίγειο θνητό θεό,
που μόνο αθάνατος δεν ήταν
και μόνο αιώνιος δεν θα μπορέσει να γενεί.
Αν ήμουν όσο θαρραλέος χρειαζόταν
για να σε υμνήσω και να σε δοξάσω
ως άλλον Απόλλωνα, ίσως ο ποιητής Καλλίμαχος
να μην είχε παθαίνει τόσο μάταια.
Μα εσύ έφυγες
κι έφυγε και το θάρρος μου
κι ας μην το είχα ποτέ πραγματικά,
ας φανταζόμουν να μιλώ για εσένα
με τα πιο δοξαστικά και θαυμαστά ποιήματα,
με ύμνους και με λόγια λατρεύτηκα και κολακεύτηκα.
Μα έπαψα να πιστεύω πια στη θεϊκότητά σου
και σ’ είδα επιτέλους σαν θνητό.
Σ’ είδα για πρώτη μου φορά πιο ανθρώπινο
και πιο αληθινό απ’ όσο τόλμησα να σε φαντάζομαι.
Παλινωδώ όμως πια και σ’ εξυμνώ ξανά εσένα,
της θύελλας του φωτός άγριο λουλούδι.
Παλινωδώ και δεν μπορώ τον κόσμο να τον δω
χωρίς εσένα ή μέσα απ’ τα μάτια τα δικά σου,
που του έδωσαν καινούρια χρώματα
και του έδωσαν το φως του ίδιου του ήλιου.
Μείνε ανθρώπινος κι αληθινός
και μην μου δίνεις σημασία
αν σε εξυψώνω στα ουράνια.
Στη γη βαδίζεις πιο καλά
απ’ ότι στον αιθέρα.
Στη γη ήσουν πάντα πιο ελεύθερος
και τόσο, μα τόσο ανθρώπινος κι αληθινός,
που έφυγες.
ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙ
Μόλις είδα ένα αστέρι μπροστά στα μάτια μου να πέφτει.
Αν ήσουν εσύ και αποφάσισες να επιστρέψεις,
σε ικετεύω, να προσέχεις.
Να με προσέχεις.
Να με φωτίζεις.
Να βρω τον δρόμο τον μοναχικό.
Τον ίδιο που ακολούθησες τώρα που μόλις σ’ είδα
στη Γη, μονάχος, να συντρίβεσαι,
Αστέρα διάττοντα.
ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
«Η υψηλότερη μορφή της Άνοιξης, που ξέρω:
Μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Γιορτή.
Της εποχής κατάλληλο
πρόσταγμα η ανθοφορία.
Και ως τον ήλιο
ξεσηκωθήκαν
ροές από φωνές κι από όργανα πνευστά
-συγκεχυμένα.
Δεν είναι εποχή για να θρηνείται
το νέο αίμα όταν κοχλάζει.
Δεν του αρμόζει του ουρανού
κόκκινο χρώμα να σταλάζει.
Ράισαν μέσα τους
όλοι οι άνθρωποι,
για κάτι ανώτερο που τους ορίζει.
Χυθήκαν ανθρωποπομπές
θρηνούσες,
για μίαν άμετρο χαρά
πνιγμένη με λουλούδια.
Φαντάσου, σε παρακαλώ,
τους Επιτάφιους να στολίζανε με ορτανσίες και ηλιοτρόπια.
Πως θ’ αποκτούσε
ο θρηνωδός την όψη της αληθινής του Άνοιξης
και θα καλούσε τον Θεό του: «Έαρ Αληθές».
Η «Εις Άδου Κάθοδος» θα έμοιαζε
μ’ έναν περίπατο σε κάποιο λόφο
κατάσπαρτο με άγριες μαργαρίτες,
με μόνον ύμνο του το βουητό των μελισσών
και μόνο του «Άγιο Φως» το αναβόσβημα των πυγολαμπίδων.
Τότε ο «Γολγοθάς» θα ήταν συνώνυμο με την ελπίδα.
Δεν θα οδηγούσε σ’ έναν ξύλινο σταυρό,
αλλά σε κάποιο ξέφωτο σημείο ενός δάσους.
Εκεί θα σχηματίζανε τα δέντρα κυκλικό ουράνιο θολό
κι ο ήλιος θα ανοιγότανε
σαν μια τεράστια πύλη προς το εφήμερο,
το βραχυχρόνιο, το αναληθές,
που το καλούν «Παράδεισο των Ευσεβών».
Των ζώντων.
Των χθόνιων.
Των όλων.