Η Ηρώ Νικοπούλου γεννήθηκε στην Νέα Σμύρνη όπου κατοικεί και εργάζεται. Σπούδασε ζωγραφική με τον Νίκο Κεσσανλή και τον Δημήτρη Μυταρά και σκηνογραφία με τον Γιώργο Ζιάκα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Έχει κάνει εννέα ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Κριτικές για το έργο της έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο και σε εικαστικά περιοδικά (Τα Νέα της Τέχνης, The Art Magazine, Arti International, εφ. Τα Νέα, Έθνος, Επενδυτής, Κέρδος, Αυγή, Εποχή, κ.ά.). Συγκαταλέγεται στο Εικαστικό Λεξικό των Ελλήνων Καλλιτεχνών 16ος-20ος αιώνας των εκδόσεων Μέλισσα (1999).
Έχει επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κουστούμια σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις, ενώ έργα της κοσμούν εξώφυλλα πολλών βιβλίων και σελίδες λογοτεχνικών περιοδικών.
Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές (Συλλογή της Βουλής των Ελλήνων, Συλλογή Βορρέ, Συλλογή Νίκας, Μουσείο ΟΣΕ, Ο.Η.Ε. Τhe Netherlands Red Cross, Amsterdam, Holland, κ.ά).
Έκανε αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική για να γνωρίσει διαφορετικούς πολιτισμούς αλλά και για καλλιτεχνική ενημέρωση. Τα σημαντικότερα ήταν η τρίμηνη παραμονή της στην Ινδία – ιδιαίτερα η μαθητεία της στην Πούνα της Βομβάης και η προσέγγισή της με την Ανατολική φιλοσοφία, καθώς και η παραμονή της στην Ολλανδία με αφορμή την υποτροφία του ΙΚΥ (Erasmus) για την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Χάγη.
Από το 1986 ασχολείται παράλληλα με την λογοτεχνία, έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων.
Από το 2010 συνδιευθύνει την ψηφιακή επιθεώρηση για το μικρό διήγημα Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι και επιμελήθηκε με τον ΓιάννηΠατίλη τις ανθολογίες μικρού διηγήματος Ιστορίες Μπονζάι για τα έτη ’14, ’15, ΄16 (Γαβριηλίδης).
Έχει συμμετάσχει ως προσκεκλημένη σε πολλά διεθνή φεστιβάλ ποίησης. Ποιήματα, διηγήματα και άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στον περιοδικό, ημερήσιο και ηλεκτρονικό τύπο και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Ρουμανικά, Βουλγαρικά, Τουρκικά, Φιλανδικά και Κροατικά.
Στα Ισπανικά κυκλοφορεί μία ανθολογία ποιημάτων της με τον τίτλο Acepciones de la Mirada (2019, Padilla Libros Editores y Libreros, El arbol de la luz, Sevilla, σε μετάφραση του Jose Antonio Moreno Jurado).
Το 2019 το λογοτεχνικό περιοδικό Σίσυφος αφιέρωσε το 17ο τεύχος του στο ποιητικό και πεζογραφικό της έργο.
Διατηρεί την ιστοσελίδα: www.ironikopoulou.gr
Μάνος Στεφανίδης
Ο Δον Μανουέλ Οζόριο και οι μικρές του φίλες
Ιστορίες από τη ζωγραφική της Ηρώς Νικοπούλου.
Η τέχνη είναι μονάχα μια ιδέα∙ μια ιδέα πιο μακρινή απ’ τη δική σας.
Αλέξης Ακριθάκης
Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ και κατ’ επέκταση η εικονολατρία είναι κομμάτι της ελληνικής οπτικής μας παράδοσης, όπως εξάλλου είναι και η πολυφορεμένη ορθοδοξία. Αυτή η τελευταία επέβαλε την αναγωγή-αναφορά του σημαίνοντος προς το σημαινόμενο (της εικόνας προς το απεικονιζόμενο) σε βαθμό ώστε να συγκροτήσει, διατρυπώντας το Μεσαίωνα, ολόκληρο αισθητικό δόγμα κατά την εποχή της Αναγέννησης. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ζωγραφισμένη εικόνα δεν εξαντλείται σ’ αυτό που απεικονίζει, αλλά διεκδικεί μιαν, οιονεί, μαγική δυνατότητα. Και λέγει και κρύπτει και σημαίνει και υπαινίσσεται. Ακόμη και σήμερα, που δεσπόζουν η φιλμική ή η τηλεοπτική εικόνα. Η πανάρχαια μητέρα τους, η ζωγραφική, ξέρει να παίζει, ακόμη, παιχνίδια υποβολής, γοητείας, εκμαυλισμού. Ξέρει να τρομοκρατεί, αλλά και να καταπραΰνει. Πρωτίστως ξέρει να αφηγείται φτιάχνοντας ρήγματα στο κορμό της ιστορίας και στο υποσυνείδητο του θεατή.
Η ζωγραφική της Ηρώς Νικοπούλου ισορροπεί, με τη σειρά της, ανάμεσα στην αφήγηση και την εξομολόγηση, στην τρυφερότητα και τον ενδιάθετο τρόμο, στις προσωπικές αναφορές και στον απρόσωπο χρόνο που άλλοτε ευλογεί κι άλλοτε καταριέται τις πράξεις των ανθρώπων. Κι η ζωγραφική γενικότερα; Αυτή παραμένει μαρτυρία και μαρτύριο∙ η πρώτη γραφή και η πιο αρχέγονη καταγραφή. Η εικόνα πριν το λόγο, που πάντως τον προϋποθέτει. Ένα συμβολικό, αισθητικό σημείο, στο οποίο εγκιβωτίζονται περασμένες ζωές και μελλούμενες (ακόμη και οι πιο αναίσθητες…). Η ζωγραφική, για να επιβιώσει σ’ αυτές τις μέρες του τόσο εργαλειακού ορθολογισμού, οφείλει να καταστεί ένα μετέωρο ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο, που όμως υπάρχει. Και ως τέτοια οφείλει, επίσης, να υποστηρίξει μιαν έκφραση άγρια, απόλυτη, που ν’ αμφισβητεί την ωραιοπάθεια ή την αισθητική των μικροαστών και ν’ αποστρέφεται τους καλλιεπείς συμβιβασμούς. Η ζωγραφική για να υπάρχει πρέπει να είναι. Με φόβο Ιστορίας, αλλά και με μια παρθενικότητα που θ’ ανανεώνει συνεχώς τον υμένα της σαν εκείνη τη θεά του αρχαίου μύθου.
Η Ηρώ Νικοπούλου ως σκεπτόμενη δημιουργός επιχειρεί μια φόρμα που αρδεύεται από χθόνια χρώματα, που οργανώνεται μέσα από σκιάσεις και γαιώδεις ποιότητες ώστε το φως, όποτε κι αν εκπέμπει, να εμφανίζεται και ως λύτρωση και ως τιμωρία. Γνωρίζει πως αυτό που επιδιώκει με τα ζωγραφικά της μέσα δεν είναι εύκολο, όσο κι αν το διεκδικεί με επιμονή και με συνέπεια. Δηλαδή, το να καταβυθιστεί στην παιδική Εδέμ και να συμφιλιωθεί σήμερα, στην ωριμότητά της, με τους τότε αγγέλους και τα τότε φαντάσματα. Μ’ επιθυμίες και έρωτες, σαν νεογνά που δεν επέζησαν, σαν βρέφη που κάποιος τιμώρησε την αθωότητά τους, σαν παιχνίδια που έσπασαν πριν ακόμη βγουν απ’ τα κουτιά τους, σαν χαρταετοί καταδικασμένοι να πετούν μέσα σε κελιά. Πώς γίνονται όλα αυτά εικόνα, δηλαδή μορφοποιημένος λόγος; Η Ηρώ Νικοπούλου επιλέγει μια θεματική που θα μπορούσε να στοιχηθεί στην feminine art, αν μας ενδιέφεραν οι ταξινομήσεις και οι συρμοί και οι επικαιρότητες. Πράγμα που δεν συμβαίνει…
Πιστεύω πως τα κορίτσια της και οι ιστορίες τους, μικρές μητέρες που μεγαλώνουν μεγάλα μωρά, ρόλοι που αντιστρέφονται, μεγέθη που συγχέονται σαν τα παραμύθια των αδελφών Grimm, έρχονται από πολύ μακριά κι έχουν λούσει τα μαλλιά τους στα νερά του πιο καίριου Ρομαντισμού, κι έχουν πλέξει τις πλεξούδες τους σε παλαιά κείμενα και βιώματα. Έτσι, αινιγματικές και σιωπηλές, όπως προβάλλουν, μου θυμίζουν έναν πίνακα που μ’ έχει στοιχειώσει από όταν τον πρωτοείδα στις αρχές του ’90 στην Εθνική Πινακοθήκη και στην περιοδική έκθεση «Από τον Θεοτοκόπουλο στον Cézanne». Πρόκειται για το έργο του πρίγκιπα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού Francisco Goya (1746-1828) «Don Manuel Osorio», που ζωγραφίστηκε το 1787-8 και ανήκει σήμερα στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης. Απεικονίζει έναν μικρό ευγενή ενδεδυμένο με απαστράπτοντα κόκκινα του μαρτυρίου και με ένα σκοτεινό βλέμμα που προαναγγέλλει τα επερχόμενα. Όταν πόζαρε ήταν μόλις τεσσάρων ετών και στα οκτώ του χρόνια πέθανε. Ο Goya ήταν τότε είκοσι δύο ετών και ήξερε ήδη πάρα πολλά για τις ψυχές των ανθρώπων. Ο Manuel εικονίζεται μαζί με τις συμβολικές μοίρες του, που πάντως δεν τον συμπονούν. Σπάνια έχει αποδοθεί ο παιδικός ψυχισμός, η σκληρότητα, αν προτιμάτε, με πιο άμεσο, πιο εικαστικό τρόπο. Ο μικρός κρατάει μια κίσσα δεμένη, από το ράμφος της οποίας κρέμεται ένα επισκεπτήριο (;). Θα το λέγαμε και «σήματα λυγρά». Πίσω, στο ημίφως, τρεις γάτες απειλούν το ειμαρμένο πουλί, η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος. Ο Manuel αριστερά του κουβαλάει κι ένα κλουβί με καρδερίνες. Αυτές δεν απειλούνται. Είναι ασφαλείς μέσα στη φυλακή τους. Είναι ήδη καταδικασμένες. Ο Goya παίρνει ένα κοινότοπο θέμα του ευρωπαϊκού Ροκοκό και από ηθογράφημα το απογειώνει στα ερέβη του πιο ρομαντικού στερεώματος.
Πάντως ο αμφίσημος Don δεν πρέπει να παραπονείται. Η Ηρώ Νικοπούλου τον προίκισε πια με χαρισάμενες φιλενάδες. Εξίσου σκοτεινές και αποκαλυπτικές. Τουλάχιστον για όσους βαρέθηκαν να δηλώνουν αθώοι. Και για όσους η τέχνη δεν είναι άλλοθι, αλλά τρόπος. Ή για εκείνους που έμαθαν πια πως τα νιάτα είναι η πιο επώδυνη εφεύρεση των γηρατειών.
ΥΓ. Ο Blanchot έγραφε πως η τέχνη είναι μια πάλη, η πάλη του δημιουργού με το χάος. Πρόκειται όμως για εκείνο το χάος που έχει τη δυνατότητα να γεννά συνείδηση (Jung), την «καταποντισμένη μέσα μας θάλασσα» (Ελύτης). Δεν ξέρω αν έχει θέση σ’ αυτό το κείμενο η παρακάτω σκέψη, αλλά με καίει και θα τη γράψω: Καμία τέχνη δεν μπορεί να απαλύνει τη στοιχειωμένη εικόνα εκείνων των εννιά παιδιών που αφέθηκαν να πνιγούν αβοήθητα στο Φαρμακονήσι, σε μια θάλασσα σπαρακτικά αληθινή, καθόλου μεταφορική, που θα μας κατατρύχει. Καμία ελεγεία, καμία αισθητική, κανένα μοιρολόι της φώκιας, δεν μπορεί να τη δικαιώσει. Σαν συλλογική ντροπή θα μας κυνηγάει, θα φτύνει στον πολιτισμό μας, θα καταριέται τον ευτελισμένο εφησυχασμό μας.
Πόσα ακόμη Φαρμακονήσια-Λαμπεντούζες μας περιμένουν; Πόσες θάλασσες σκοτεινές μας αξίζουν; Πόσο ασφαλή μπορούν να είναι τα παιδιά μας μέσα σε τόση επίσημη, θεσμοποιημένη βία; Α, τα κορίτσια της Ηρώς, πόσους ακόμη φίλους μέλλεται ν’ αποκτήσουν;
Μάνος Στεφανίδης
12.02.2014
(Κείμενο για τον κατάλογο της έκθεσης «Δωμάτια-Ένοικοι-Ανοίγματα+» που πραγματοποιήθηκε στην Γκαλερί Περιτεχνών τον Φεβρουάριο του 2014).
*
Α. Κ. Χριστοδούλου
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΑΓΓΕΛΟΥ
ἢ
ΕΝΑΣ ΧΡΩΣΤΗΡΑΣ ΠΟΥ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ
Μιὰ σπουδὴ στὴ ζωγραφικὴ τῆς Ἡρὼς Νικοπούλου
Ἡ Ἡρὼ Νικοπούλου στὰ σαράντα πέντε ἔργα τοῦ καταλόγου συγκεντρώνει ἀντιπροσωπευτικοὺς πίνακες τῆς περιόδου 1995-2010. Ἡ ζωγραφική της πιστὴ στὴ ρήση τοῦ Φλωμπὲρ περὶ Κάλλους καὶ Ἤθους (Τὸ Ἦθος εἶναι ἡ βάση, τὸ θεμέλιο τῆς Αἰσθητικῆς) ἀναζητᾶ τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἔννοιες τοῦ κενοῦ καὶ τοῦ πλήρους μὲ τὰ μεταφορικά τους ἀντίστοιχα «ἀπουσία/παρουσία» πλάθοντας τὴν ἰδιότυπη μυθολογία της. Ἐπιτυγχάνοντας νὰ ποδηγετήσει τὶς ἀλλοιώσεις τοῦ προσωπικοῦ της εἰκαστικοῦ συντακτικοῦ, φτάνει κάποια στιγμὴ στὴν ὁριακὴ διατύπωση τῆς αὐτοπροσωπίας (ἰδιοπροσωπίας), ἰστορώντας μὲ ἐξαίρετο τρόπο τὴν «διαλυτικὴ ἔλλειψη», τὸ ἐσωτερικὸ χάσμα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἡ Ἡρὼ Νικοπούλου, ἀπὸ νωρίς, ὑποθέτω, ἄρχισε νὰ ἀποδομεῖ τὸν οἰκεῖο ἑαυτὸ της χτίζοντας μὲ τὰ ἐρείπια ποὺ σώριαζε γύρω της ἕνα ἄλλο ἦθος, ἕνα ἄλλο πληγωμένο πρόσωπο, ποὺ υἱοθέτησε σὰν γνήσιο παιδί της καὶ ἀνατρέφει ἔκτοτε μὲ παραδειγματικὴ ἀφοσίωση καὶ σεμνότητα. Τὰ ἔργα της καλοῦν τὴν ἐνεργὴ συμμετοχὴ καὶ πνευματικὴ ἐγρήγορση τοῦ φιλότεχνου γιὰ τὴν (ἀνὰ)παραγωγὴ τῆς ζωγραφιᾶς καὶ περαιτέρω τὴν (ἀνὰ)δημιουργία τοῦ νοήματος καὶ τὴν ἀνέλκυση τῶν κρυφῶν σημασιῶν τῆς εἰκόνας. Ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ λεζάντες τῶν ἔργων, μὲ τὴν μελετημένη λογοτεχνικὴ ἐκφορά τους, συνεργάζονται στενὰ μὲ τὰ εἰκαστικὰ στοιχεῖα κάθε πίνακα γιὰ τὴν παραγωγὴ συγκεκριμένου καὶ προσχεδιασμένου πάντα ἀποτελέσματος. Συχνά τὸ νόημα στὰ ἔργα της ἀναδεικνύεται καὶ τονίζεται μέσα ἀπὸ μικρὲς ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ σημαντικὲς λεπτομέρειες, ὅπως παραδείγματος χάριν ἡ λεπτὴ κόκκινη γραμμὴ στὰ ἔργα: «Ἔνταση στὴν Ὑποτείνουσα», «Σφεντόνα», «Κόκκινη κλωστή». Οἱ πίνακές της μαρτυροῦν πὼς πρὶν ἀρχίσει να ζωγραφίζει προηγουμένως ἔχει στοχαστεῖ γιὰ νὰ δεῖ καθαρὰ καὶ βαθιά τὸ νοητὸ «πρότυπο» ποὺ θέλει νὰ ἀναπαραστήσει, γι’ αὐτὸ τίποτα δὲν εἶναι ἄσκοπο ἢ τυχαῖο· ἐνῶ ταυτοχρόνως ἀρνεῖται μὲ πεῖσμα νὰ διακοσμήσει. Στὴν τολμηρὴ τέχνη της διακρίνω μιὰ τεχνίτρα ποὺ πειθαρχεῖ ἀπόλυτα στὴ λογικὴ ἐνάργεια τοῦ ἔργου, ἔστω κι ἂν στὸ βάθος τὴν ὑπονομεύει, δὲν ἐφησυχάζει ποτὲ καὶ φροντίζει νὰ ἀνανεώνεται διαρκῶς μὲ πρωτότυπες καὶ καινοτόμες μεταφορὲς-ἐκφράσεις, πάντα ὅμως μέσα σὲ λειτουργικὰ νοηματικὰ πλαίσια. Ὅλα τὰ ἔργα της λοιπόν, ποὺ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν πρέπει νὰ χαρακτηριστοῦν «ἀφηρημένα», γιατί κι ἐκεῖνα ποὺ φαντάζουν ἀφηρημένα κρύβουν πάντα συγκεκριμένα νοήματα, εἶναι ἀπολεπισμένα ἀπὸ κάθε ὡραιοποιητικό, ἄρα περιττὸ καὶ ἀ-νόητο, στοιχεῖο.
Ἐνδεικτικὰ εἶναι δύο ἔργα τοὺ καταλόγου μὲ «θεολογικὸ» περιεχόμενο («Οὐκ ἔστιν ὧδε» / «Δία τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας») και η ἑνότητα ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἔργα τῆς ἐπιλεκτικῆς καὶ ἰδιότυπης «Ἀγγελολογίας» της. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ ζωγράφος ἀλλοιώνει μὲ ἰδυοφυὴ τρόπο τὶς ἱερὲς γραφὲς καὶ οἰκειοποιεῖται ἀλλότριες ἐμπειρίες γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ Ἀπερινόητο καὶ Ἀβυσσαλέο Κενό τῆς Ὕπαρξης, ζωγραφίζοντας καὶ προσδίδοντας βάρος καὶ ὑλικότητα ἀντὶ στὰ ὑλικὰ στοιχεῖα τοῦ πίνακα (εἰκονιζόμενα πρόσωπα, τοπίο, βράχια), στὸ κενὸ ποὺ τὰ περιβάλλει. Στὰ περισσότερα Ἀγγελολογικὰ ἔργα αὐτῆς τῆς ἑνότητας, ὅπως στὰ «Ἀγγελικὰ σχήματα», κυριαρχεῖ τὸ «πυροειδὲς» χρῶμα (ποὺ ὁραματίστηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς) διάφανο καὶ λαμπερὸ νὰ συμφύρεται μὲ ἴχνη λευκοῦ, μὲ αἰθέρια ἐξαϋλωμένα μέλη καὶ ἄδεια ἀγγελικὰ ἐνδύματα «Χιτώνας». Εἶναι φανερὸ πὼς ἡ Νικοπούλου δουλεύει μέσα στὴν παράδοση, χωρὶς ὅμως ὁ ἀποδομητικὸς χρωστήρας της νὰ ἀμελεῖ καὶ ἐδῶ τὶς ἀλλοιώσεις. Αὐτὴ ἡ προδιάθεσή της πρὸς τὸ ἀβυσσαλέο κενὸ εἰκονίζεται καὶ στὰ ἔργα «Διάχυση σὲ γκρίζο», «Ἐπαφὴ στὸ ὅριο» καὶ «Πύκνωμα Χρόνου». Στὰ ἔργα «Δύσκολη μνήμη» καὶ «Φιγούρα σὲ δύο ἐπίπεδα» διαπιστώνουμε πὼς στὸ πνεῦμα της κυριαρχεῖ μιὰ ἀκατανίκητη τάση (κατὰ)πτώσης ἀπὸ τὰ περιγράμματα τῶν ἀντικειμένων στὴ διάλυση τῶν ἐννοιῶν καὶ σημασιῶν τους. Τὸ δράμα ποὺ φιλοτεχνεῖ εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἐσωτερικὸ καὶ πνευματικὸ καὶ ἀποτυπώνει μὲ σπάνια τιμιότητα, τόλμη καὶ παρρησία ὅ,τι αἰσθάνεται κάθε ἄνθρωπος στὰ κατάβαθά τῆς ψυχῆς του.
Τὸ κείμενο συνιστᾶ περίληψη ἀπὸ τὸν Α. Κ. Χριστοδούλου τοῦ δοκιμίου του ποὺ συμπεριλήφθηκε ὡς ἐπιμέτρο στὸ εἰκαστικὸ λεύκωμα Ἡρὼ Νικοπούλου «Πύκνωμα Χρόνου», ἔργα 1995-2010, Ἐπιλογή, Ἐπίμετρο Α. Κ. Χριστοδούλου (ἐκδ. Gutenberg, 2016).